Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Ἡ μυστικὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Βλάχου (νῦν Μητρ. Ναυπάκτου) «Ὀσμὴ Γνώσεως» Ἐκδόσεις «Τέρτιος», Κατερίνη 1985, σελ. 51-54

 

 

«ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεωγότα
καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας
ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου»
( Ἰω. α´ 52 )

.          Ὁ Ναθαναὴλ ἐξεπλάγη, ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε τὸ ἄδολο τῆς καρδίας του καὶ τὸν τόπο ὅπου βρισκόταν. Ἀπαντώντας ὁ Κύριος στὴν ἐρώτησί του προσφέρει μιὰ καινούργια ἀποκάλυψι: «Σᾶς διαβεβαιώνω πὼς πολὺ γρήγορα θὰ δῆτε ἀνοιγμένο τὸν οὐρανὸ καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν στὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου». Αὐτὸ μᾶς δίδει τὴν ἀφορμὴ νὰ κάνουμε ἕνα μικρὸ σχολιασμὸ καὶ νὰ παρουσιάσουμε πολὺ σύντομα τὸ μεγαλεῖο τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ σήμερα τιμοῦμε.

Ἡ θέα τοῦ Θεοῦ γίνεται διὰ τῆς θεώσεως

.          Προφανῶς μὲ τὴν ἀπάντησί Του αὐτὴ ὁ Κύριος θέλει νὰ τονίση τὴν μεγάλη ἀλήθεια ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ μεγαλύτερη καὶ κατ’ ἐξοχὴν ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Πράγματι οἱ μαθηταί Του καὶ γενικὰ οἱ ἅγιοι ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν πολλὲς φορὲς τὸ ἄνοιγμα τῶν οὐρανῶν καὶ τὴν δόξα τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ. Αὐτὸ ἔγινε πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Πεντηκοστή. Ἀκόμη καὶ ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος στὸ Συνέδριο ὁμολόγησε «Θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεωγμένους καὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ ἐστῶτα» (Πράξ. ζ´ 56).
.          Ἀλλὰ ξέρουμε καλὰ ἀπὸ τὴν ἐμπειρία ὅλων τῶν ἁγίων ὅτι ἡ θέα τῆς δόξης τοῦ Θεανθρώπου γίνεται διὰ τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου δηλαδὴ διὰ τῆς ἐσωτερικῆς μεταμορφώσεως καὶ ἑπομένως δὲν εἶναι μία ἁπλὴ θεωρία μὲ τὰ σωματικὰ μάτια. Ἐπάνω στὸ Θαβώριον Ὅρος «μετασκευάζονται οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν Ἀποστόλων τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος» καὶ ἀξιώνονται νὰ δοῦν τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ Προφήτης Ἠλίας «οὐκ αἰσθητῶς ἐκεῖνος εἶδεν» τὸν ἄσαρκο Λόγο, δηλαδὴ τὸν Χριστό, ἀφοῦ τὸ πρόσωπό του ἦταν κεκαλυμμένο μὲ τὴν μηλωτή. Ἄρα διὰ τῆς ἐσωτερικῆς καθάρσεως καὶ μὲ τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμούς, ποὺ μεταμορφώνονται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, βλέπει κανεὶς τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἄλλωστε καὶ ὁ Ἴδιος ἀπεκάλυψε: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. ε´ 8).

Ἡ μυστικὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας

.          Αὐτὰ δείχνουν ἕνα χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μυστική, δηλαδὴ ὅλη ἡ θεολογία καὶ ἡ ζωή της εἶναι μυστική. Ὅταν λέμε μυστικὴ ζωή, δὲν ἐννοοῦμε τὴν ὕπαρξι διαφόρων «μυστικῶν», ἀλλὰ τὴν ζωὴ ποὺ κινεῖται πέρα ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια, ἄρα πέρα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ σὲ τρία σημεῖα.

.       Πρῶτον. Ἡ Ὀρθοδοξία χωρὶς νὰ παραγνωρίζη τὴν λογικὴ κινεῖται πέρα ἀπ’ αὐτή. Ὁ ἄνθρωπος λέμε συνήθως ὅτι εἶναι λογικὸ ὄν. Αὐτὸ εἶναι σωστὸ κυρίως γιατί ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Λόγου, τοῦ Δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν παραθεωρεῖ τὴν λογική του ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ δὲν τὴν ἀπολυτοποιεῖ. Γνωρίζει ὅτι ἡ λογικὴ λειτουργία εἶναι μία ἀπὸ τὶς λειτουργίες τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ ἡ ψυχὴ εἶναι ἑνιαία καὶ πολυδύναμη. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν λογικὴ ὑπάρχουν καὶ ἄλλες ἐνέργειες ὅπως ἡ ἐπιθυμία, ὁ νοῦς, ἡ βούλησι, ἡ φαντασία κλπ. Αὐτὸ τὸ γνωρίζει καὶ ἡ σύγχρονη ψυχολογία ποὺ διαπιστώνει τὴν ὕπαρξι τοῦ ὑποσυνειδήτου, στὸ ὁποῖο ὑπάρχουν πράγματα ποὺ δὲν ἔχουν ἀξιολογηθῆ ἀπὸ τὴν λογική. Ἐὰν λοιπὸν ἡ Ὀρθοδοξία εἶχε ἀνέκαθεν στραμμένη τὴν προσοχή της σ’ αὐτὸν τὸν μυστικὸ καὶ κεκρυμμένο θησαυρὸ ποὺ λέγεται καρδιὰ (κέντρο ὅλου τοῦ πνευματικοῦ κόσμου) καὶ αὐτὴν ἐπιδιώκει νὰ καθαρίση καὶ νὰ ἐλευθερώση. Ὁ Προφήτης Δαβὶδ ψάλλει: «καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοὶ ὁ Θεός». Ἡ καρδιὰ ζεῖ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἡ λογικὴ διατυπώνει τὶς ἐμπειρίες της. ταν μως νθρωπος θέλει ν τ καταλαβαίνη λα μ τν λογική του, τότε παύει ν εναι ρθόδοξος. Γίνεται σχολαστικός, δηλαδὴ αἱρετικός.

 .          Δεύτερον. Ἡ Ὀρθοδοξία χωρὶς νὰ παραγνωρίζη τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις, κινεῖται πέρα ἀπὸ αὐτές. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή. Ὅπως τὸ σῶμα ἔχει αἰσθήσεις τὸ ἴδιο ἔχει καὶ ἡ ψυχή. Εἶναι οἱ λεγόμενες νοερὲς ἢ πνευματικὲς αἰσθήσεις. Μὲ τὴν μυστηριακὴ ὀρθόδοξη ζωὴ οἱ σωματικὲς αἰσθήσεις μεταμορφώνονται, δηλαδὴ γίνονται αἰσθήσεις τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Συγχρόνως ἀναπτύσσονται οἱ νοερὲς ἐσωτερικὲς αἰσθήσεις. Οἱ ἅγιοι Πατέρες λένε ὅτι τὸ ἀληθινὸ στοιχεῖο τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀνάπτυξι τῶν νοερῶν αἰσθήσεων. Π.χ. ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ μᾶς λέγει ὅτι «ἡ ζωὴ ἐν Θεῷ, κατάπτωσις τῶν αἰσθήσεων ἐστίν. Ὄτε δὲ ζήσει ἡ καρδία, καταπίπτουσιν οἱ αἰσθήσεις. Ἡ ἀνάστασις τῶν αἰσθήσεων, ἐστὶν νέκρωσις καρδίας».
.         Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει μία ἄλλη μυστικὴ γλώσσα διὰ τῆς ὁποίας ἁγιάζονται οἱ σωματικὲς αἰσθήσεις καὶ ἀναπτύσσονται οἱ νοερὲς αἰσθήσεις. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ γλῶσσα τοῦ συμβόλου. Τὸ ἄναμμα τοῦ κεριοῦ, ἡ καύσι τῆς κανδήλας, τὸ κερὶ πρὸ τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ τρόπος τῆς εὐλογίας θέλουν νὰ δείξουν κάτι ἐσωτερικό. Ἐπίσης ἡ Ὀρθοδοξία μὲ τὴν εἰκόνα της, τῆς ὁποίας τὴν ἀναστήλωσι ἑορτάζουμε σήμερα, δὲν θέλει ἁπλῶς νὰ στολίση τοὺς Ναοὺς ἢ νὰ ἱκανοποιήση τὴν ὅρασι, ἀλλὰ νὰ μεταδώσει ἄλλες ἐμπειρίες στὸν προσευχόμενο Χριστιανό. Στὴν Ὀρθόδοξη ἁγιογραφία φαίνεται ἡ μεταμόρφωσι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ τοῦ κόσμου, ἡ ἔκχυσι τοῦ Θαβωρίου Φωτὸς πάνω στὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ἡ μεγάλη ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη τῶν ἁγίων στὸν Θεὸ καὶ ὅλα τὰ ἐσωτερικὰ βιώματά τους. Εἶναι παρατηρημένο ὅτι ὅταν ὁ ἄνθρωπος ξέρη νὰ βλέπη τὶς εἰκόνες, μεταμορφώνεται. Καὶ ὅσο μεταμορφώνεται τόσο μπορεῖ νὰ ἐκτιμήση τὴν μεγάλη ἀξία τῆς Ὀρθόδοξης ἁγιογραφίας.
.          Τρίτον. Ἡ Ὀρθοδοξία χωρὶς νὰ παραθεωρῆ τὰ φαινόμενα, κινεῖται πέρα ἀπὸ αὐτά. Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς δὲν βλέπει ἢ δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ πράγματα, ἀλλὰ βλέπει τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ ὅλα τὰ ἱστορικὰ καὶ φυσικὰ γεγονότα. Αὐτὸ γίνεται διὰ τῆς ἐσωτερικῆς μεταμορφώσεως. Συνήθως ἐμεῖς, ὄντας ἀκάθαρτοι, ἀγνοοῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποδίδουμε σ’ Αὐτὸν ὅλα τὰ πάθη μας καὶ τοὺς στοχασμούς μας μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παλεύουμε μὲ τὸν Θεό! Οἱ ὀρθόδοξοι σταυρώνουν ὅλα αὐτὰ τὰ φαινόμενα. Ὁ ἅγιος Μάξιμος λέγει κάπου ὅτι «τὰ φαινόμενα πάντα δεῖται σταυροῦ… καὶ τὰ νοούμενα χρήζει ταφῆς» καὶ τότε ἀνασταίνεται ὁ ἐν ἡμῖν λόγος καὶ ἔρχεται ἡ σωτηρία. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ σταυρώνουμε καθημερινὰ κάθε σχέσι μὲ τὰ αἰσθητά, τὴν ἀμεσότητα καὶ νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν ἐλευθέρωσι τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν θανατηφόρο ἐνέργεια τῶν ἐξωτερικῶν ἐρεθισμάτων. Σταυρωμένοι μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε τὸ μακάριο πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας μας καὶ νὰ δοῦμε τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ.
.          Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὰ ἀνωτέρω ἤθελαν περισσότερη ἀνάπτυξι. Ἀλλὰ ὁ χῶρος εἶναι περιορισμένος. Εἶναι ὅμως ἐξ ἴσου ἀλήθεια ὅτι ἀπαιτεῖται προσωπικὸς ἀγώνας γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ βιώσουμε τὴν μυστικὴ αὐτὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπαιτεῖται ἀγώνας ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, κάθαρσι τῶν αἰσθήσεων, ὑπακοὴ σὲ πνευματικὸ πατέρα καὶ τότε θὰ γνωρίσουμε αὐτὴν τὴν μυστικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ δυστυχῶς εἶναι ἄγνωστη σὲ πολλοὺς Ὀρθοδόξους. Τότε τὰ ἀκατάληπτα γίνονται γνωστὰ καὶ ὅσα φαίνονται πολὺ μπερδεμένα, εἶναι πολὺ ἁπλά. Ἔτσι μποροῦμε νὰ γίνουμε Ἱεραπόστολοι καὶ νὰ κάνουμε σωστὴ ἱεραποστολή.

ΤΟ ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΣΤΟΝ ΞΥΛΟΝ καὶ πῶς σταυρώνονται οἱ λογισμοί (Ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης)


Τὸ Τρισμακάριστον ξύλον
καὶ πῶς σταυρώνονται οἱ λογισμοί

Ἁγ. Nικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
Ἑρμηνεία τοῦ Εἱρμοῦ τῆς ε´ ᾨδῆς

τοῦ Κανόνος τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τ. Σταυροῦ
(«Ἑορτοδρόμιον», ἔκδ. Σκουρταίων, ἐν Bενετίᾳ)

Ἠλ. στοιχ. «Χριστ. Βιβλιογρ.»

Ὠδὴ ε΄.  Ὁ Εἱρμός.

Ὦ Τρισμακάριστον ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός, ὁ Βασιλεὺς καὶ Κύριος· δι᾽ οὗ πέπτωκεν ὁ ξύλῳ ἀπατήσας, τῷ ἐν σοὶ δελεασθείς, Θεῷ τῷ προσπαγέντι σαρκί, τῷ παρέχοντι, τὴν εἰρήνην ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

                                     Ἑρμηνεία

.                 Δύο σχήματα ρητορικὰ μεταχειρίζεται εἰς τὸν Εἱρμὸν τοῦτον ὁ ἱερὸς Κοσμᾶς, ἐπιστροφὴν καὶ προσωποποιΐαν· ἐπιστρέφων γὰρ τὸν λόγον πρὸς τὸν Σταυρόν, συνομιλεῖ μὲ αὐτὸν ἄψυχον ὄντα καὶ ἄλογον, ὡς ἐὰν ἦτον ἔμψυχος καὶ λογικός. Προσαρμόζει γὰρ ἡ ρητορικὴ τέχνη, ὅταν θέλῃ, ψυχὴν εἰς τὰ ἄψυχα καὶ λόγον εἰς τὰ ἄλογα καὶ τοῖς ἀπροσώποις περιτίθησι πρόσωπον. Προσφωνεῖ λοιπὸν οὕτως ὁ ἀσματογράφος· ὦ ξύλον τοῦ Σταυροῦ, σὺ τῇ ἀληθείᾳ εἶσαι πολλῶν μακαρισμῶν ἄξιον· διότι ἐπάνω εἰς ἐσὲ ἐτανύσθη κατὰ τὰς χεῖρας καὶ πόδας καὶ καθ᾽ ὅλον τὸ σῶμα, ὁ γλυκὺς Ἰησοῦς Χριστός, ὁ τῶν αἰώνων ὑπάρχων Βασιλεύς, καὶ πάντων τῶν ὄντων Κύριος, καὶ διὰ μέσου σου ἔπεσε πτῶμα ἐλεεινὸν καὶ ἀξιοδάκρυτον ὁ Διάβολος, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν γεῦσιν τοῦ ἀπηγορευμένου ξύλου ἀπάντησεν: ἤτοι ἐδελέασε τὸν προπάτορα Ἀδὰμ μέσα εἰς τὸν Παράδεισον τῆς τρυφῆς. Πῶς δέ; καὶ μὲ ποῖον τρόπον ὁ Διάβολος ἔπεσεν; ἐπειδή, καθὼς αὐτὸς ἐδελέασε τὸν Ἀδάμ, οὕτως ὁ αὐτὸς ἀντιστρόφως ἐδελεάσθη ἀπὸ τὸν Θεόν, ὅς τις ἐκαρφώθη κατὰ τὴν σάρκα ἐπάνω εἰς ἐσὲ τὸν Σταυρόν· ἵνα, καθὼς ἐκεῖνος διὰ ξύλου ἐνίκησε, διὰ ξύλου πάλιν καὶ νικηθῇ·  καὶ μὲ τὸν τρόπον ὅπου ἐκρήμνισε, μὲ αὐτὸν καὶ αὐτὸς κρημνισθῇ. Ἐπιφέρει δὲ ὁ Μελωδὸς καὶ ὅτι ὁ σταυρωθεὶς Χριστὸς ὁ τὸν Διάβολον ἀπατήσας, αὐτὸς χαρίζει εἰρήνην εἰς τὰς ψυχάς μας. Διατὶ δὲ λέγει τοῦτο; Διὰ νὰ φανερώσῃ μὲ τὸν τελευταῖον αὐτὸν λόγον, ὅτι ἡ Πέμπτη Ὠδὴ αὕτη εἶναι τοῦ Ἡσαϊου· ἐκεῖνος γὰρ λέγει «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν εἰρήνην δὸς ἡμῖν· πάντα γὰρ ἀπέδωκας ἡμῖν » (Ἡσ.κϚ´12).
.                 Πόθεν δὲ ἐδανείσθη ὁ μελωδὸς τὸν λόγον τοῦτον, ὅτι ὁ ἀπατήσας: ἤτοι ὁ δελεάσας Διάβολος ἐδελεάσθη; ἀπὸ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον· οὕτω γὰρ ἐκεῖνος φησὶν ἐν τῷ εἰς τὰ φῶτα λόγῳ αὐτοῦ «Ἐπειδὴ ὤετο ἀήττητος εἶναι τῆς κακίας ὁ σοφιστής, Θεότητος ἐλπίδι δελεάσας ἡμᾶς, σαρκὸς προβλήματι δελεάζεται· ἵν᾽ὡς τῷ Ἀδὰμ προσβαλών, τῷ Θεῷ περιπέσῃ, καὶ οὕτως ὁ Νέος Ἀδὰμ τὸν Παλαιὸν ἀνασώσηται καὶ λυθῇ τὸ κατάκριμα τῆς σαρκός, σαρκὶ τοῦ θανάτου θανατωθέντος. Ἔφη δὲ καὶ ὁ θεοφόρος Μάξιμος· «Ἐπειδὴ τὸ στερρόν μου τῆς φύσεως, Θεότητος ἐλπίδι δελεάσας πρὸς ἡδονὴν κατέσυρεν ὁ Διάβολος, δι᾽ ἧς ὑποστήσας τὸν θάνατον, ἡβρύνετο τρυφῶν τὴν φθορὰν τῆς φύσεως· διὰ τοῦτο γίνεται τέλειος ἄνθρωπος ὁ Θεός, ἵνα σαρκὸς προβλήματι δελεάσας, ἐρεθίσῃ τὸν ἄπληστον περιχανόντα τὴν σάρκα καταπιεῖν, γενησομένην αὐτῷ μὲν δηλητήριον, τῇ δυνάμει τῆς ἐν αὐτῇ Θεότητος παντελῶς διαφθείρουσαν, τῇ δὲ φύσει τῶν ἀνθρώπων ἀλεξητήριον, πρὸς τὴν ἐξ ἀρχῆς χάριν δυνάμει τῆς ἐν αὐτῇ Θεότητος ἀνακαλουμένην» (Κεφ. ια΄τῆς γ΄ἑκατοντάδος τῶν γνωστικ.)
.                 Καὶ ἐδῶ βλέπε, ὦ ἀναγνῶστα, δύο παραδείγματα ἁλιέων πάντῃ ἀνόμοια· ὁ μὲν γὰρ Διάβολος ἐπαρομοίασε μὲ ἕνα ἀφρονέστατον ἁλιέα καὶ κυνηγόν, ὁ ὁποῖος θέλων νὰ πιάσῃ μίαν ἀθερίνην καὶ ἕνα μικρὸν ψαράκι, ἔβαλεν εἰς τὸ ἀγκίστρι του δόλωμα ἕνα δέλφινα, ἢ ἕνα μεγαλώτατον κῆτος· ἐπειδὴ τὴν ἐλπίδα τῆς ὑπερμεγίστης καὶ ἀχωρήτου Θεότητος δολώσας εἰς τὸ ἀγκίστρι τῆς ἀπάτης του, μὲ τὸ μέγα αὐτὸ δόλωμα ἐδελέασεν ἕνα εὐτελῆ καὶ μικροτατον ἄνθρωπον. Ὁ δὲ Θεὸς ἐκ τοῦ ἐναντίου, ἐπαρομοίασε μὲ ἕνα σοφώτατον ἁλιέα, ὅς τις μὲ ἕνα μικρότατον ψαράκι, πιάνει ἕνα μεγαλώτατον κῆτος· διότι αὐτός, βαλὼν εἰς τὸ ἀγκίστρι τῆς κεκρυμμένης αὐτοῦ Θεότητος, τὸ μικρὸν δόλωμα τῆς φαινομένης του Ἀνθρωπότητος, μὲ αὐτὸ ἐδελέασε καὶ διέφθειρε τὸ μέγα καὶ νοητὸν κῆτος τὸν Διάβολον. Καθὼς περὶ τῆς τοιαύτης διαφθορᾶς αὐτοῦ ὁ πολυτάλας Ἰὼβ ἐπροφήτευσε λέγων, «ὁ μέλλων (ὁ Χριστὸς δηλαδὴ) τὸ μέγα κῆτος χειρώσασθαι» (Ἰὼβ γ΄ 8) ὁ δὲ Ἀκύλας καὶ Θεοδοτίων ἀντὶ κήτους εἶπον, λευϊαθάν: ὅ ἐστι Βασιλεὺς τῶν ἐν τοῖς ὕδασιν· ὁ δὲ Θεοδοτίων εἶπε Δράκοντα· πάντες διὰ τῶν ὀνομάτων τούτων τὸν Διάβολον ἐννοοῦντες.

“ΠΑΓΙΔΕΣ” ΣΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΙ ΑΠΟΦΥΓΗΣ ΤΟΥΣ [Β´]


Λάθη κατά τήν ἐξομολόγηση
καί ποιά ἡ σωστή προετοιμασία της
[Β´] 

Α´Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2011/12/11/παγίδες-στὴν-ἐξομολόγηση-α´/

τοῦ π. Σάββα Ἁγιορείτη

Μερικά κόμη σημεα πού πρέπει νά προσέξουμε.

1) να σημαντικό πού πρέπει νά προσέξουμε εναι νά μήν ναβάλλουμε τήν ξομολόγηση. φ’ σον πάρχει κάποια σημαντική πτώση θά πρέπει μέσως νά τρέξουμε νά τήν πομε στόν Πνευματικό.

.          «Ὅσο κρατᾶς ἕνα χαλασμένο πράγμα», ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος «τόσο χαλάει. Γιατί νὰ ἀφήσει νὰ περάσουν ἕνας-δύο μῆνες γιὰ νὰ πάει στὸν πνευματικὸ νὰ τὸ ἐξομολογηθεῖ; Νὰ πάει τὸ συντομότερο. Ἂν ἔχει μία πληγὴ ἀνοιχτή, θὰ ἀφήσει νὰ περάσει ἕνας μήνας, γιὰ νὰ τὴ θεραπεύσει; Οὔτε νὰ περιμένει νὰ πάει, ὅταν θὰ ἔχει πολὺ χρόνο ὁ πνευματικός, γιὰ νὰ ἔχει πιὸ πολλὴ ἄνεση. Αὐτὸ τὸ ἕνα σφάλμα, τὰκ-τὰκ νὰ τὸ λέει ἀμέσως καὶ μετά, ὅταν ὁ πνευματικὸς θὰ ἔχει χρόνο, νὰ πηγαίνει γιὰ πιὸ πολύ, γιὰ μία συζήτηση κ.λπ.»[17].

 2) πίσης στήν ξομολόγηση θά πρέπει νά λέμε τά δικά μας σφάλματα καί μόνο ατά χωρίς νά καθυστερομε.

.        «Προσοχή λοιπόν!», ἐπισημαίνει  ὁ π. Παῦλος, «Εξομολογούμαστε τίς δικές μας μαρτίες καί χι τίς μαρτίες λλων. Καί μολογομε τίς μαρτίες χωρίς περιστροφές, δικαιολογίες καί στορίες. Ἡ προσπάθεια νά δικαιολογήσουμε τίς ἁμαρτίες μας δείχνει ὅτι στήν πραγματικότητα δέν ἔχουμε μετανοήσει γι᾽ αὐτές. Στήν περίπτωση αὐτή καί ὁ ἐξομολογούμενος δέν ἀναπαύεται ψυχικά, ἀλλά καί ὁ ἱερέας καταπονεῖται. Διότι ἀκριβῶς δέν γίνεται σωστή ἐξομολόγηση.
.          Δέν εναι σωστό λοιπόν νά μακρηγορε κανείς στήν ξομολόγηση. Ὁμολογοῦμε σύντομα τίς ἁμαρτίες μας, μέ μετάνοια καί συναίσθηση, καί δεχόμαστε μέ ἐμπιστοσύνη τίς ὅποιες συμβουλές τοῦ ἐξομολόγου. ᾽Ιδιαιτέρως, δέν χρειάζεται ἀνάλυση στίς σαρκικές λεγόμενες ἁμαρτίες. Τίς ὁμολογοῦμε μέ λιτό καί ἐπιγραμματικό τρόπο. Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι ἐπιτρεπτό νά καθυστερεῖ κανείς στό ἐξομολογητήριο. ῎Αν ὑπάρχει κάποιο ἰδιαίτερο πρόβλημα πρός συζήτηση, θά πρέπει νά ἀντιμετωπιστεῖ κάποια ἄλλη ὥρα πέραν τῆς ἐξομολογήσεως, καί ὁπωσδήποτε ὄχι πρό τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων καί τοῦ Πάσχα. Τό πρόγραμμα τοῦ ἱερέα τότε εἶναι ἀρκετά βεβαρυμένο»[18].
.          Ἔλεγε καί ὁ πατήρ Παΐσιος σχετικά μ’ αὐτό: «Δν χρειάζεται ρα πολλ γι ν δώσω εκόνα το αυτο μου. ταν συνείδηση δουλεύει σωστά, δίνει νθρωπος μ δύο λόγια εκόνα τς καταστάσεώς του. ταν μως πάρχει μέσα του σύγχυση, μπορε ν λέει πολλ κα ν μ δίνει εκόνα. Νά, βλέπω, μερικοί μου γράφουν ὁλόκληρα τετράδια, εἴκοσι-τριάντα σελίδες ἀναφορᾶς μὲ μικρὰ γράμματα, καὶ μερικὲς σελίδες ὑστερόγραφο… Ὅλα αὐτὰ ποὺ γράφουν, μποροῦσαν νὰ τὰ βάλουν σὲ μία σελίδα»[19].

 3) Προσοχή μεγάλη πίσης καί σέ κάτι λλο πολύ σημαντικό: στό συναίσθημα τς αταρέσκειας καί στήν δέα τι εμαστε καλοί τι πμε καλά.

.          «Συχνάκις τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἀποχωρεῖ ἀφ’ ἡμῶν», παρατηρεῖ ὁ π. Σωφρόνιος, «δι’ ἐκείνας ἢ τὰς ἄλλας κινήσεις τῆς καρδίας ἢ τῆς σκέψεως ἡμῶν. Εἶναι ὅμως δυνατὴ ἡ ἐγκατάλειψις καὶ διὰ τὸν λόγον ὅτι τὸ Πνεῦμα βλέπει ἡμᾶς ἀναπεπαυμένους καὶ ἱκανοποιημένους μετὰ τῶν ἤδη ληφθέντων ἢ ἐπιτευχθέντων, καὶ ἀποχωρεῖ, ἵνα ἀποδείξη εἰς ἡμᾶς ὅτι εἴμεθα εἰσέτι μακρὰν ἐκείνου, ὅπερ ὀφείλομεν νὰ εἴμεθα.» [20].  Ἡ ἐν ταπεινώσει καί ὑπακοῇ πορεία εἶναι ἡ μόνη ἀσφαλής. Τότε καί ἡ ἐξομολόγηση μᾶς ὠφελεῖ.

4 )ταν νομίζουμε τι δέν χουμε νά πομε τίποτε πάρχει τό νδεχόμενο νά μήν παρακολουθομε σωστά τόν αυτό μας.

.           Ἀκριβῶς αὐτό (τήν μή σωστή παρακολούθηση τοῦ ἑαυτοῦ μας) θεωροῦσε ὁ π. Παΐσιος ὡς αἰτία τοῦ νά νομίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι δέν χρειάζεται νά ἐξομολογηθεῖ. Καί συνέχιζε: «Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι μυστήριο. Νὰ πηγαίνεις καὶ ἁπλὰ νὰ λὲς τὶς ἁμαρτίες σου. Γιατί, τί νομίζεις; Πεῖσμα δὲν ἔχεις; Ἐγωισμὸ δὲν ἔχεις; Δὲν πληγώνεις τὴν ἀδελφή; Δὲν κατακρίνεις; Μήπως ἐγὼ τί πηγαίνω καὶ λέω; Θύμωσα, κατέκρινα… καὶ μοῦ διαβάζει ὁ πνευματικὸς τὴν συγχωρητικὴ εὐχή»[21].

5) Προσοχή στά «μικρά».

.          Ἐπίσης ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά μήν ὑποχωρεῖ καί στίς λεγόμενες «μικρές» ἁμαρτίες. «Καὶ οἱ μικρὲς ἁμαρτίες», δίδασκε ὁ Γέρων Παΐσιος, «ἔχουν καὶ αὐτὲς βάρος. Ὅταν πήγαινα στὸν πάπα-Τύχωνα νὰ ἐξομολογηθῶ, δὲν εἶχα τίποτε σοβαρὸ νὰ πῶ καὶ μοῦ ἔλεγε: Ἀμμούδα, παιδάκι μου, ἀμμούδα! Οἱ μικρὲς ἁμαρτίες μαζεύονται καὶ κάνουν ἕναν σωρὸ ἀμμούδα, ποὺ εἶναι ὅμως βαρύτερη ἀπὸ μία μεγάλη πέτρα. Ὁ ἄλλος ποὺ ἔχει κάνει ἕνα ἁμάρτημα μεγάλο, τὸ σκέφτεται συνέχεια, μετανοεῖ καὶ ταπεινώνεται. Ἐσὺ ἔχεις πολλὰ μικρά. Ἐὰν ὅμως ἐξετάσεις τὶς συνθῆκες μὲ τὶς ὁποῖες ἐσὺ μεγάλωσες καὶ τὶς συνθῆκες μὲ τὶς ὁποῖες μεγάλωσε ὁ ἄλλος, θὰ δεῖς ὅτι εἶσαι χειρότερη ἀπὸ ἐκεῖνον»[22]. Τά «μικρά» γιά αὐτούς πού ἔχουν γνώση τῆς Πνευματικῆς ζωῆς δέν εἶναι μικρά. 

6) χι γενικολογίες οριστολογίες.

.          Ἕνα ἄλλο σημεῖο προσοχῆς εἶναι ὅτι θά πρέπει ἡ ἐξομολόγηση νά μήν εἶναι γενικόλογη τοῦ τύπου: «Πάτερ ἔχω κάνει ὅλες τίς ἁμαρτίες» ἤ γεμάτη ἀοριστολογίες. «Νὰ προσπαθεῖς», συμβούλευε ὁ Γέρων Παΐσιος πνευματικό του παιδί, «νὰ εἶσαι συγκεκριμένη στὴν ἐξομολόγησή σου. Δὲν φθάνει νὰ πεῖ κανεὶς λ.χ. ζηλεύω, θυμώνω κ.λπ., ἀλλὰ πρέπει νὰ πεῖ τὶς συγκεκριμένες πτώσεις του, γιὰ νὰ βοηθηθεῖ. Καὶ ὅταν πρόκειται γιὰ κάτι βαρύ, ὅπως ἡ πονηριά, πρέπει νὰ πεῖ καὶ πῶς σκέφθηκε καὶ πῶς ἐνήργησε ἀλλιῶς κοροϊδεύει τὸν Χριστό. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ὁμολογεῖ τὴν ἀλήθεια στὸν πνευματικό, δὲν τοῦ ἀποκαλύπτει τὸ σφάλμα του, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὸν βοηθήσει, παθαίνει ζημιά, ὅπως καὶ ὁ ἄρρωστος κάνει μεγάλο κακὸ στὴν ὑγεία του, ὅταν κρύβει τὴν πάθησή του ἀπὸ τὸν γιατρό. Ἐνῶ, ὅταν ἐκθέτει τὸν ἑαυτό του ὅπως ἀκριβῶς εἶναι, τότε ὁ πνευματικὸς μπορεῖ νὰ τὸν γνωρίσει καλύτερα καὶ νὰ τὸν βοηθήσει πιὸ θετικά»[23].

7) χι «ξαπάτηση» το Πνευματικο.

.          «Ἡ δύναμη τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως εἶναι ἀνυπολόγιστη», σημειώνει ὁ π. Παῦλος καί συνεχίζει: «Δέν ἐπενεργεῖ ὅμως πάνω μας χωρίς τήν δική μας ἐλεύθερη συνεργασία. Νά ἔχουμε συναίσθηση τῆς ἱερότητας τοῦ Μυστηρίου καί νά προσερχόμαστε σ’ αὐτό μέ βαθιά ταπείνωση, εἰλικρίνεια καί συντετριμμένη καρδιά. Μόνο ὅσοι βιώνουν τήν μετάνοια καί ἐξομολογοῦνται πλήρως καί τελείως τίς ἁμαρτίες τους φεύγουν ἀναπαυμένοι, χαρούμενοι καί εἰρηνικοί, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα νά τούς ἐπισκιάζει. Ὅσοι νομίζουν ὅτι ξεγελοῦν τόν Πνευματικό, γελιοῦνται οἱ ἴδιοι, παίζοντας θέατρο καί ἐξοργίζοντας τόν Θεό. Ἄν συνεχίσουν μέ αὐτή τήν λανθασμένη τακτική φεύγουν δυστυχῶς ἀπό τήν παροῦσα ζωή ἀμετανόητοι πρός αἰωνία ἀπώλεια»[24].

8) κζήτηση συγγνώμης καί γάπη μέ λους.

.          Ἀναγκαία βέβαια προϋπόθεση γιά νά συγχωρηθοῦμε καί νά εἶναι ἔγκυρη ἡ ἐξομολόγησή μας εἶναι τό νά συγχωρήσουμε καί νά ζητήσουμε συγχώρηση ἀπό ὅλους. «Ὅταν κανεὶς ἀδικήσει ἢ πληγώσει μὲ τὴν συμπεριφορὰ του ἕναν ἄνθρωπο», παρατηρεῖ ὁ Γέρων Παΐσιος,«πρέπει πρῶτα νὰ πάει νὰ τοῦ ζητήσει ταπεινὰ συγχώρηση, νὰ συμφιλιωθεῖ μαζί του, καὶ ἔπειτα νὰ ἐξομολογηθεῖ τὴν πτώση του στὸν πνευματικό, γιὰ νὰ λάβει τὴν ἄφεση. Ἔτσι ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἂν πεῖ τὸ σφάλμα του στὸν πνευματικό, χωρὶς προηγουμένως νὰ ζητήσει συγχώρηση ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ πλήγωσε, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἰρηνεύσει ἡ ψυχή του, γιατί δὲν ταπεινώνεται. Ἐκτὸς ἂν ὁ ἄνθρωπος ποὺ πλήγωσε ἔχει πεθάνει ἢ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν βρεῖ, γιατί ἄλλαξε κατοικία καὶ δὲν ἔχει τὴν διεύθυνσή του, γιὰ νὰ τοῦ ζητήσει, ἔστω καὶ γραπτῶς, συγγνώμη, ἀλλὰ ἔχει διάθεση νὰ τὸ κάνει, τότε ὁ Θεὸς τὸν συγχωρεῖ, γιατί βλέπει τὴν διάθεσή του»[25]. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ζητήσει συγννώμη καί ὁ ἄλλος δέν τόν συγχωρήσει τότε, δίδασκε ὁ π. Παΐσιος, πρέπει «νὰ κάνουμε προσευχὴ νὰ μαλακώσει ὁ Θεὸς τὴν καρδιά του. Ὑπάρχει ὅμως περίπτωση νὰ μὴ βοηθάει ὁ Θεὸς νὰ μαλακώσει ἡ καρδιά του, γιατί, ἂν μᾶς συγχωρήσει, μπορεῖ νὰ ξαναπέσουμε στὸ ἴδιο σφάλμα»[26].

 9) χι δικαιολόγηση το αυτο μας

.          Στήν ξομολόγηση πηγαίνουμε γιά νά ατοκατηγορηθομε καί ὄχι νά δικαιολογηθοῦμε ἤ νά παρουσιάσουμε τίς «ἀρετές» μας. Καλλίτερα νά εἴμαστε ἄτεγκτοι καί αὐστηροί μέ τόν ἑαυτό μας παρά νά ἀναζητοῦμε ἐλαφρυντικά.
.      «Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ προσέξη» ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος ἀναφερόμενος σ’ αὐτόν πού ἐξομολογεῖται,«εἶναι νὰ μὴ δικαιολογῆ τὸν ἑαυτό του κατὰ τὴν ἐξομολόγηση. Ἐγώ, ὅταν πάω νὰ ἐξομολογηθῶ καὶ πῶ λ.χ. «θύμωσα» – ἄσχετα ἂν χρειαζόταν νὰ δώσω καὶ σκαμπίλι-, δὲν ἀναφέρω τὸ θέμα, γιὰ νὰ μὴ μοῦ δώση ἐλαφρυντικὸ ὁ πνευματικός. Ὅποιος ἐξομολογεῖται καὶ δικαιολογεῖ τὸν ἑαυτό του, δὲν ἔχει ἀνάπαυση ἐσωτερική, ὅσο ἀσυνείδητος καὶ ἂν εἶναι. Τὰ ἐλαφρυντικὰ ποὺ χρησιμοποιεῖ στὴν ἐξομολόγησή του γίνονται ἐπιβαρυντικὰ γιὰ τὴν συνείδησή του. Ἐνῶ, ὅποιος ὑπερβάλλει τὰ σφάλματά του, γιατί ἔχει λεπτὴ συνείδηση, καὶ δέχεται καὶ μεγάλο κανόνα ἀπὸ τὸν πνευματικό, αὐτὸς νιώθει ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού, ἂν κλέψουν λ.χ. μία ρώγα, νιώθουν σὰν νὰ πῆραν πολλὰ καλάθια σταφύλια καὶ σκέφτονται συνέχεια τὸ σφάλμα τους. Δὲν κοιμοῦνται ὅλη τὴν νύχτα, μέχρι νὰ τὸ ἐξομολογηθοῦν. Καὶ ἄλλοι, ἐνῶ ἔχουν κλέψει ὁλόκληρα καλάθια σταφύλια, δικαιολογοῦν τὸν ἑαυτό τους καὶ λένε πὼς πῆραν ἕνα τσαμπί. Αὐτοὶ ὅμως ποὺ ὄχι μόνο δὲν δικαιολογοῦν τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ μεγαλοποιοῦν τὸ παραμικρὸ σφάλμα τους καὶ στενοχωριοῦνται καὶ ὑποφέρουν πολὺ γιὰ μία μικρή τους ἀταξία, ξέρετε τί θεία παρηγοριὰ νιώθουν; Ἐδῶ βλέπεις τὴν θεία δικαιοσύνη, πῶς ὁ Καλὸς Θεὸς ἀνταμείβει. Ἔχω παρατηρήσει ὅτι ὅσοι ἐκθέτουν τὰ σφάλματά τους ταπεινὰ στὸν πνευματικὸ καὶ ἐξευτελίζονται, λάμπουν, γιατί δέχονται τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἕνας ἀπόστρατος μὲ πόση συντριβή μοῦ διηγήθηκε ὅ,τι εἶχε κάνει ἀπὸ ὀκτὼ χρονῶν παιδάκι. Ἕνα τόπι εἶχε πάρει ἀπὸ ἕνα παιδάκι γιὰ μία μόνο νύχτα –τὴν ἄλλη μέρα τοῦ τὸ ἔδωσε– καὶ ἔκλαιγε, γιατί τὸ στενοχώρησε. Ὅταν ἀποστρατεύθηκε, ἔψαξε καὶ βρῆκε ὅσους εἶχε λυπήσει, ὅταν ὑπηρετοῦσε –ἄσχετα ἂν ἐκτελοῦσε καθῆκον τῆς ὑπηρεσίας του-, καὶ τοὺς ζήτησε συγγνώμη! Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση! Ὅλα τὰ ἔπαιρνε ἐπάνω του. Μένει τώρα σὲ ἕνα χωριὸ καὶ τὰ χρήματά του τὰ δίνει ἐλεημοσύνη. Ὑπηρετεῖ καὶ τὴν ἡλικιωμένη μάνα του, ἐνενήντα πέντε χρόνων, κατάκοιτη μὲ ἡμιπληγία καί, ἐπειδὴ βλέπει τὸ σῶμα της, ὅταν τὴν φροντίζη, τὸν πειράζει ὁ λογισμός. «Ἂν ὁ Χὰμ ποὺ εἶδε τὴν γύμνωση τοῦ πατέρα του τιμωρήθηκε, λέει, τότε ἐγώ…». Συνέχεια ἔκλαιγε. Τὸ πρόσωπό του ἦταν ἀλλοιωμένο. Πόσο διδάχθηκα ἀπὸ τὴν συντριβή του!»[27].

10) χι ποχή πό τήν ξομολόγηση μέ τήν δικαιολογία τι «φο θά ξαναπέσω τί νά πάω;».

.          Ὅπως κανείς δέν λέει: «Ἀφοῦ θά ξαναπεινάσω, γιατί νά φάω;» ἤ «ἀφοῦ θά ξαναλερωθῶ γιατί νά πλυθῶ;», ἔτσι κανείς δέν πρέπει νά ἀναβάλλει τήν ἐξομολόγηση μέ τήν σκέψη: «Ἀφοῦ θά ξαναπέσω γιατί νά πάω νά ἐξομολογηθῶ;».
.          Κάποτε ρώτησαν τόν π. Παΐσιο: «Γέροντα, μερικοὶ ἀπὸ φιλότιμο δὲν πᾶνε νὰ ἐξομολογηθοῦν. «Ἀφοῦ μπορεῖ νὰ ξανακάνω τὸ ἴδιο σφάλμα, λένε, γιὰ ποιό λόγο νὰ πάω νὰ τὸ ἐξομολογηθῶ; γιὰ νὰ κοροϊδεύω τὸν παπά;». Ἐκεῖνος τότε ἀπάντησε:
– Αὐτὸ δὲν εἶναι σωστό! Εἶναι σὰν νὰ λέει ἕνας στρατιώτης, ὅταν τραυματίζεται: «Ἀφοῦ ὁ πόλεμος δὲν τελείωσε καὶ μπορεῖ πάλι νὰ τραυματισθῶ, γιατί νὰ δέσω τὸ τραῦμα μου;». Ἀλλά, ἂν δὲν τὸ δέσει, θὰ πάθει αἱμορραγία καὶ θὰ πεθάνει. Μπορεῖ ἀπὸ φιλότιμο νὰ μὴν πηγαίνουν νὰ ἐξομολογηθοῦν, τελικὰ ὅμως ἀχρηστεύονται. Ὁ διάβολος, βλέπεις, ἐκμεταλλεύεται καὶ τὰ χαρίσματα (π.χ. τὸ φιλότιμο). Ἂν δὲν καθαρίζουμε μὲ τὴν ἐξομολόγηση τὴν ψυχή μας, ὅταν πέφτουμε καὶ λερωνόμαστε, σκεπτόμενοι ὅτι πάλι θὰ πέσουμε καὶ θὰ λερωθοῦμε, προσθέτουμε λάσπες πάνω στὶς παλιὲς λάσπες καὶ εἶναι δύσκολο μετὰ νὰ καθαρίσουν»[28].

11) χι πόκρυψη κάποιων μαρτιν – πομάκρυνση τς δαιμονικς ντροπς.

.          Δυστυχῶς συμβαίνει καί αὐτό: Λόγῳ δαιμονικῆς ἐντροπῆς ὁ ἐξομολογούμενος μπορεῖ νά ἀποκρύψει κάποιες σοβαρότατες ἁμαρτίες. Τότε βέβαια δέν συγχωρεῖται καί δέν θεραπεύεται, διότι εἶναι ἀνειλικρινής ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. διάβολος παίρνει πό τόν νθρωπο τήν ντροπή, ταν τόν σπρώχνει στήν μαρτία (γιά νά τήν κάνει ἄνετα καί εὔκολα) καί το τήν ξαναδίνει, ταν πρόκειται νά τήν ξομολογηθε (γιά νά μήν τήν ἐξομολογηθεῖ καί θεραπευθεῖ).
.       «Γνωρίζοντας, ὁ διάβολος», παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «πώς ἡ ἁμαρτία μέσα της ἔχει τὴν ντροπὴ κι αὐτὸ μπορεῖ, τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἕλκεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ τὸν κρατήσει μακριά της- γνωρίζοντας ἀπὸ τὴν ἄλλη πὼς ἡ μετάνοια ἔχει τὴν παρρησία καὶ τὸ θάρρος μέσα της καὶ πὼς αὐτὸ μπορεῖ νὰ προσελκύσει στὴν μετάνοια αὐτὸν ποὺ θέλει νὰ μετανοήσει, ἀντέστρεψε τὴν τάξη τῶν πραγμάτων κι ἔδωσε στὴν μετάνοια ντροπή, ἐνῶ στὴν ἁμαρτία ἔδωσε τὸ θάρρος καὶ τὴν παρρησία. Κι ἀπὸ ποῦ φαίνεται αὐτό; Θὰ σοῦ τὸ ἐξηγήσω. Καταλαμβάνεται ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ μία ἐπιθυμία πονηρὴ καὶ δυνατὴ- καὶ τὴν ἀκολουθεῖ, ὅπως ἕνας αἰχμάλωτος- δὲν ντρέπεται- δὲν κοκκινίζει. Πράττει τὴν ἁμαρτία- ἴχνος ντροπῆς πουθενὰ- δὲν κοκκινίζει καθόλου. Ὅμως, γιὰ νὰ μετανοήσει, ντρέπεται. Μά, ἄνθρωπέ μου, ὅταν ἔπραττες τὴν ἁμαρτία δὲν ντρεπόσουν καὶ τώρα πού ἦρθες νὰ μετανοήσεις, τώρα ντρέπεσαι; Νιώθει ντροπὴ ὁ ἄνθρωπος. Ναί, τὸ καταλαβαίνω. Μά, γιὰ πές μου, γιατί τότε πού ἔπραττε τὴν ἁμαρτία δὲν ντρεπόταν; Πράττει τν μαρτία κα δν ντρέπεται, κα ντρέπεται ν πε τ λόγια της μετανοίας; Δὲν εἶναι παρὰ ἔργο τῆς κακίας τοῦ διαβόλου αὐτό. Αὐτὸς εἶναι ποὺ τὴν στιγμὴ τῆς ἁμαρτίας ἐμποδίζει τὸν ἄνθρωπο νὰ αἰσθανθεῖ ντροπή, καὶ τὸν ἀφήνει ἔτσι ἐκτεθειμένο ἀπέναντι στὴν ἁμαρτία- γιατί γνωρίζει ὅτι, ἂν νιώσει ὁ ἄνθρωπος ντροπή, θὰ φύγει μακριὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Τὴν στιγμὴ πάλι τῆς μετανοίας κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ αἰσθάνεται ντροπὴ- γιατί γνωρίζει ὅτι αὐτὸς ποὺ αἰσθάνεται ντροπή, δὲν φθάνει στὴν μετάνοια. Διπλὸ εἶναι τὸ κακὸ ποὺ κάνει: Ἕλκει στὴν ἁμαρτία, ἀπὸ τὴ μιά, καὶ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴ μετάνοια, ἀπ’ τὴν ἄλλη. Γιατί νὰ ντρέπεσαι λοιπόν; Δὲν ἔνιωθες ντροπὴ τότε ποὺ ἔπραττες τὴν ἁμαρτία καὶ νιώθεις τώρα ποὺ ἔρχεσαι νὰ βάλεις φάρμακο ἐπάνω στὴν πληγή. Τώρα πού ἀπαλλάσσεσαι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τώρα ντρέπεσαι; Ὄφειλες τότε νὰ αἰσθάνεσαι ντροπὴ- ἔπρεπε τότε νὰ ντρεπόσουν- τότε, ὅταν ἔπραττες τὴν ἁμαρτία. μαρτωλς γινόσουν κα δν νιωθες ντροπή, γίνεσαι δίκαιος κα ντρέπεσαι; “Λέγε τὶς ἁμαρτίες σου σὺ πρῶτος, γιὰ νὰ γίνεις δίκαιος”. Ὢ μέγεθος φιλανθρωπίας τοῦ Κυρίου! Δὲν εἶπε “Λέγε τὶς ἀνομίες σου σὺ πρῶτος, γιὰ νὰ μὴν τιμωρηθεῖς”, ἀλλὰ “Λέγε τὶς ἀνομίες σου σὺ πρῶτος, γιὰ νὰ γίνεις δίκαιος”. Δὲν ἔφθανε πού δὲν τὸν τιμωρεῖς, τὸν κάνεις δίκαιο κι ἀπὸ πάνω; Ναί, καὶ πολὺ δίκαιο μάλιστα. Πρόσεξε ἀκριβῶς αὐτὰ τὰ λόγια! Λέει: Τὸν κάνω δίκαιο αὐτὸν ποὺ θὰ μετανοήσει. Θέλεις νὰ μάθεις καὶ σὲ ποιά περίπτωση τὸ ἔκανε αὐτό; Τότε μὲ τὸν ληστή. Μὲ τὸ νὰ πεῖ ὁ ληστὴς στὸν σύντροφό του ἁπλῶς καὶ μόνο ἐκεῖνα τὰ γνωστά μας λόγια! “Μὰ οὔτε τὸν Θεὸ δὲν φοβᾶσαι ἐσύ; Κι ἐμεῖς δίκαια βέβαια- ἔχουμε μία τιμωρία ὅπως μᾶς ἀξίζει, γιὰ ὅλα ὅσα κάναμε”- τὴν ἴδια ἐκείνη τὴ στιγμὴ τοῦ λέει ὁ Σωτήρας: “Σήμερα κιόλας μαζί μου θὰ εἶσαι στὸν παράδεισο”. Δὲν τοῦ εἶπε: “σὲ ἀπαλλάσσω ἀπὸ τὴν κόλαση κι ἀπὸ τὴν τιμωρία”, ἀλλὰ τὸν βάζει στὸν παράδεισο, ἀφοῦ τὸν κάνει δίκαιο»[29].

.          Ἑπομένως καμμιά ντροπή δέν δικαιολογεῖται. Μέ θάρρος καί ἐμπιστοσύνη στὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ θά πρέπει νά ὁμολογοῦμε ὅλες τίς ἁμαρτίες μας.
.          «Ἡ ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν», παρατηρεῖ ὁ Στάρετς Σάββας ὁ Παρηγορητής, «πρέπει νά γίνεται ἐκ βάθους καρδίας, χωρίς τήν παραμικρή ἀπόκρυψη ἤ δικαιολογία τοῦ ἑαυτοῦ μας.  Καί ὅποιος καλύπτει κάτι στήν ἐξομολόγηση, ἐκεῖνος ἰδιαίτερη διπλῆ ἁμαρτία παίρνει στήν ψυχή του. Ἄν, ἔχοντας ἀνάγκη τό γιατρό γιά τήν ἀνημπόρια σου, κρύβεις τήν ἀσθένειά σου, τότε δέν σώζεσαι ἀπό τήν ἀθεράπευτη σήψη. Δέν πρέπει νά ντρέπεσαι νά ἀποκαλύπτεις στόν πνευματικό σου πατέρα τίς ἁμαρτίες σου, ὅσο μεγάλες κι ἄν εἶναι»[30].

12) Διόρθωση τς ζως μας, παύση τς μαρτίας, ληθινή μετάνοια.

.          Δέν εἶναι ἀρκετό νά ἀπαριθμήσει κανείς τίς ἁμαρτίες του μπροστά στόν Πνευματικό γιά νά ἐπιτύχει καί τήν διόρθωσή του. Θά πρέπει νά ζεῖ τήν μετάνοια, τήν συντριβή καί νά τήν ἐκφράζει, τό κατά δύναμιν μέ  μυστικούς στεναγμούς καί κρυφά δάκρυα στό «ταμιεῖον του», στήν προσευχή του. Χωρίς ἐξομολόγηση πράγματι δέν μπορεῖ νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Θά πρέπει ὅμως ἡ ἐξομολόγηση νά συνοδεύεται ἀπό ἀληθινή μετάνοια, δηλαδή παύση τῶν κακῶν καί πράξη τῶν καλῶν.
.          «Ὅποιος δέν προστρέξει στό σωτήριο (μυστήριο) τῆς μετανοίας», διδάσκει ὁ Στάρετς Σάββας, « θά ἀκούσει αὐτή τήν φοβερή ἀπόφαση τοῦ Κυρίου: «Ἐάν μή μετανοῆτε, πάντες ὡσαύτως ἀπολεῖσθε» (Λουκ.ιγ´3)  Ἀλλά καί ὅσοι προστρέχουν στό μυστήριο τῆς μετανοίας δέν καθαρίζονται ὅλοι, ἐπειδή ὅλοι δέν προσέχουν ἐκείνους τούς ὅρους πού εἶναι ἀπαραίτητοι γιά τήν ἀληθινή μετάνοια. Ἀρχή τῆς μετάνοιας εἶναι ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί ἡ συντριβή γι’ αὐτές.  «Ὅταν ἀποστραφεῖς στενάξης, τότε σωθήσῃ» (Ἠσ. λ´15)
.        Μερικοί πό γνοια πό προσεξία στό ργο τς μετανοίας, ναποθέτουν τό μυστήριο τς μετανοίας σέ μιά μόνο ξομολόγηση.  Νομίζουν τι μέ τήν προφορική ξομολόγηση τν μαρτιν στόν πνευματικό πατέρα τελείως καθαρίζονται π’ ατές.  Ἀλλά  εἶναι μάταιη ἡ ἐλπίδα τους.  Δέν περιμένει τέτοια εἴδους μετάνοια ἀπό μᾶς ὁ Κύριος. Θέλει ἐμεῖς νά αἰσθανθοῦμε ὅλο τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, νά πονέσουμε γι’ αὐτές, νά τίς πλύνουμε μέ καρδιακά δάκρυα συντριβῆς καί νά δώσουμε στήν καρδιά μας σταθερή ὑπόσχεση ὅτι θά διορθώσουμε τή ζωή μας.  Τότε μόνο ἡ μετάνοιά μας εἶναι πραγματικά εὐάρεστη στόν Θεό.
.          Παραδείγματα τέτοιας μετανοίας χρησιμεύουν σέ μᾶς, ὁ ἄσωτος υἱός, ὁ τελώνης, ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ὀ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ἱερομάρτυρας Κυπριανός καί ἄλλοι.  Μέ βαθειά λύπη πρέπει νά ποῦμε ὅτι μεγάλο μέρος τῶν σημερινῶν χριστιανῶν δέν προσφέρει τήν πρέπουσα μετάνοια καί ἐξ αἰτίας αὐτοῦ δέν διορθώνεται ἡ ζωή τους, ἡ ἁμαρτία τούς κυριεύει, τά πάθη τους δέν τιθασσεύονται κι αὐτοί, ἀφοῦ δέν καθαρίζονται ἀπό τίς ἐσωτερικές πληγές δέν ἀφήνουν τίς κακές τους συνήθειες καί δέν φέρουν καρπούς ἀξίους τῆς μετανοίας»[31].

13) χι πελπισία, λλά οτε καί διαφορία

.          διάβολος προσπαθε ετε νά πελπίσει τόν νθρωπο γιά τήν σωτηρία του ετε νά τόν ρίξει στήν μέλεια μέ τήν σκέψη τι Θεός εναι φιλάνθρωπος καί θά τόν συγχωρήσει· πότε δέν χρειάζεται μετάνοια καί ξομολόγηση. Ὁ χριστιανός θά πρέπει νά πολεμᾶ ἐναντίον καί τῶν δύο. «Ὑπάρχουν δύο εἴδη ἀσθένειας», εὔστοχα σημειώνει ὁ Στάρετς Σάββας,« τά ὁποῖα χρησιμεύουν σέ κάποιους σάν αἰτία τῆς ἀμετανοησίας, τῆς μή ἐγκαταλείψεως τῶν ἁμαρτιῶν τους.  Ἡ πρώτη ἀρρώστια εἶναι ἡ πλήρης ἀπελπισία γιά τήν σωτηρία τους καί ἡ δεύτερη ἡ ὑπερβολική ἐλπίδα στήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.
.          Ἡ ἀπελπισία συνίσταται στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος, συναισθανόμενος τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν του δέν ἐλπίζει πλέον νά λάβει γι’ αὐτές συγχώρηση ἀπό τόν Θεό, βυθιζόμενος ἀκόμη περισσότερο στήν ἄβυσσο τῆς ἀνομίας.  Τά κακά πνεύματα χρησιμοποιοῦν τήν ἀπελπισία καί ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στόν τέλειο ὄλεθρο.
.          Μέχρι νά πέσουμε, οἱ δαίμονες μᾶς παρουσιάζουν τόν Θεό ὡς φιλάνθρωπο, ἀλλά μετά τήν πτώση μας ὡς ἀδυσώπητο.  Μή πιστεύεις τόν ψεύτη διάβολο, μή χάνεις τήν ἐλπίδα σου στήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας στό νοῦ σου τόν προφητικό λόγο: «μὴ ἐπίχαιρέ μοι, ἡ ἐχθρά μου, ὅτι πέπτωκα· καὶ ἀναστήσομαι, διότι ἐὰν καθίσω ἐν τῷ σκότει, Κύριος φωτιεῖ μοι» (Μιχ. ζ´8).
.          Καμμιά ἁμαρτία δέν εἶναι ἀσυγχώρητη πλήν τῆς ἀμετανόητης. Ὁ Ἰούδας ὁ προδότης θά συνεχωρεῖτο, ἄν μετανοοῦσε. Τίποτε δέν συγκρίνεται μέ τήν γενναιοδωρία τοῦ Θεοῦ, τίποτε δέν τήν ξεπερνᾶ.  Γι’ αὐτό, ὅποιος ἀπελπίζεται, εἶναι αὐτόχειρας. Ὅποιος εἰλικρινά προσέρχεται στόν Θεό, ἐκεῖνον δέν τόν ἀφήνει νά πέσει τελείως, ἀλλά βλέποντας τήν ἀδυναμία του, συνεργεῖ καί τόν βοηθεῖ φανερά ἤ μυστικά, δίνοντάς του ἄνωθεν χεῖρα βοηθείας. Ὅμως δέν πρέπει νά χρησιμοποιοῦμε στό κακό, στήν ἐπιείκεια γιά τίς ἁμαρτίες μας, τήν ἀπέραντη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἁμαρτωλό.  Ὁ Θεός ὅσο εἶναι φιλάνθρωπος, τόσο εἶναι καί δικαιοκρίτης.  Γι’ αὐτό σέ ὅλους καί στόν καθένα χωριστά εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἀληθινή μετάνοια.  Τούς μή μετανοοῦντας ὁ Θεός δέν τούς συγχωρεῖ»[32].

14) Προσοχή στήν διόγκωση τν σφαλμάτων πού κάνει πονηρός.

.          Ὁ διάβολος προσπαθεῖ πάντα νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στήν ἀπόγνωση καί τήν ἀπελπισία. Γι’ αὐτό καί διογκώνει τά σφάλματά μας- πού μπορεῖ νά εἶναι καί πάρα πολύ μικρά- μέ σκοπό νά μᾶς γεμίσει μέ μελαγχολία.

.          Ρώτησαν κάποτε τόν Γέροντα Παΐσιο: « Γέροντα, ποῦ ὀφείλεται ἡ μελαγχολία πού ἔρχεται πολλὲς φορὲς στὴν ψυχή;». Καί ἀπάντησε: «  μελαγχολία  κα  τ  πλάκωμα  τς  ψυχς  φείλονται  συνήθως  σ  τύψεις  π εαισθησία, κα τότε νθρωπος χρειάζεται ν ξομολογηθ, γι ν μπόρεση ν βοηθηθ π τν πνευματικό. Γιατί, ἂν εἶναι εὐαίσθητος, μπορεῖ τὸ σφάλμα πού ἔκανε νὰ εἶναι πολὺ μικρό, ἀλλὰ ὁ ἐχθρὸς διάβολος νὰ τὸ μεγαλοποιῆ, νὰ τοῦ τὸ δείχνη μὲ μικροσκόπιο, γιὰ νὰ τόν  ρίξη  στὴν ἀπελπισία  καὶ  νὰ  τόν  ἀχρηστέψη.  Μπορεῖ  νὰ  τοῦ  πῆ  λ.χ.  ὅτι  τάχα  στενοχώρησε πολύ τούς ἄλλους, ὅτι τοὺς δυσκόλεψε κ.λπ., καὶ νὰ τὸν κάνη νὰ στενοχωριέται πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅσο ἀντέχει. φο νδιαφέρεται διάβολος, γιατί δν πηγαίνει ν πειράξη τν συνείδηση νς ναίσθητου νθρωπου; Ἀλλά τὸν ἀναίσθητο τὸν κάνει νὰ θεωρῆ μηδαμινὸ ἕνα μεγάλο σφάλμα του, γιὰ νὰ μὴν ἔρθη σὲ συναίσθηση.
.       Πρέπει    νθρωπος  ν  γνωρίση  τόν  αυτ  του  πως  εναι,  κα  χι  πως  τν παρουσιάζει    χθρός  διάβολος,  διότι  αὐτός  ἐνδιαφέρεται γιὰ  τὸ  κακό  μας.  Ποτὲ  νὰ  μὴν ἀπελπίζεται, ἀρκεῖ νὰ μετανοῆ, γιατί καὶ οἱ ἁμαρτίες του εἶναι λιγώτερες ἀπό τοῦ διαβόλου καὶ  ἐλαφρυντικὰ  ἔχει,  ἐπειδὴ  πλάσθηκε  ἀπό  χῶμα  καὶ  ἀπό  ἀπροσεξία  γλίστρησε  καὶ λασπώθηκε. Γιὰ νὰ γίνη σωστὸς ἀγώνας, πρέπει νὰ γυρίζουμε τὴν ρόδα ἀντίθετα ἀπὸ ἐκεῖ πού τὴν γυρίζει ὁ διάβολος. Ἂν μᾶς λέη ὅτι εἴμαστε κάτι, νὰ καλλιεργοῦμε τὴν αὐτομεμψία. Ἂν μᾶς λέη  ὅτι  δέν  εἴμαστε  τίποτε,  νὰ  λέμε:  Ὁ  Θεός  θὰ  μὲ  ἐλεήση.  Ἔτσι  ἁπλᾶ  ἄν  κινῆται  ὁ ἄνθρωπος,  μὲ  ἐμπιστοσύνη  καὶ  ἐλπίδα  στόν  Θεό, μπαίνει  στήν  ζωή  του  ἡ  μετάνοια,  ἡ ταπείνωση, καὶ ἀνεβαίνει σὲ πνευματικὰ ὕψη»[33].

 15) Προσοχή στήν ατομεμψία.

.         Ἕνα λεπτό σημεῖο πού πρέπει νά προσέξει αὐτός πού ἐξομολογεῖται καί ἀγωνίζεται πνευματικά εἶναι τό θέμα τῆς αὐτομεμψίας. Δέν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει κακομοιριά ἀλλά λεβεντιά. Ὑπάρχει φόβος νά ὁδηγηθεῖ ὁ ἀγωνιζόμενος πιστός στήν ἀπελπισία καί τήν ἀπραξία, ἄν ἀσκεῖ τήν αὐτομεμψία, χωρίς συγχρόνως νά καλλιεργεῖ καί τήν τέλεια ἐλπίδα του στόν Θεό.
.          Τέλεια ἀπελπισία ἀπό τόν ἑαυτό μας ἀλλά καί τέλεια ἐλπίδα στόν Θεό θά πρέπει νά ἔχουμε συνεχῶς.
.        Κάποτε ρωτήθηκε ὁ π. Παΐσιος: «Δηλαδή, Γέροντα, ἡ αὐτομεμψία δὲν βοηθάει στὸν πνευματικὸ ἀγώνα;». Ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Βοηθάει,  ἀλλά  θέλει  διάκριση.  Μπορε  π.χ.  ν  λέη  κανείς  στόν  αυτό  του:  Εσαι νόητος… .  Ν  τ  λέη μως  μ  ταπείνωση,  γι  ν  κοροϊδέψη  τόν  διάβολο,  λλά  κα  μ λεβεντιά, χι μ κακομοιριά. Ατομεμψία, χι πελπισία.

.          Σημεῖο  πνευματικῆς  ὡριμότητος  εἶναι  νὰ  πιστέψω  ὅτι  δέν  κάνω  τίποτε,  νὰ ἀπογοητευθῶ μὲ  τὴν καλὴ ἔννοια ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου, ἀπὸ τὸ ἐγώ μου, ν νιώθω πώς μ ,τι  κάνω  προσθέτω  συνέχεια  μηδενικ  καὶ  νὰ  συνεχίζω  τόν  ἀγώνα  μου  ἐλπίζοντας  στὸν Θεό. Τότε ὁ Καλὸς Θεός, ὅταν δῆ τὰ μηδενικά τῆς ἀγαθῆς μου προαιρέσεως, θὰ μὲ λυπηθῆ, θὰ προσθέση στὴν ἀρχή τὴν μονάδα καὶ θὰ πάρουν ἀξία τὰ μηδενικά μου καὶ θὰ πλουτίσω πνευματικά.  Μέσα  στήν  ταπεινὴ  κατασταση  τῆς  ἀπογοητεύσεως  ἀπό  τόν  ἑαυτό  μου κρύβεται ἡ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση»[34].

16) Προσοχή στήν περευαισθησία.

.          Μία ἀκόμη παγίδα τοῦ πονηροῦ εἶναι ἡ καλλιέργεια τῆς ὑπερευαισθησίας στόν ἄνθρωπο. Ὅταν συμβαίνει αὐτό, ὁ ἄνθρωπος κάποια πράγματα τά λεπτολογεῖ, τά «ψειρίζει» καί γεμίζει ἐνοχές, πού μπορεῖ νά εἶναι καί τελείως ἀνυπόστατες. Εἶναι τά λεγόμενα «μορμολύκια», τά «σκιάχτρα», πού φτιάχνει περευαίσθητος ἄνθρωπος μέ τήν συνεργασία τοῦ διαβόλου καί τρομάζει ἐκεῖ ὅπου δέν ὑπάρχει φόβος.
.          Σ’ αὐτές τίς καταστάσεις χρειάζεται ὡς θεραπευτικό φάρμακο ἡ καλή ἀδιαφορία – ὅπως τήν ἀποκαλοῦσε ὁ Γέροντας Παΐσιος.
.         Κάποτε ρωτήθηκε: «Γέροντα, νὰ μᾶς λέγατε κάτι γιὰ τὴν καλὴ ἀδιαφορία». Καὶ ἀπάντησε:
.          «Ἡ καλὴ ἀδιαφορία χρειάζεται σὲ ἕναν ὑπερευαίσθητο πού τὸν ταλαιπωρεῖ τὸ ταγκαλάκι μὲ διάφορους λογισμούς. Τότε καλὸ εἶναι νὰ γίνη λίγο ἀναίσθητος, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια, καὶ νὰ μὴ λεπτολογῆ μερικὰ πράγματα. Ἤ, ἀκόμη, χρειάζεται γιὰ κάποιον πού μπορεῖ σὲ πολλὰ νὰ εἶναι ἀδιάφορος, ἄλλα σὲ κάτι νὰ τοῦ ἔχη δημιουργήσει ὁ πειρασμὸς μιὰ ὑπερευαισθησία, γιὰ νὰ τὸν ἀχρηστέψη. Τότε  γιὰ ἕνα διάστημα θὰ  τὸν βοηθήση ἡ καλὴ ἀδιαφορία. Θέλει ὅμως παρακολούθηση. Πρέπει νὰ λέη τὸν λογισμό του καὶ νὰ παρακολουθῆται ἀπὸ τὸν πνευματικό, ἀλλιῶς  μπορεῖ  σιγὰ-σιγὰ  νὰ  τὰ  πάρη  ὅλα  σβάρνα  καὶ  νὰ  φθάση  στὴν  ἄλλη  ἄκρη,  νὰ  γίνη τελείως ἀδιάφορος»[35].

17) χι κατάκριση γογγυσμός ναντίον κείνων πού χρονίζουν στήν ξομολόγηση.

.          Περιμένοντας γιά ἐξομολόγηση δέν θά πρέπει νά δυσανασχετοῦμε, ἤ νά πιέζουμε τόν Πνευματικό νά μᾶς δεχθεῖ γρήγορα, ἤ νά κατακρίνουμε αὐτόν πού θεωροῦμε ὅτι ἄργησε πολύ κατά τήν ἐξαγόρευσή του. Μπορεῖ νά τόν κράτησε ὁ Πνευματικός λίγο περισσότερο, διότι ὑπάρχει πνευματικός λόγος. Ἄν κάποιος πράγματι βιάζεται καί πρέπει νά φύγει θά πρέπει νά τοῦ δίνουμε τήν σειρά μας. Ἄς ἔχουμε ἰδιαίτερα ἐκείνη τήν ἱερή ὥρα τῆς ἀναμονῆς γιά ἐξομολόγηση ἀγάπη πρός ὅλους, σεβασμό, σιωπή, συντριβή καί προσευχή.

πίλογος

 .          «Ἄς παρακαλοῦμε λοιπόν θερμά τόν Κύριο ὥστε «τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ ἐκτελέσαι» [36].
.          Ἄς ζητοῦμε «μετάνοιαν ὁλόκληρον καί καρδίαν ἐπίπονον εἰς ἀναζήτησίν Του» γιά νά ἀξιωθοῦμε τῆς μερίδος τῶν Ἁγίων πού εἰσῆλθαν διά τῆς Μετανοίας στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
.          «Ὡς ὁ ληστής, ὡς ὁ τελώνης καί ὡς ὁ ἄσωτος» ἄς ἐξομολογούμαστε ταπεινά, γιά νά δικαιωθοῦμε ἀπό τόν Ἀγαθοδότη Πολυέλεο καί Πολυεύσπλαχνο Κύριο. Ἀμήν».

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!

Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης

ΤΕΛΙΚΩΣ ΡΗΓΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ-ΜΟΣΧΑΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Ἱερὸς πόλεμος Φαναρίου – Μόσχας.
Ὁ Κύριλλος δὲν θὰ μνημονεύει Βαρθολομαῖο

Ὁ πατριάρχης πασῶν τῶν Ρωσιῶν Κύριλλος παραλλήλισε τὴν σημερινὴ ἀντιπαράθεση μὲ τὴν κόντρα τῆς δεκαετίας τοῦ 1920 μεταξὺ Μόσχας καὶ Κωνσταντινούπολης, σημειώνοντας πὼς τότε ἡ ρωσικὴ Ἐκκλησία βίωσε τὶς χειρότερες δυνατὲς συνθῆκες.
Τελικὰ ἡ ἐπικείμενη Αὐτοκεφαλία, ποὺ θὰ δώσει τὸ Φανάρι στὴν Οὐκρανικὴ Ἐκκλησία, ὁδηγεῖ σὲ ἱερὸ πόλεμο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας.

.                 Ὅπως ἔγινε γνωστὸ σὲ ἔκτακτη συνεδρίαση τῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὁ Πατριάρχης κ. Κύριλλος, διακόπτει τὴν μνημόνευση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου, παρόλο αὐτὰ ἡ κοινωνία μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν δὲν διακόπτεται. Ὁ πατριάρχης πασῶν τῶν Ρωσιῶν Κύριλλος παραλλήλισε τὴν σημερινὴ ἀντιπαράθεση μὲ τὴν κόντρα τῆς δεκαετίας τοῦ 1920 μεταξὺ Μόσχας καὶ Κωνσταντινούπολης, σημειώνοντας πὼς τότε ἡ ρωσικὴ Ἐκκλησία βίωσε τὶς χειρότερες δυνατὲς συνθῆκες. Στὶς 31 Αὐγούστου, ὁ Κύριλλος, εἶχε ἐπικεφθεῖ τὸ Φανάρι καὶ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, ἀλλὰ ἡ συνάντησή τους ὁδηγήθηκε σὲ ναυάγιο, καθὼς ὁ κ. Βαρθολομαῖος, τοῦ διεμήνυσε ὅτι τὸ Αὐτοκέφαλο τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας θὰ προχωρήσει.
.                 Σύμφωνα μὲ τὴν ἀνακοίνωση τοῦ Πατριαρχείου Ρωσίας, διακόπτεται ἡ ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στὰ Δίπτυχα, καθὼς καὶ ἡ Κοινωνία μὲ τοὺς Ἱεράρχες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐνῶ ἀποσύρονται ἀπὸ ὅλες τὶς κοινὲς ἐπιτροπὲς οἱ ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας.
.                 «Σὲ περίπτωση συνέχισης τῆς ἀντικανονικῆς δραστηριότητας τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης στὸ ἔδαφος τῆς Οὐκρανικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, θὰ ὑποχρεωθοῦμε νὰ σπάσουμε ἐντελῶς τὴν εὐχαριστιακὴ κοινωνία μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινούπολης», ἀναφέρεται στὴν συνοδικὴ ἀνακοίνωση, ποὺ τονίζει ὅτι «Κάθε εὐθύνη γιὰ τὶς τραγικὲς συνέπειες αὐτῆς τῆς διαίρεσης θὰ πέσει προσωπικὰ στὸν Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινούπολης Βαρθολομαῖο καὶ στοὺς ἐπισκόπους ποὺ τὸν ὑποστηρίζουν».
.                 Ἡ «Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας στὴν ἔκτακτη συνεδρίαση ἀποφάσισε νὰ διακόψει τὴ μνημόνευση τοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου»- ἀνέφερε μεταξὺ ἄλλων ὁ Μητροπολίτης Βολοκολὰμσκ κ. Ἱλαρίωνας. Ἀπὸ τὴν πλευρά του ὁ γραμματέας τοῦ Πατριάρχη Κυρίλλου π. Ἀλέξανδρος Βολκόφ, μεταξὺ ἄλλων ἀνέφερε ὅτι «ἡ εὐχαριστιακὴ κοινωνία μεταξὺ τῶν δύο ἐκκλησιῶν δὲν διακόπτεται. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ δὲν καθιστᾶ ἀδύνατο στοὺς κληρικοὺς τῶν δύο ἐκκλησιῶν νὰ ἔχουν κοινὴ λατρεία».
.                 Ἡ διακοπὴ μνημόνευσης σημαίνει ὅτι ὁ Πατριάρχης Μόσχας καὶ πασῶν τῶν Ρωσιῶν κ. Κύριλλος θὰ σταματήσει νὰ μνημονεύει τὸ ὄνομα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας.

Φανάρι: Δὲν δεχόμαστε ἀπειλὲς

.                 Ἐπίσημη ἀντίδραση ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, δὲν ἔχει ὑπάρξει μέχρι στιγμῆς, πάντως ἱεράρχες τοῦ Φανάριου, λένε ὅτι τὸ Φάναρι δὲν ἀπειλεῖ καὶ δὲν ἀπειλεῖται ἀπὸ κανέναν. Μάλιστα θυμίζουν ὅτι καὶ στὴν αὐτονομία τῆς Ἐσθονικῆς Ἐκκλησίας τὸ 1999, ἐπὶ πατριαρχείας Ἀλεξίου, εἶχε διακοπεῖ ἡ μνημόνευση γιὰ κάποιους μῆνες καὶ ἐν συνεχείᾳ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας ἐπέστρεψε στὴν κανονικὴ τάξη,

Πόλεμος  γιὰ τὸ αὐτοκέφαλο τῆς οὐκρανικῆς ἐκκλησίας

.                 Μετὰ τὴν ἀναγνώριση τῆς οὐκρανικῆς ἐκκλησίας ποὺ ἀποσχίστηκε ἀπὸ τὴν ρωσική, ἀπὸ τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο, ἔντονη ἦταν ἡ ἀντίδραση τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας τὸ ὁποῖο εἶχε ἀπειλήσει μὲ ἀντίποινα.
.                 Ἡ ρωσικὴ ἐκκλησία εἶχε ἐπιλέξει ἐξ ἀρχῆς τὴν μετωπικὴ σύγκρουση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, καθὼς δὲν ἔχει πρόθεση νὰ δεχτεῖ τὴν αὐτοκεφαλία τῶν Οὐκρανῶν. Ὁ μητροπολίτης Βολοκολάμσκ, ποὺ εἶναι καὶ πρόεδρος τοῦ Τμήματος Ἐξωτερικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχέσεων τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας, ἄσκησε δριμεία κριτικὴ στὸν κ.κ. Βαρθολομαῖο κάνοντας λόγο γιὰ «ὕπουλο καὶ δόλιο σχέδιο» καὶ ἀμφισβήτησε ἀνοιχτὰ τὸ ρόλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὡς τοῦ Πρώτου στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὅπως δήλωσε χαρακτηριστικά, «ἡ ἐν λόγῳ πράξη ἔγινε κατὰ παράβασιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν κανόνων καὶ δὲν μπορεῖ νὰ παραμένει ἀναπάντητη».
.                 Σὲ ἄλλο σημεῖο εἶπε ὅτι «ἐὰν φέρουν εἰς πέρας αὐτὸ τὸ ὕπουλο θὰ ἔλεγα καὶ δολερὸ σχέδιο, ἡ πλειοψηφία τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν τῆς Οὐκρανίας δὲν θὰ ἀποδεχθεῖ τὸ αὐτοκέφαλο αὐτό. Οὔτε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας θὰ δεχθεῖ τὴν ἐν λόγῳ ἀπόφαση. Ἀναγκαστικὰ θὰ διακόψουμε τὴν κοινωνία μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ τότε ἡ Κωνσταντινούπολη δὲν θὰ ἔχει ἀπολύτως κανένα δικαίωμα πλέον νὰ διεκδικεῖ τὴν ἡγεσία στὸν ὀρθόδοξο κόσμο».
.                 Μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ποὺ λήφθηκε στὶς 31 Αὐγούστου, ὁρίστησαν δύο Ἔξαρχοι στὸ Κίεβο στὰ πλαίσια τῆς προετοιμασίας γιὰ τὴν ἀπονομὴ Αὐτοκεφάλου στὴν Οὐκρανία. Ὅπως εἶχε ἀναφερθεῖ στὴν ἀνακοίνωση: «Ἀνακοινοῦται ὅτι ἐντὸς τῶν πλαισίων τῆς προετοιμασίας τῆς ἀποφασισθείσης ἀπονομῆς αὐτοκεφάλου καθεστῶτος εἰς τὴν ἐν Οὐκρανίᾳ Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἐξωνόμασεν ὡς Ἐξάρχους αὐτοῦ ἐν Κιέβῳ τὸν Πανιερώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Παμφίλου κ. Δανιήλ, ἐξ Ἀμερικῆς, καὶ τὸν Θεοφιλέστατον Ἐπίσκοπον Edmonton κ. Ἱλαρίωνα, ἐκ Καναδᾶ, ἀμφοτέρους διακονοῦντας τοὺς ἐν ταῖς χώραις αὐταῖς Οὐκρανοὺς Ὀρθοδόξους ὑπὸ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον».

Καθησυχαστικὸ τὸ Κρεμλίνο

.                 Μὲ μία πολὺ προσεκτικὴ δήλωση τὸ Κρεμλίνο πῆρε θέση στὸ ζήτημα ποὺ ἔχει ἀνακύψει γιὰ τὸ αὐτοκέφαλο τῆς οὐκρανικῆς ἐκκλησίας, μεταξύ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. «Ἡ προτιμώμενη λύση εἶναι ἡ διατήρηση τῆς ἑνότητας», δήλωσε χαρακτηριστικὰ ὁ Ντμίτρι Πεσκόφ.
.                 Εἰδικότερα, σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα μεταδίδει τὸ πρακτορεῖο Tass, σχολιάζοντας τὸ ζήτημα, o ἐκπρόσωπος τοῦ Κρεμλίνου σημείωσε ὅτι ὑπάρχει ἡ ἀνάγκη νὰ παραμείνει ἑνωμένη ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία, τονίζοντας ὅτι τὸ ρωσικὸ κράτος παρακολουθεῖ τὶς ἐξελίξεις, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ οὐσιαστικὰ νὰ παρέμβει.
.                 «Μᾶς προκαλεῖ ἀνησυχία ἡ πληροφορία γιὰ τὶς πιθανὲς λύσεις σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας. Ἀλλὰ τὴν ἴδια ὥρα αὐτὰ τὰ ζητήματα ἅπτονται τοῦ ἐνδοεκκλησιαστικοῦ διαλόγου, εἶναι ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, καὶ βεβαίως τὸ κράτος δὲν μπορεῖ νὰ παρέμβει σὲ αὐτά. Γιὰ τὴν Μόσχα καὶ γιὰ ὁλόκληρο τὸν ὀρθόδοξο κόσμο, τὸ μόνο προτιμώμενο σενάριο εἶναι ἀναμφίβολα ἡ διατήρηση τῆς ἑνότητας» δήλωσε ὁ Πεσκόφ.

ΚΑΙΡΙΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ «ΤΗΣ ΘΕΛΗΣΕΩΣ» ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟ «Ἡ θέληση δὲν συνδέεται μὲ τὸ πρόσωπο, ἀλλὰ μὲ τὴν φύση».

 

 

Ἀπόσπασμα σπουδαίου θεολογικοῦ μελετήματος 
ὑπὸ τὸν τίτλο

Βουλησιοκρατικς (βολονταριστικς) περσοναλισμς

Τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου  Ἱεροθέου 

.             Ὁ Ἄρειος καὶ οἱ Ἀρειανοὶ συνέδεαν τὴν φύση μὲ τὴν ἀνάγκη, καὶ τὴν βούληση μὲ τὸ πρόσωπο.  Ἔτσι, ὑποστήριζαν ὅτι ὁ Πατὴρ δὲν μπορεῖ νὰ γεννήση τὸν Λόγο κατὰ φύση, γιατί αὐτὸ σημαίνει κατ᾽ ἀνάγκη σχέση, ἀλλὰ Τὸν δημιουργεῖ κατ᾽ ἐνέργεια καὶ κατὰ βούληση καὶ γι᾽ αὐτὸ εἶναι κτίσμα.
.            Οἱ Πατέρες, ὅμως, ἀντέδρασαν σὲ αὐτὴν τὴν αἱρετικὴ ἄποψη καὶ δίδαξαν ὅτι τὸ κατὰ φύση δὲν σημαίνει κατ᾽ ἀνάγκη καὶ ὅτι ἡ ἐνέργεια καὶ ἡ βούληση εἶναι τῆς φύσεως.
.         Μερικοὶ σύγχρονοι θεολόγοι συλλαμβάνονται νὰ ἔχουν παρόμοιες μὲ τοὺς ἀρειανοὺς ἀντιλήψεις, δηλαδὴ ταυτίζουν τν φύση μ τν νάγκη κα συνδέουν τ πρόσωπο μ τν βούληση κα φθάνουν σὲ πίθανα συμπεράσματα καὶ πίστευτους θεολογικος κροβατισμούς.
.            Γιὰ παράδειγμα, ὑποστηρίζεται ὅτι οἱ Πατέρες «αὐτὸ ποὺ μαρτυροῦν εἶναι ἡ ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν θεότητά του, ἡ δυνατότητά του νὰ ἐνανθρωπίζει, νὰ ὑπάρχει μὲ τὸν τρόπο τοῦ ἀνθρώπου ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε προκαθορισμὸ τόσο τοῦ τρόπου τῆς θεότητας ὅσο καὶ τοῦ τρόπου τῆς ἀνθρωπότητας» (Χρῆστος Γιανναρᾶς).
.            Ἐπίσης ὑποστηρίζεται ὅτι «τὸ ἐλεύθερο θέλημα τοῦ Πατρὸς εἶναι αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο πηγάζει ἡ τριαδικὴ ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ, ὑποστασιάζεται ἡ οὐσία σὲ τριαδικὸ Θεό… Ἡ ἔννοια τῆς βουλήσεως ἔχει ἀκριβῶς τὴν ἔννοια τῆς ἐπιλογῆς» (Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας).
.            Ὅσοι ἔχουν παρόμοιες ἀντιλήψεις δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων, αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ θέληση-βούληση εἶναι φυσική, δηλαδὴ εἶναι τῆς φύσεως –ὄχι τοῦ προσώπου–, καὶ ὅτι ἡ προαίρεση διαφέρει ἀπὸ τὴν θέληση-βούληση. Ἔτσι, φθάνουν στὸν βουλησιοκρατικὸ (βολονταριστικὸ) περσοναλισμό, ποὺ ἐμπεριέχει τὰ σπέρματα τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Γι᾽ αὐτό, ὁ λόγος γιὰ τὴν θέληση καὶ τὴν προαίρεση σχετικὰ μὲ τὸ φυσικὸ καὶ γνωμικὸ θέλημα εἶναι σημαντικὸς καὶ ἐπίκαιρος.
.            Ἡ θέληση ἀποτελεῖ κεντρικὸ θέμα στὴν Χριστολογία καὶ τὴν ἀνθρωπολογία. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετώπισαν τὸ θέμα αὐτὸ στὴν Χριστολογία καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπεκτάθηκαν καὶ στὴν ἀνθρωπολογία.
.            Ἐπειδὴ ἀνεφύησαν μερικοὶ αἱρετικοὶ μονοφυσίτες καὶ μονοθελῆτες, ποὺ ὑποστήριζαν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε μία φύση καὶ μία θέληση, γι᾽ αὐτὸ οἱ Πατέρες δογμάτισαν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε δύο φύσεις καὶ δύο ἐνέργειες –θεία καὶ ἀνθρωπίνη– σὲ μία ὑπόσταση, στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου.
.            Ἡ θέληση δὲν συνδέεται μὲ τὸ πρόσωπο, ἀλλὰ μὲ τὴν φύση, γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς εἶχε δύο θελήσεις –θεία καὶ ἀνθρώπινη– σὲ ἕνα πρόσωπο-ὑπόσταση.
.            Προκειμένου οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας νὰ τεκμηριώσουν αὐτὴν τὴν θεολογικὴ ἀλήθεια ἔκαναν ἀναλύσεις γιὰ τὸ τί εἶναι ἡ θέληση στὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἂν ἡ θέληση ἔχη σχέση μὲ τὴν φύση ἢ τὸ πρόσωπο.

[…]

.                Κατὰ συνέπειαν, ὁ βολονταριστικὸς περσοναλισμός, ποὺ κυριαρχεῖ ἐν πολλοῖς στὶς ἡμέρες μας εἶναι ξένος πρὸς τὴν ὀρθόδοξη θεολογία. Ἀκόμη, ἡ φύση δὲν συνδέεται μὲ τὴν ἀνάγκη, ὥστε νὰ συνδεθῆ ἡ ὑπόσταση-πρόσωπο μὲ τὴν θέληση.
.                Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο «οὐ μόνον ἡ θεία καὶ ἄκτιστος φύσις οὐδὲν ἠναγκασμένον ἔχει φυσικόν, ἀλλ᾽ οὐδὲ ἡ νοερὰ καὶ κτιστή». Σὲ μᾶς ὑπάρχει κατὰ φύση ἡ λογικὴ ὄρεξη, «ἤγουν θέλειν, καὶ λογίζεσθαι βουλεύεσθαί τε καὶ ζητεῖν, καὶ σκέπτεσθαι, καὶ βούλεσθαι, καὶ κρίνειν, καὶ διατίθεσθαι, καὶ αἱρεῖσθαι, καὶ ὁρμᾶν, καὶ κεχρῆσθαι».
.                Αὐτὸ σημαίνει ὅτι «οὐκ ἄρα ἠναγκασμένα τὰ τῶν νοερῶν φυσικά». Βέβαια, δὲν εἶναι τὸ ἴδιο «τὸ τοῦ θέλοντος θέλημα καὶ τὸ θελητόν», ἢ ἡ θέληση καὶ ὁ θέλων, ὅπως δὲν εἶναι τὸ ἴδιο «τὸ θέλειν καὶ τὸ πῶς θέλειν». Πάντως, ἐκεῖνο ποὺ σημειώνεται ἐδῶ εἶναι ὅτι δὲν ταυτίζεται ἡ φύση μὲ τὴν ἀνάγκη, οὔτε ἡ θέληση-βούληση μὲ τὸ πρόσωπο, ἀφοῦ ἡ θέληση εἶναι δύναμη τῆς φύσεως.
.                Ἔπειτα, τὸ γνωμικὸ θέλημα, δηλαδὴ ἡ δυνατότητα τῆς προαιρέσεως, τῆς ἐπιλογῆς μεταξὺ δύο ἀντιθέτων πραγμάτων, συνιστᾶ ἀδυναμία τῆς φύσεως.
.                Ὁ Χριστὸς προσέλαβε σύνολη τὴν ἀνθρώπινη φύση, καὶ τὴν προαίρεση, ἀλλὰ τὴν ἔκανε ἄτρεπτη καί, βεβαίως, ἡ προαίρεση τῶν ἁγίων κατὰ τὴν ἄλλη ζωὴ δὲν θὰ ἐκφράζεται, γιατί δὲν θὰ ὑπάρχουν ἀντίθετα πράγματα προκειμένου νὰ κάνουν ἐπιλογή.
.                Ἑπομένως, λεγομένη λευθερία βούληση-θέληση το προσώπου, γι τν ποία γίνεται πολς λόγος στς μέρες μας, δν εναι βάση τς ρθοδόξου θεολογίας κα σωτηριολογίας, φοῦ ὁ νθρωπος καλεται π τ κατ᾽ εκόνα ν φθάση στ καθ᾽ μοίωση, ὁπότε θ λειτουργῆ ἡ ρεξη (ρμ) τς φύσεως πρς τν Θε κα θὰ δρανοποιηθῆ  δυνατότητα τς προαιρέσεως, λόγῳ τς πουσίας τν ντιθέτων.
.                Ἔτσι, ἡ βάση τῆς ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας εἶναι τὸ κατ᾽ εἰκόνα καὶ τὸ καθ᾽ ὁμοίωση, ποὺ ἐνεργοποιοῦνται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν πρέπει νὰ βλέπη κανεὶς τὴν θέληση-βούληση καὶ τὴν προαίρεση, καὶ ὄχι μέσα ἀπὸ τὴν φιλοσοφικὴ καὶ ὑπαρξιακὴ ἔννοια τοῦ προσώπου καὶ τοῦ περσοναλισμοῦ.

ΠΗΓΗ: Romfea.g

Η «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ-ΘΕΛΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ» ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ-1

 

 

«λευθερία τς βούλησης – θέλησης το προσώπου»
κατ
τν φιλοσοφία κα τν πατερικ θεολογία

[Α´]

 Τοῦ  Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου
(γιὰ τὴν Romfea.gr)

.              Τὸ θέμα τῆς ἐλευθερίας τῆς βούλησης ἢ τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου, ὅπως παρουσιάζεται στὶς ἡμέρες μας, δὲν στηρίζεται στὴν πατερικὴ-ὀρθόδοξη θεολογία, ἀλλὰ εἶναι κυρίως ὑπόθεση τῆς σύγχρονης φιλοσοφίας καὶ μεταφέρεται ἀπὸ μερικοὺς στὴν θεολογία.
.              Θὰ ἐντοπισθοῦν μερικὰ σημεῖα γύρω ἀπὸ τὸ σοβαρὸ αὐτὸ θέμα, γιὰ νὰ φανῆ τὸ πρόβλημα ποὺ παρουσιάζεται ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τῆς πατερικῆς θεολογίας καὶ οἱ συνέπειες ποὺ ἔχει αὐτὴ ἡ θεωρία στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή.

 1. Ἡ θέληση-βούληση στὴν δυτικὴ θεολογία καὶ φιλοσοφία

.              Ὁ καθηγηγὴς Γεώργιος Παναγόπουλος, ἀναλύοντας τὰ σχετικὰ μὲ τὴν δυτικὴ θεολογία, ἐπισημαίνει ὅτι ὁ σχολαστικὸς θεολόγος Ἰωάννης Δοὺνς Σκῶτος, ἐκφραστὴς τῆς Φραγκισκανικῆς θεολογίας, εἰσήγαγε τὸν βολονταρισμὸ (βουλησιοκρατία) σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ὀντολογία τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη.
.              Ὁ Δοὺνς Σκῶτος ἔκανε λόγο γιὰ τὴν «θεία παντοδυναμία», τὴν «ἀπόλυτη ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπουσία κάθε ἐξαναγκασμοῦ ἀπὸ τὸ θεῖο εἶναι». Μὲ αὐτὴν τὴν ἄποψη ἄνοιξε «μιὰ καινούργια ἀτραπὸ σκέψης στὴν δυτικὴ θεολογία», ἀφοῦ «τὸ βουλητικὸ στοιχεῖο ἀνατιμᾶται σὲ σχέση μὲ τὸ ὀντολογικὸ» καὶ προοιώνισε «ἕνα ἀπὸ τὰ κεντρικὰ αἰτήματα τῆς Μεταρρύθμισης, τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία καὶ προτεραιότητα τοῦ Θεοῦ στὸ ζήτημα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου».
.              Ἔτσι, ὁ βολονταρισμὸς-βουλησιοκρατία ἀπὸ τὴν σχολαστικὴ θεολογία πέρασε στὴν Μεταρρύθμιση καὶ τὸν Προτεσταντικὸ κόσμο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔφθασε καὶ στὴν δυτικὴ φιλοσοφία, στὴν ὁποία ἄλλοτε γίνεται λόγος γιὰ τὴν προτεραιότητα τῆς ὀντολογίας καὶ ἄλλοτε γιὰ τὴν προτεραιότητα τῆς βουλησιοκρατίας.
.              Ὁ καθηγητὴς Θεοδόσης Πελεγρίνης κάνοντας λόγο γιὰ τὴν βουλησιοκρατία (voluntarism) γράφει ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ φιλοσοφικὸ ἐκεῖνο σύστημα «στὸ ὁποῖο πρωτεύοντα λόγο διαδραματίζει ἡ βούληση, κατ᾽ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὸ λόγο».  Ἐπίσης, γράφει ὅτι ἐνῶ οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι ἀντιμετώπιζαν τὰ διάφορα ζητήματα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσαν ἔχοντας ὡς γνώμονα τὸν λόγο, ὁ Ἀριστοτέλης ἔδωσε ἰδιαίτερη σημασία στὸν ρόλο τῆς βουλήσεως «στὸ πλαίσιο τοῦ πρακτικοῦ συλλογισμοῦ». Ὅμως, ἰδιαίτερα στὴν νεώτερη ἐποχὴ διάφοροι φιλόσοφοι, ὅπως ὁ Ντεκάρτ, ὁ Κάντ, ὁ Σοπενχάουερ, ὁ Νίτσε καὶ ὁ Γουίλιαμ Τζέϊμς, δίνουν μεγάλη σημασία στὴν βούληση καὶ μάλιστα στὴν ἐλευθερία τῆς βουλήσεως.
.              Κατὰ τὸν Σωκράτη Γκίκα ἡ βουλησιοκρατία ὑποστηρίζει ὅτι «ἡ βούληση ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, τὸ πιὸ δυναμικό της στοιχεῖο, γιατί κατευθύνει τὴν δράση τοῦ ἀτόμου. Ἡ νόηση καὶ τὸ συναίσθημα ἔρχονται σὲ δεύτερη μοίρα».
.              Ἡ ψυχολογικὴ βουλησιοκρατία ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τὸν Βούντ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ βούληση ἐπιδιώκει νὰ πραγματοποιήση τοὺς σκοποὺς ποὺ ἐπιλέγει ἡ νόηση, καὶ τὸ συναίσθημα ἢ παρωθεῖ τὴν βούληση ἢ στέκεται ἐμπόδιο στὴν βουλητικὴ προσπάθεια.
.              Ἐπίσης, ἀπὸ τὸν Σοπενχάουερ ὑποστηρίχθηκε «ὁ μεταφυσικὸς βουλητισμός», σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὑπάρχει «ἡ παγκόσμια τυφλὴ βούληση», ἀφοῦ «ὅλα στὸν κόσμο κατευθύνονται ἀπὸ τὴν θεϊκὴ βούληση» καὶ ἡ ὁποία «βρίσκεται πίσω ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς καὶ βιολογικοὺς νόμους». Ἐπίσης, ἡ ἐλευθερία, κατὰ τὴν σύγχρονη φιλοσοφία, εἶναι «ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου ἢ μίας ὁμάδας νὰ αὐτοορίζεται, νὰ μὴν πιέζεται ἢ καταδυναστεύεται, νὰ κινεῖται ὅπως θέλει, νὰ ἀναπτύσσει δράση, νὰ πραγματώνει τοὺς σκοποὺς ποὺ θέλει». Ὁ Κὰντ ἔκανε λόγο γιὰ «τὴν ἠθικὴ ἐλευθερία» ὡς δυνατότητα ἐπιλογῆς.  Ὁ Φίχτε ὁμίλησε «γιὰ τὴν ἀπεριόριστη ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, τελικὰ ὅμως θεώρησε μία τέτοια ἐλευθερία ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ». Ὁ Σάρτρ ὑποστήριζε ὅτι «ἡ ἐλευθερία ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης», εἶναι ἀσταμάτητη καὶ «ὁ ἄνθρωπος εἶναι καταδικασμένος σὲ ἐλευθερία», ἀφοῦ «μὲ τὴν ἐλευθερία του δημιουργεῖ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ μηδέν».
.           Ἀκόμη, ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ψυχολογικὴ ἄποψη «εἶναι ἡ ἀπουσία ἐσωτερικῶν συγκρούσεων, συμπλεγμάτων, ἔμμονων ἰδεῶν καὶ συνηθειῶν, καταναγκαστικῶν πράξεων καὶ ψυχαναγκαστικῶν τάσεων».

.              Εἶναι φανερὸ ὅτι γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν βούληση τοῦ ἀτόμου ἢ τοῦ προσώπου ἔγινε ἰδιαίτερος λόγος τὰ τελευταῖα χρόνια ἀπὸ πλευρᾶς φιλοσοφίας, ὑπαρξισμοῦ καὶ ψυχολογίας, γιατί παραβιάζονταν τὰ ἀτομικὰ δικαιώματα ἀπὸ ποικιλώνυμες ἐξουσίες. Κανεὶς δὲν ἀρνεῖται τὴν ἀξία τῆς κοινωνικῆς ἐλευθερίας καὶ τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ καθήκοντα, καὶ μάλιστα σὲ περιόδους ποὺ καταπιέζονται οἱ πολίτες. Τὸ πρόβλημα ὅμως εἶναι ὅταν σύγχρονοι θεολόγοι ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὰ ρεύματα αὐτὰ καὶ προσπαθοῦν νὰ δοῦν τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου μέσα ἀπὸ τὴν προοπτική τῆς ἐλεύθερης βούλησης καὶ κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀλλοιώνεται ἢ ὑπονομεύεται ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου.

 2. Ἡ θέληση στὴν ὀρθόδοξη θεολογία

.              Τὸ θέμα τῆς βούλησης-θέλησης ἐτέθη ἐπανειλημμένως στὶς θεολογικὲς συζητήσεις ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα καὶ μετά, ὅταν τὸ ρεῦμα τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας εἰσῆλθε μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὁπότε οἱ Πατέρες προσπάθησαν νὰ ἀντικρούσουν τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία, γιὰ νὰ κατανοήσουν τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τὸ δόγμα τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστό.
.              Κυρίως ὅμως δυὸ φορὲς ἔγινε σοβαρὴ συζήτηση καὶ ἐλήφθησαν ἀποφάσεις. Τὴν πρώτη φορὰ ἦταν κατὰ τὸν 4ο αἰώνα καί, βεβαίως, ἀπεφάνθη ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Τότε συζητήθηκε τὸ θέμα ἐὰν ὁ Πατὴρ ἐγέννησε τὸν Λόγο ἀπὸ τὴν οὐσία Του, ὁπότε εἶναι ὁμοούσιος καὶ ἄκτιστος, ἢ ἐὰν ὁ Λόγος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὴν βούληση τοῦ Πατρός, ὅπως ὅλη ἡ κτίση, ὅποτε ἦταν κτίσμα.
.              Ὁ ὅρος τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶναι σαφής: «Καὶ εἰς ἕναν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, γεννηθέντα ἐκ τοῦ Πατρὸς μονογενῆ, τουτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός». Αὐτὸ στρεφόταν ἐναντίον τῶν Ἀρειανῶν, ποὺ ὑποστήριζαν ὅτι ὁ Χριστὸς «οὐκ ἐστιν ἴδιος τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», ἀλλὰ εἶναι κτίσμα καὶ δημιουργήθηκε ἐν χρόνῳ «ἀλλότριος δὲ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρὸς καὶ τρεπτὸς καὶ ἀλλοιωτὸς τὴν φύσιν».
.              Στὶς ἀποφάσεις τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς προσθῆκες στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἔγινε ἀλλαγὴ ὁρολογίας (ἐπειδὴ διακρίθηκε ἡ ὑπόσταση ἀπὸ τὴν οὐσία), δὲν ἔγινε ὅμως ἀλλαγὴ θεολογίας.  Στὸ τελικὸ κείμενο δὲν ὑπάρχει τὸ «τουτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», ἀλλὰ σαφέστατα ὑπονοεῖται, ἄλλωστε ὑπάρχει ἡ λέξη «ὁμοούσιος», καὶ ὁπωσδήποτε οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι ὁ Υἱὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα ἐκ τῆς οὐσίας Του καὶ δὲν εἶναι δημιούργημα τῆς βουλήσεώς Του. Ὁ Πατὴρ εἶναι αἴτιος τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ κατὰ τὴν εὔστοχη φράση τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη: «ὁ Πατὴρ κοινωνεῖ τὴν οὐσία Του στὸν Υἱὸ διὰ τῆς γεννήσεως καὶ στὸ Ἅγιον Πνεῦμα διὰ τῆς ἐκπορεύσεως».

.              Τὴν δεύτερη φορὰ ποὺ ἔγινε συζήτηση γιὰ τὴν θέληση ἦταν τὸν 7ο αἰώνα καὶ μάλιστα στὴν Χριστολογία. Οἱ Μονοθελῆτες ἔλεγαν ὅτι στὸν Χριστὸ ὑπάρχει μία θέληση. Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητὴς δίδασκαν ὅτι ἡ θέληση καὶ ἡ ἐνέργεια εἶναι γνωρίσματα τῆς φύσεως, καὶ ἐφ᾽ ὅσον ὁ Χριστὸς ἔχει δύο φύσεις, ἔχει καὶ δύο θελήσεις, τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρωπίνη. Ἔτσι, κάθε φύση στὸν Χριστὸ ἤθελε καὶ ἐνεργοῦσε τὰ δικά της, ἀλλὰ σὲ κοινωνία μὲ τὴν ἄλλη, ἑνωμένες στὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου.
.              Ὁ ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητὴς ἀναπτύσσοντας τὸ θέμα τῶν δύο θελήσεων στὸν Χριστὸ θὰ πῆ ὅτι τὸ θέλημα θὰ εἶναι ἢ φυσικὸ ἢ ὑποστατικὸ ἢ παρὰ φύσιν. Ἂν τὸ θέλημα χαρακτηριστῆ ὑποστατικό, τότε ὁ Χριστὸς θὰ παρουσιασθῆ «ἐτερόβουλος» ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀφοῦ τὸ ὑποστατικὸ θέλημα θὰ εἶναι γνώρισμα μόνον τῆς ὑπόστασης. Ἂν τὸ θέλημα τὸ χαρακτηρίσουν παρὰ φύσιν, τότε δογματίζουν τὴν ἔκπτωση τῶν οὐσιῶν, ἀφοῦ τὰ παρὰ φύσιν εἶναι φθαρτικὰ τῶν κατὰ φύσιν. Ἑπομένως, τὸ θέλημα εἶναι φυσικό, δηλαδὴ εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς φύσεως, καὶ ὄχι ὑποστατικό, δηλαδὴ δὲν εἶναι χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς ὑπόστασης.
.              Πάνω στὸ θέμα αὐτὸ ἀποφάνθηκε ἡ ϛ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία μεταξὺ τῶν ἄλλων, δογμάτισε:  «Καὶ δύο φυσικὰς θελήσεις, ἤτοι θελήματα ἐν αὐτῷ, καὶ δύο φυσικὰς ἐνεργείας ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως κατὰ τὴν τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκαλίαν ὡσαύτως κηρύττομεν.  Καὶ δύο μὲν φυσικὰ θελήματα οὐχ ὑπεναντία, μὴ γένοιτο, καθὼς οἱ ἀσεβεῖς ἔφησαν αἱρετικοί, ἀλλ᾽ ἑπόμενον τὸ ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καὶ μὴ ἀντιπῖπτον, ἢ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μὲν οὖν καὶ ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καὶ πανσθενεῖ θελήματι…».  Ὁ Χριστὸς ἔχει δύο φυσικὰ θελήματα στὸ ἕνα πρόσωπό Του, τὰ ὁποῖα φυσικὰ θελήματα δὲν ἀντιπαλαίουν μεταξύ τους. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τ θέλημα δν εναι γνώρισμα το προσώπου, γιατί τότε Χριστς θ εχε να θέλημα, λλ εναι διότητα τς φύσεως.
.              Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀποδέχονται πλήρως τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ γι᾽ αὐτὸ κάνουν τὴν διάκριση μεταξὺ θελήσεως-βουλήσεως ποὺ συνδέεται μὲ τὴν φύση, καὶ τῆς προαιρέσεως, ποὺ κάνει τὴν ἐπιλογὴ στοὺς ἀνθρώπους. Δηλαδή, στος Πατέρες θέληση-βούληση δν εναι ἡ λευθερία, πως τν ρίζουν ο σύγχρονοι φιλόσοφοι κα φιλοσοφοντες θεολόγοι.
.              Γιὰ νὰ μὴ γίνη καμμία σύγχυση καὶ παρεξήγηση στὰ ὅσα θὰ λεχθοῦν στὴν συνέχεια, πρέπει νὰ σημειωθῆ ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, δὲν ὑπάρχει ὑπόσταση χωρὶς οὐσία, οὔτε οὐσία χωρὶς ὑπόσταση, ἀλλὰ ἡ ὑπόσταση-πρόσωπο ὁρίζεται ὡς οὐσία μὲ τὰ ἰδιώματα. Ἔτσι, ἡ ἐνέργεια εἶναι οὐσιώδης κίνηση τῆς φύσης, ἀλλὰ ὁ ἐνεργῶν εἶναι τὸ πρόσωπο. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀποφαίνεται: «ἄλλο ἐστὶν ἐνέργεια καὶ ἄλλο ἐνεργητικὸν καὶ ἄλλο ἐνέργημα καὶ ἄλλο ἐνεργῶν». Ἐνέργεια εἶναι «ἡ δραστικὴ καὶ οὐσιώδης τῆς φύσεως κίνησις». Ἐνεργητικὸ εἶναι «ἡ φύσις ἐξ ἧς ἡ ἐνέργεια πρόεισιν». Ἐνέργημα εἶναι «τὸ τῆς ἐνεργείας ἀποτέλεσμα». Καὶ ἐνεργῶν εἶναι «ὁ κεχρημένος τῇ ἐνεργείᾳ ἤτοι ἡ ὑπόστασις».
.              Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς δίνει τοὺς ὁρισμοὺς γιὰ τὴν θέληση, τὴν βούληση, τὸ θελητό, τὸ θελητικὸ καὶ τὸν θέλοντα. Θέληση εἶναι «ἡ ἁπλὴ δύναμις τοῦ θέλειν». Βούληση εἶναι «ἡ περί τι θέλησις», δηλαδὴ ἡ θέληση γιὰ κάτι. Θελητὸ εἶναι «τὸ ὑποκείμενον τῇ θελήσει πράγμα». Χρησιμοποιεῖ ἕνα παράδειγμα γιὰ νὰ δείξη τὴν διαφορά. Ἡ ἁπλὴ ὄρεξη γιὰ βρώση εἶναι ἡ θέληση, ἡ ὄρεξη πρὸς βρώση εἶναι ἡ βούληση, ἡ τροφὴ εἶναι τὸ θελητό. Ἀκόμη, θελητικὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχει τὴν θελητικὴ δύναμη, ὅπως ὁ ἄνθρωπος. Καὶ θέλων εἶναι «ὁ κεχρημένος τῇ θελήσει».
.              Ἔχοντας ὑπ᾽ ὄψιν τὶς βασικὲς θεολογικὲς αὐτὲς ἀρχές, γνωρίζουμε ὅτι ἡ θέληση εἶναι ὄρεξη τῆς μιᾶς ἑνιαίας φύσεως καὶ κοινὴ στὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλὰ θέλων εναι κα τ τρία πρόσωπα τς γίας Τριάδος. Ἔτσι, ὁ θέλων εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός, ἡ θέληση ἀνάγεται στὴν φύση, ὅμως ἡ θεία φύση εἶναι ἀδιανόητη χωρὶς τὶς ὑποστάσεις καὶ τὸ ἀντίστροφο.  Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ αἰτιότητα τοῦ Πατρός, ὅτι αὐτὸς εἶναι αἴτιος τῆς ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν θέληση, ἡ ὁποία εἶναι κοινὴ στὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀφοῦ κοινὴ εἶναι ἡ φύση καὶ ἡ ἐνέργεια.
.              Ἐπίσης, στὸν ἄνθρωπο ὑπάρχει ἡ βούληση τῆς φύσης καὶ ἡ προαίρεση «ἤγουν ἐπιλογὴ» ἀνάμεσα σὲ δύο διαφορετικὰ πράγματα. Ἔτσι, ὑφίσταται διαφορὰ μεταξὺ βούλησης καὶ προαίρεσης στὸν ἄνθρωπο. Ὅμως, στὸν Θεὸ «βούλησιν μὲν λέγομεν, προαίρεσιν δὲ κυρίως οὐ λέγομεν· οὐ γὰρ βουλεύεται ὁ Θεός».
.              Οὔτε ἀκόμη μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ εἶχε βουλὴ ἢ προαίρεση, γιατί δὲν εἶχε ἄγνοια καὶ γνωμικὸ θέλημα, λόγῳ τῆς ἑνώσεως τῆς ἀνθρώπινης μὲ τὴν θεία φύση στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου.  Ἔτσι, ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ δὲν ἦταν ἐναντίον τοῦ θείου θελήματος οὔτε παρὰ τὸ θεῖον θέλημα.

 3. Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ
γιὰ τὴν ἐλευθερία, τὴν θέληση καὶ τὴν προαίρεση

.              Ἀναλύοντας τὸ θέμα τῆς ἐλευθερίας τῆς θέλησης καὶ τῆς προαίρεσης, θὰ περιορισθῶ στὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ὁ ὁποῖος ἰδιαιτέρως κωδικοποίησε τὴν θεολογία τοῦ σοβαροῦ αὐτοῦ θέματος.
.              Κατ᾽ ἀρχὰς ὁ ἅγιος Μάξιμος δὲν κάνει ἰδιαίτερο λόγο γιὰ τὴν ἐλευθερία μὲ τὴν ἔννοια ποὺ τὴν ἐκλαμβάνουν οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι. Στὰ σχόλιά του στὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου «περὶ θείων ὀνομάτων» κάνει λόγο γιὰ τὸν σκοπὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ γράφει: «ἁμαρτίαν γὰρ πάντῃ ἁγνοήσας, κατηξίωσεν ὑπὲρ ἠμῶν, μὴ ἐκστὰς τῶν οἰκείων, ἀναμαρτήτως ἁμαρτία διὰ τῆς δι᾽ ἑαυτοῦ ἡμῶν υἱοθεσίας εἰς τὴν ἀρχαίαν ἐπαναγάγῃ ἐλευθερίαν». Εἶναι προφανὲς ὅτι οἱ Πατέρες δὲν ἀναφέρονται στὴν «ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν θεότητά Του», μὲ τὴν «δυνατότητά Του νὰ ἐνανθρωπίζει», ἀφοῦ ὁ Χριστός, γενόμενος ἄνθρωπος, δὲν ἐξίσταται τῆς θείας φύσεώς Του, «τῶν οἰκείων». Δηλαδὴ οἱ ἅγιοι Πατέρες δὲν προσδιορίζουν τὴν ἐλευθερία ὡς δυνατότητα ἐκστάσεως ἀπὸ τὴν θεία φύση, ἀλλὰ κάνουν λόγο γιὰ τὴν ἐπάνοδο τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀρχαία ἐλευθερία, ποὺ εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό.
.              Καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τῆς διδασκαλίας του ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς κάνει λόγο γιὰ τὴν ἐλευθερία ὄχι ὡς δικαίωμα ἢ δυνατότητα ἐπιλογῆς, ἀλλὰ ὡς ἀναμαρτησία, ὡς ἐλευθερία ἀπὸ τὰ πάθη.
.              Ἀναφερόμενος στὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ γράφει: «τῇ μὲν γενέσει φυσικῶς εἰς ταὐτὸν τῷ ἀνθρώπῳ κατὰ τὴν ζωτικὴν ἀγόμενος ἔμπνευσιν, ἐξ ἧς τὸ κατ᾿ εἰκόνα λαβὼν ὡς ἄνθρωπος ἄπρατον διέμεινεν ἔχων τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀναμαρτησίας καί ἄχραντον». Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνθρώπου ἦταν ἐλεύθερη, ἀπαθής, αὐτοπροαίρετη καὶ ἁγνή. Ἀκόμη, συνδέει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ «ἀνείδεον κάλλος».  Ὅμως, σὲ ἄλλο σημεῖο ὁμιλεῖ γιὰ τὸ ὅτι δοῦλος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐπιλέγει τὰ πάθη, ἐνῶ ἀντίθετα ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἀρετὴ εἶναι «ψυχῆς ἐλευθερία».
.              Ἔπειτα, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἐνῶ δὲν κάνει λόγο γιὰ ἐλευθερία, ἀλλὰ ὁμιλεῖ γιὰ προαίρεση, ὅμως θεωρεῖ ὅτι ἡ προαίρεση δὲν εἶναι θέληση-βούληση, ἡ ὁποία εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως, ἀλλὰ εἶναι ὄρεξη διασκεπτικὴ γιὰ ὅσα ἐξαρτῶνται ἀπὸ μᾶς, δηλαδὴ ἡ προαίρεση εἶναι ἕνα κράμα, ἀπὸ ὄρεξη, βουλὴ καὶ κρίση. Γράφει: «τὴν προαίρεσιν ὄρεξιν βουλευτικὴν τῶν ἐφ᾽ ἡμῖν. Οὐκ ἔστι οὖν προαίρεσις ἡ θέλησις», «ἡ προαίρεσις ὀρέξεως καὶ βουλῆς καὶ κρίσεως σύνοδος» «οὐκ ἔστιν οὖν θέλησις ἡ προαίρεσις». Ἐπίσης, κάνει λόγο γιὰ τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὴν θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀμέσως μὲ τὴν πρόσληψή της, ὁδήγησε τὴν προαίρεση σὲ ἀτρεψία, πράγμα τὸ ὁποῖο τὸ ζοῦν ἐν Χριστῷ καὶ οἱ ἅγιοι.
.              Ἑπομένως, στὴν πατερικὴ διδασκαλία, ἀπ᾽ ὅ,τι γνωρίζω, δὲν ἀνευρίσκεται ἡ ἔκφραση «ἐλευθερία τῆς βούλησης» ἢ «ἐλεύθερη βούληση τοῦ προσώπου», ἀφοῦ ἡ βούληση εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως, ἐνῶ ἡ προαίρεση συνδέεται μὲ τὸ πρόσωπο-ὑπόσταση, καὶ αὐτὸ ἐξηγεῖται μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ ὅ,τι στὴν σύγχρονη φιλοσοφία. Καὶ ὁπωσδήποτε ἡ πατερικὴ διδασκαλία περὶ ἐλευθερίας καὶ προαιρέσεως δὲν μπορεῖ νὰ συνδυασθῆ μὲ τὴν ἐλευθερία, ὅπως τὴν χαρακτηρίζει ἡ σύγχρονη φιλοσοφία καὶ ἡ σύγχρονη φιλοσοφοῦσα θεολογία.
.            Θὰ πρέπει νὰ δοῦμε μὲ συντομία ὅλα αὐτὰ στὴν Τριαδολογία, τὴν Χριστολογία καὶ τὴν ἀνθρωπολογία, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ποὺ ἔκανε μεγάλο ἀγώνα γιὰ τὰ θέματα αὐτά.

 .              Εἰσαγωγικὰ πρέπει νὰ σημειωθῆ ὅτι ὑπάρχουν πολλὰ χωρία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὶς σχέσεις μεταξὺ ὑποστάσεως, φύσεως καὶ ἐνεργείας, ὅμως ἐδῶ θὰ γίνη ἁπλῶς μία νύξη.
.              Ὁ Θεοδόσιος, Ἐπίσκοπος Καισαρείας τῆς Βιθυνίας, μεταξὺ ἄλλων, ὑποστήριζε ὅτι πρέπει νὰ λέμε «μίαν ἐνέργειαν τοῦ Χριστοῦ ὑποστατικήν», δηλαδὴ συνέδεε τὴν ἐνέργεια μὲ τὴν ὑπόσταση. Ὅμως, ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀπάντησε ὅτι μία τέτοια ἄποψη «μόνων γὰρ αἱρετικῶν πολυθεούντων ἐστιν». Ἡ ἐνέργεια εἶναι φυσικὴ καὶ ὄχι ὑποστατική.
.              Ὅταν κανεὶς ἀπονέμη ὑποστατικὲς ἐνέργειες στὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τότε ἡ μακαρία θεότητα θὰ ἔχη τέσσερεις ἐνέργειες, δηλαδὴ τρεῖς ἐνέργειες ποὺ χωρίζουν τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ μία φυσικὴ ἐνέργεια ποὺ δηλώνει τὴν κατὰ φύση κοινότητα τῶν τριῶν ὑποστάσεων. Ὅποιος ὑποστηρίζει μία τέτοια ἄποψη νοσεῖ τὴν νόσο τῆς τετραθεΐας. Ὅμως, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο οἱ Πατέρες διδάσκουν: «φυσικὴν γάρ, ἀλλ᾽ οὐχ ὑποστατικὴν πᾶσαν εἶναι ἐνέργειαν». Ἐννοεῖται ὅτι κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἀναφερόμαστε στὴν φυσικὴ καὶ ὄχι ὑποστατικὴ θέληση.

Η «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ-ΘΕΛΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ» ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ-2 (Καὶ οἱ ἐπικίνδυνες συνέπειες τοῦ περσοναλισμοῦ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ)

 

 

 «λευθερία τς βούλησης – θέλησης το προσώπου»
κατ
 τν φιλοσοφία κα τν πατερικ θεολογία

[B´]

 Τοῦ  Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου

Α´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/10/16/ἡ-ἐλευθερία-τῆς-βουλήσεως-θελήσεω/

.              Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴν τὴν εἰσαγωγικὴ παρατήρηση θὰ δοῦμε τὸ θέμα τῆς θελήσεως στὴν Τριαδολογία.

.              Τὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος δὲν ἔχουν προσωπικὴ ἐλευθερία ἢ ὑποστατικὴ ἐλευθερία, γιατί ἂν συνέβαινε αὐτό, τότε κάθε Πρόσωπο θὰ εἶχε τὸ δικό του θέλημα, τὴν δική του ἐλευθερία, πράγμα ποὺ θὰ διασποῦσε τὴν ἑνότητα τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ πόδοση τς θέλησης στ πρόσωπο προκειμένου νὰ ξασφαλισθῆ  «λευθερία το προσώπου» δημιουργε πρόβλημα τριθεΐας στν γία Τριάδα. Ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἀναφερόμενος στὴν Ἁγία Τριάδα, ἀποδίδει μὲ σαφήνεια τὴν θέληση στὴν φύση καὶ ὄχι στὸ πρόσωπο.  Γράφει ὅτι θ ρωτοσε εχαρίστως τος μονοθελτες ν Θες κα Πατρ λων θέλη,πειδ εναι Πατήρ,πειδ εναι Θεός, δηλαδν τ θέλημά Του συνδέεται μ τ πρόσωπο το Πατρς μ τν θεότητά Του.  Ἐὰν θέλη ἐπειδὴ εἶναι Πατήρ, τότε θὰ εἶναι ἄλλο τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς καὶ ἄλλο τὸ θέλημα τοῦ Υἱοῦ, γιατί εἶναι διαφορετικὰ πρόσωπα. Ἂν ὅμως θέλη ἐπειδὴ εἶναι Θεός, τότε ἐπειδὴ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι Θεοί, αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ θέλημα εἶναι τῆς φύσεως, δηλαδὴ εἶναι θέλημα φυσικό.
.              Ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικός, εἶναι τρία Πρόσωπα, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, τὰ ὁποία ἔχουν μία φύση, μία ἐνέργεια, μία θέληση, μία δόξα, μία βασιλεία. περσοναλιστικ φιλοσοφία κα θεολογία γκλωβίζεται στν ταύτιση φύσεως καὶ ναγκαιότητας κα γι᾽ ατ εναι ναπόφευκτη ἡ πόδοση τς θέλησης στ πρόσωπο καὶ ἡ ξ ατς ποτιθέμενη «ν λευθερί» βουλητικ γέννηση το Υο κα βουλητικὴ κπόρευση τοῦ γίου Πνεύματος π τν Θε Πατέρα, ἡ ποία συνεπάγεται ρειανισμό.
.              Ὁ ἅγιος Μάξιμος, ὅμως, καὶ πάλι ἀποβαίνει σαφέστατος. Γράφει ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ ἀπὸ τὸν Πατέρα εἶναι «ὑπὲρ τὴν θέλησιν», δηλαδὴ δὲν μεσολαβεῖ ἡ θέληση μεταξὺ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, οὔτε ἡ θέληση τοῦ Πατρὸς προεπινοεῖται τοῦ Υἱοῦ, ἐπειδὴ οὔτε προϋπῆρχε ὁ Πατὴρ τοῦ Υἱοῦ. Ἐπειδὴ ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς εἶχαν «ἅμα τὸ εἶναι», γι᾽ αὐτὸ ἔχουν καὶ μία θέληση, «ἁπλῆν τε καὶ ἀδιαίρετον», ὅπως ἔχουν καὶ μία οὐσία καὶ μία φύση. Τὸ ὅτι ὁ Πατὴρ γεννᾶ τὸν Υἱὸ ἐκ τῆς οὐσίας Του δὲν συνεπάγεται ἀναγκαιότητα ἢ ἀνελευθερία, διότι εἶναι ἀδιανόητη ἡ ἀπόδοση ὁποιασδήποτε ἀναγκαιότητας στὴν ἄκτιστη φύση.
.              Ὁ ἅγιος Μάξιμος παρατηρεῖ ὅτι ἐὰν τὸ φυσικὸ εἶναι καὶ ἀναγκασμένο, καὶ ὁ Θεὸς εἶναι κατὰ φύση Θεός, κατὰ φύση ἀγαθὸς καὶ κατὰ φύση δημιουργός, τότε ὁ Θεὸς θὰ εἶναι καὶ κατ᾽ ἀνάγκη Θεὸς καὶ ἀγαθὸς καὶ δημιουργός, πράγμα ποὺ εἶναι βλάσφημο καὶ νὰ τὸ σκεφθῆ κανείς. Γιατί «τίς γὰρ ὁ τὴν ἀνάγκην ἐπάγων;», δηλαδή, ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐπιβάλλει τὴν ἀνάγκη; Παραπέμπει δὲ στὸ χωρίο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας: «Μηδὲν φυσικὸν εἶναι ἐν τῇ νοερᾷ φύσει ἀκούσιον».
.              Τὴν ταύτιση φύσεως καὶ ἀναγκαιότητας, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἀρειανούς, οἱ ὁποῖοι τὴν χρησιμοποιοῦσαν, προκειμένου νὰ ἀποδείξουν τὴν κτιστότητα τοῦ Θεοῦ Λόγου διὰ τῆς ἐκ τῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ Πατρὸς γέννησή Του, τὴν χρησιμοποιοῦσαν καὶ οἱ φιλονεστοριανοὶ Ἀντιοχειανοί, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ Θεοδώρητος Κύρου, προκειμένου νὰ ἀποδείξουν τὸ ἀδύνατον τῆς καθ᾽ ὑπόστασιν ἑνώσεως θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου.
.              Ἡ νεστοριανικὴ ἀντιπρόταση γιὰ τὴν ἕνωση θεότητας καὶ ἀνθρωπότητας στὸν Χριστὸ ἦταν ἡ «συνάφεια», ἕνωση σχέσης δυὸ ξεχωριστῶν ὑποστάσεων, ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἔσωζε κατ᾽ αὐτοὺς τὴν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀπὸ μία ἀναγκαστικὴ ἕνωση, μὲ ἀποτέλεσμα ὡστόσο τὴν μὴ πραγματικὴ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὅμως, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δὲν πέφτει σὲ τέτοιες πλάνες, γιατί διδάσκει ὅτι ἡ βούληση εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως καὶ ὄχι τοῦ προσώπου.

 Ἂς δοῦμε μὲ συντομία τὸ θέμα τῆς βουλήσεως-θελήσεως στὴν ἀνθρωπολογία.

.              Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Πολλοὶ Πατέρες τὸν ὅρο κατ᾽ εἰκόνα τὸν προσδιορίζουν ὡς τὸ νοερὸ καὶ τὸ αὐτεξούσιο, «ἡ δὲ αὐτεξουσιότης ἐστὶν αὐτοκρατὴς τοῦ θελήματος κίνησις». Πάντως, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὕα εἶχαν τὴν δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς. Ὅμως, τὸ πρῶτο ἀνδρόγυνο δὲν εἶχε τὴν τελειότητα, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ φθάση σὲ αὐτήν, ἦταν νήπιοι καὶ ἔπρεπε νὰ ὁλοκληρωθοῦν, ἡ φύση τους ἦταν ἀτελής. Ἡ κακὴ χρήση τῆς προαίρεσης τοὺς ὁδήγησε στὴν πτώση. Ἔτσι, ἡ δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς, τῆς προαίρεσης ἦταν ἔκφραση τῆς ἀτέλειάς τους.
.              Ἑπομένως, καὶ στὸν ἄνθρωπο ἡ θέληση εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως, εἶναι φυσικὴ θέληση καὶ ὄχι ὑποστατική, ἡ θέληση δὲν κάνει ἐπιλογή, τὴν ὁποία ἐπιλογὴ κάνει ἡ προαίρεση. Τὸ προοδευτικὸ σχῆμα ποὺ διδάσκει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὅπως τὸ εἴδαμε καὶ προηγουμένως, εἶναι: θέληση-βουλὴ-γνώμη-προαίρεση. Τὸ «θέλημα εἶναι φυσικὸν ἤγουν θέλησιν, δύναμιν τοῦ κατὰ φύσιν ὄντος ὀρεκτικήν». «Ἡ προαίρεσις περὶ ταῦτά ἐστι μετὰ τὴν κρίσιν, περὶ ἃ ἡ βουλὴ πρὸ τῆς κρίσεως». Λέγοντας, ὅμως, ὅτι τὸ θέλημα εἶναι τῆς φύσεως, δὲν ἀγνοοῦμε ὅτι ὁρίζουμε τὴν ὑπόσταση ὡς οὐσία μετὰ ἰδιωμάτων, ὁπότε δὲν μπορεῖ νὰ κάνουμε λόγο γιὰ προτεραιότητα τῆς φύσεως ἔναντι τοῦ προσώπου οὔτε γιὰ προτεραιότητα τοῦ προσώπου ἔναντι τῆς φύσεως.
.              Οἱ Πατέρες διακρίνουν τὸ «θέλειν» ἀπὸ τὸ «πῶς θέλειν», γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν πρέπει νὰ γίνεται σύγχυση μεταξὺ τῆς θελήσεως, ποὺ εἶναι τῆς φύσεως, καὶ τοῦ πῶς ἐκφράζεται ἡ θέληση, ποὺ εἶναι τοῦ προσώπου. Ὁ ἅγιος Μάξιμος γράφει ὅτι «οὐ ταὐτὸν τὸ θέλειν καὶ τὸ πῶς θέλειν», ὅπως δὲν εἶναι τὸ ἴδιο «τὸ ὁρᾶν καὶ τὸ πῶς ὁρᾶν». Τὸ νὰ θέλη καὶ νὰ βλέπη κανεὶς εἶναι τῆς φύσεως καὶ ὑπάρχει σὲ ὅλα τὰ ὁμοφυῆ καὶ ὁμογενῆ, ἀλλὰ «τὸ πῶς θέλειν», ὅπως καὶ «τὸ πῶς ὁρᾶν», δηλαδὴ τὸ νὰ θέλη νὰ περπατήση ἢ νὰ μὴ θέλη, τὸ νὰ βλέπη σὲ κάθε κατεύθυνση «τρόπος ἐστιν τῆς τοῦ θέλειν καὶ ὁρᾶν χρήσεως». Αὐτὸ δηλαδὴ τὸ «πῶς θέλειν» εἶναι «τῷ κεχρημένῳ προσὸν» ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ τοὺς ἄλλους, κατὰ τὴν λεγομένη κοινῶς διαφορά.
.              Ἑπομένως, δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται σύγχυση μεταξὺ τοῦ «θέλειν», ποὺ εἶναι τῆς φύσεως, καὶ τοῦ «πῶς θέλειν» ποὺ εἶναι προσὸν αὐτοῦ ποὺ χρησιμοποιεῖ τὴν θέληση. Αὐτὴ εἶναι ἡ χρυσὴ τομὴ μεταξὺ τῆς οὐσιοκρατίας καὶ τοῦ περσοναλισμοῦ καὶ δείχνει ὅτι ἡ Πατερικὴ διδασκαλία ἀποφεύγει τόσο τὴν σχολαστικὴ οὐσιοκρατία ὅσο καὶ τὸν φιλοσοφικὸ περσοναλισμό.

 Ἂς δοῦμε τὸ θέμα τῆς θελήσεως στὴν Χριστολογία.

.              Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του προσέλαβε ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν ἕνωσε μὲ τὴν θεία φύση στὴν ὑπόστασή Του, τὴν θέωσε. Ἂν καὶ ἔγινε πρὸς Χάρη μας ἄνθρωπος, Αὐτὸς ποὺ εἶναι «ὁ ποιητὴς τῶν ἀνθρώπων», ὅμως, «ἡμῖν δηλονότι καὶ τὴν ἀτρεψίαν κατώρθωσε τῆς προαιρέσεως, ὡς ἀτρεψίας δημιουργός».  Ἔτσι, «τὸ ἀνθρώπινον τοῦ Θεοῦ» (τοῦ Χριστοῦ) «κατὰ προαίρεσιν ὡς ἡμεῖς οὐ κεκίνηται», κάνοντας μὲ τὴν ἐξέταση καὶ τὴν κρίση τὸν διαχωρισμὸ τῶν ἀντιθέτων, «ἵνα μὴ φύσει κατὰ προαίρεσιν νομισθείη τρεπτόν». Ἀλλά, ἀφοῦ ἔλαβε τὸ εἶναι, ἀμέσως μετὰ τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεὸν Λόγον «ἀδίστακτον, μᾶλλον δὲ στάσιμον τὴν κατ᾽ ὄρεξιν φυσικήν, ἤτοι θέλησιν, κίνησιν ἔσχεν». Ὁπότε, ἡ προαίρεση στὸν Χριστὸ δὲν κινήθηκε.
.              Οἱ ἄνθρωποι ὡς ἀτελεῖς, μὲ τὴν γέννησή τους, ἔχουν τὴν προαίρεση, ἀφοῦ ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ κινηθοῦν πρὸς τὰ δύο, «τὰ καλά τε λέγω καὶ τὰ κακά». Αὐτή, ὅμως, ἡ δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς –τῆς προαίρεσης– παύει νὰ ὑφίσταται στοὺς ἁγίους, ποὺ ἑνώνονται μὲ τὸν Χριστὸ καὶ γίνονται μέλη τοῦ Σώματός Του, ἀφοῦ καὶ αὐτοὶ ἀποκτοῦν τὴν ἀτρεψία τῆς προαίρεσης, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α´ Κορ. ιγ´, 8). Στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ ὑπάρχη δυνατότητα ἐπιλογῆς, οἱ ἅγιοι θὰ ἔχουν ἐν Χριστῷ ἀτρεψία τῆς προαίρεσης, ἀφοῦ δὲν θὰ ὑπάρχουν ἀντίθετες καταστάσεις.
.              Ἑπομένως, τὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος δὲν ἔχουν ἐλευθερία, ὅπως τὴν ἐννοοῦν οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς δὲν ἔχει δυνατότητα ἐπιλογῆς, ἤτοι γνωμικὸ θέλημα, ἀφοῦ ἔχει ἀτρεψία προαίρεσης. Καὶ ὁ ἄνθρωπος στὴν πτωτικὴ κατάσταση ἔχει μὲν δυνατότητα προαίρεσης, ἀλλὰ ὅταν φθάνη στὴν θέωση ἀποκτᾶ ἐν Χριστῷ τὴν ἀτρεψία τῆς προαίρεσης καὶ ὁδηγεῖται μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἄσκηση καὶ τὴν μυστηριακὴ ζωὴ ἀπὸ τὸ γνωμικὸ θέλημα στὸ φυσικὸ θέλημα.
.              Ἔτσι, ἡ λευθερία τς βουλήσεως καὶ ἡ λευθερία το προσώπου, τν ποία ο θεολόγοι σήμερα παινον περβαλλόντως, ς στοιχεο το Θεο κα τοῦ νθρώπου, ς κφραση κα καθοριστικ γνώρισμα τοῦ νθρώπου πο συνιστ τν τελειότητά του, εναι παράδεκτη π θεολογικς πλευρς.
.              Ἡ ἐλευθερία δὲν εἶναι ὑποστατική, ἀλλὰ φυσική. Αὐτὸ ἔχει μεγάλη σημασία, διότι ἔτσι διατρανώνεται ἡ καλὴ λίαν δημιουργία τοῦ Θεοῦ.  Ἀντιθέτως, τὸ πρόσωπο εἶναι ἐκεῖνο ποὺ κάνοντας παράχρηση τῆς θεόσδοτης ἐλευθερίας τῆς φύσεως καταλήγει στὴν ἁμαρτία. Ἑπομένως, δὲν «ὑπερβαίνει τὸ πρόσωπο διὰ τῆς ἐλευθερίας τὴν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως», ἀλλὰ ἀντίστροφα, κάθε ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος καὶ τὴν δική του συνέργεια διὰ τῆς φυσικῆς θελήσεως, μπορεῖ νὰ ἀχθῆ πέραν τῶν ὁρίων τῆς φύσεώς του καὶ νὰ φθάση στὴν θέωση. Ἀντίθετα, τὸ πρόσωπο εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἂν δὲν κάνη καλὴ χρήση τοῦ αὐτεξουσίου, καταλήγει δέσμιο τῆς ἁμαρτίας καὶ ὑποδουλώνει τὴν φύση στὰ πάθη. Συνεπῶς, ἡ ἀπόδοση ἀναγκαιότητας στὴν φύση δείχνει εἴτε ἄγνοια τῶν πατερικῶν κειμένων εἴτε ἑρμηνευτικὸ ἐκβιασμό τους μὲ σκοπὸ τὴν ἐξαγωγὴ τῶν ποθουμένων περσοναλιστικῶν συμπερασμάτων.

 4. Οἱ συνέπειες τοῦ περσοναλισμοῦ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ

.              Πρέπει νὰ ἐπισημανθῆ κάτι πολὺ σημαντικὸ καὶ ἀξιοπρόσεκτο, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν λεγομένη μεταπατερικὴ θεολογία τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου. Ἡ μεταφορὰ τῆς συγκεκριμένης περσοναλιστικῆς τριαδολογικῆς ἀπόψεως στὴν σημερινὴ χριστιανικὴ ἀνθρωπολογία μὲ τὴν θρυλούμενη «ἐλευθερία τοῦ προσώπου», ἡ ὁποία μάλιστα προβάλλεται καὶ ὡς οὐσιῶδες χαρακτηριστικὸ τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς σὲ σχέση μὲ τὴν οὐσιοκρατία τῆς χριστιανικῆς Δύσης, ἔχει συγκεκριμένες προεκτάσεις, ὅπως τὴν συχνὴ κριτικὴ ποὺ ἀσκεῖται στὴν ὀρθόδοξη ἀσκητικὴ ὡς ἀντιστρατευόμενη τὴν «ἐλευθερία τοῦ προσώπου».
.              Ὅπως πάντοτε, ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση αὐτή, ἡ ἐσφαλμένη δογματικὴ ἄποψη ὁδηγεῖ σὲ ποικίλες ἑρμηνευτικὲς παρεκτροπὲς ποὺ ἔχουν συνέπεια στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ζῆ ὁ Χριστιανὸς ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας.
.              Θὰ τονισθοῦν μερικὲς συγκεκριμένες παραχαράξεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ τὴν λεγόμενη ἐλευθερία τῆς βούλησης ἢ τῆς θέλησης καὶ τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου.

.              Πρῶτον, ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη τῶν πραγμάτων, ἑρμηνεύεται καὶ ἐκλαμβάνεται μέσα ἀπὸ τὴν θεωρία τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου καὶ τῆς ἀγάπης, ὅπως ἑρμηνεύθηκαν ἀπὸ τὸν Ἀλέξη Χομιακὼφ καὶ τὸν Ἀφανάσιεφ. Σύμφωνα μὲ τὶς θεωρίες αὐτὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ἔχει μεγάλη σημασία ἡ βίωση τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς κανονικὲς προϋποθέσεις ποὺ ἔχουν θεσπίσει οἱ Πατέρες τῶν Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἔτσι, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ κρίνεται στὴν πράξη μὲ ὅρους «ἀστικῆς δημοκρατίας», προκειμένου νὰ στοχοποιηθοῦν ἱεραρχικὲς δομὲς τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ κριθοῦν ὡς καταπιεστικὲς καὶ ἀπάδουσες τῆς πρώτης «δημοκρατικῶς φερομένης» ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Στὴν συνέχεια χρησιμοποιεῖται ἡ ἐσφαλμένη αὐτὴ δογματικὴ θέση στὸ ἐπίπεδο τῆς θεολογίας, ὥστε νὰ εἰσαχθοῦν διάφορες οὐμανιστικὲς καὶ προτεσταντικὲς ἀπόψεις γιὰ τὴν μετοχὴ στὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς θεολογικὲς καὶ κανονικὲς προϋποθέσεις, σν πνευματικ ζω ν εναι μία «δημοκρατία στικο τύπου», στν ποία λοι πολαμβάνουν τ δρα τοῦ γίου Πνεύματος προϋποθέτως.
.              Εἶναι βέβαιο ὅτι μὲ τέτοιες προϋποθέσεις στοχοποιοῦνται καὶ ὑπονομεύονται Πατερικὰ ἔργα, ὅπως τὰ Ἀρεοπαγιτικὰ συγγράμματα, τὰ ὁποῖα ἑρμηνεύτηκαν ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ καὶ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, ὅτι δῆθεν κατοπτρίζουν ἄκαμπτες ἐκκλησιαστικὲς δομὲς ποὺ ἔγιναν ἀντικείμενο ἐκμεταλλεύσεως ἀπὸ τὸν Κλῆρο.

.              Δεύτερον, ἡ ἀσκητικὴ τοῦ ἡσυχασμοῦ κρίνεται ὅτι κατοπτρίζει τὴν λογικὴ τῆς ἀτομιστικῆς σωτηρίας, ἡ ὁποία δὲν ἔχει ἄμεση ἀναφορὰ στὴν «ὀντολογία τοῦ προσώπου», δηλαδὴ στὸ «ὑπάρχειν ἐλευθέρως ἐν σχέσει», ἀλλὰ στὴν προοπτικὴ μιᾶς ἀτομιστικῆς καθάρσεως τῶν παθῶν χωρὶς ἀναφορὰ στὸν Ἄλλο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὴν προϋποθετικὴ συνθήκη τοῦ «ὑπάρχειν προσωπικῶς».
.              Ἔτσι, διασπᾶται ἡ ἑνότητα μεταξὺ Μυστηρίων καὶ ἀσκητικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία στὴν πράξη εἶναι ἡ εὐαγγελικὴ ζωή, δηλαδὴ ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀμφισβητεῖται ἄμεσα ἢ ἔμμεσα ἡ ἀσκητικὴ θεολογία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων ὡς ὡριγενικὴ καὶ νεοπλατωνική, ἀλλὰ ὑπονομεύεται ὕπουλα καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὡς «πνευματοκρατική».

.              Τρίτον, ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἀσκητικὴ εὐλάβεια, ποὺ ἐπαινεῖται ἀπὸ τοὺς ἀσκητικοὺς Πατέρες, ἐπικρίνεται ἀπὸ τοὺς ἐκφραστὲς τῆς θεωρίας «τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου», ὡς ἀνελεύθερος δυτικὸς εὐσεβισμὸς καὶ ἠθικισμός, ἀλλὰ καὶ ὡς «θρησκειοποίηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βιώματος».
.              Ἔτσι, παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο νὰ κρίνεται καὶ νὰ ὑπονομεύεται τὸ περιεχόμενο τῆς «Φιλοκαλίας τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν Πατέρων», ὅτι δῆθεν συνιστᾶ μία «θεραπευτικὴ ἐκκλησιολογία», ἡ ὁποία ἀνέτρεψε τὴν «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία» τῆς πρώτης Ἐκκλησίας!

.              Τέταρτον, ἡ ὑπακοὴ σὲ Πνευματικὸ Πατέρα κρίνεται ὡς κολόβωση τῆς «ἐλευθερίας τοῦ προσώπου» καὶ ἀπέκδυση τῆς εὐθύνης τῆς ὕπαρξης, «τοῦ ὑπάρχειν ἐλευθέρως», ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἐξομολογούμενο καὶ μετάθεση αὐτῆς τῆς «προσωπικῆς εὐθύνης» στὸν Γέροντα.

.              Βεβαίως, δὲν παραβλέπουμε διάφορα λάθη τὰ ὁποῖα γίνονται στὸν τομέα αὐτό, εἴτε ἀπὸ Πνευματικοὺς Πατέρες εἴτε ἀπὸ πνευματικὰ παιδιά, ἀλλὰ δὲν εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τέτοια λάθη νὰ ὑπονομεύεται ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν δουλεία στὴν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, ὅπως περιγράφεται στὴν πορεία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο στὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας μὲ τὴν θεοπτικὴ καθοδήγηση τοῦ Μωϋσέως.
.              Ἑπομένως, ἡ λανθασμένη θεωρία περὶ τῆς «ἐλευθερίας τῆς βούλησης-θέλησης» καὶ τῆς «ἐλευθερίας τοῦ προσώπου» καὶ περὶ συνδέσεως τῆς θέλησης μὲ τὸ πρόσωπο, ἔχει σημαντικὲς προεκτάσεις στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο.
.              Μὲ τέτοιες θεωρίες ὑπονομεύεται ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ προϋποθέσεις τοῦ ἁγιασμοῦ, καὶ οὐσιαστικὰ παρερμηνεύεται ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ποὺ κάνει λόγο γιὰ πρακτικὴ φιλοσοφία, φυσικὴ θεωρία καὶ μυστικὴ θεολογία, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ κάθαρση, φωτισμὸ καὶ θέωση.
.              Κατὰ συνέπεια, δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ ἐλεύθερη βούληση τοῦ προσώπου ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς, διότι ἡ θέληση-βούληση εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς φύσης καὶ ὄχι τοῦ προσώπου, ἐνῶ ἡ ἐπιλογὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο γίνεται μὲ τὴν προαίρεση, ἡ ὁποία συνιστᾶ μὲν ἀτέλεια τῆς φύσης, ἀλλὰ οἱ ἅγιοι ἀποκτοῦν ἐν Χριστῷ καὶ τὴν ἀτρεψία τῆς προαίρεσης. Τὰ περὶ ὀντολογίας καὶ ἐλευθερίας τοῦ προσώπου, γιὰ νὰ ἀποφευχθῆ δῆθεν ἡ ἀναγκαιότητα τῆς φύσης, εἶναι δυτικὸς περσοναλισμός, μία «ψευδομόρφωση» στὴν σύγχρονη θεολογία, εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς λεγόμενης «μεταπατερικῆς θεολογίας».

(Σημείωση: Οἱ παραπομπὲς τοῦ κειμένου αὐτοῦ θὰ δημοσιευθοῦν στὸ βιβλίο ποὺ θὰ κυκλοφορήση προσεχῶς)
 ΠΗΓΗ: romfea