Δευτέρα 6 Μαΐου 2019

Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ομιλία στην Ανάληψη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού


Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ομιλία στην Ανάληψη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
Γιορτάσαμε το Πάσχα, τη διάβαση της φύσεώς μας, διά του Ιησού Χριστού από το θάνατο προς τη ζωή. Στη συνέχεια γιορτάσαμε την Ανάληψη. Ο Κύριος την ώρα του εξαιρετικού αυτού γεγονότος, ευλογεί τους μαθητές Του και αποχωρίζεται από αυτούς, ενώ πριν λίγο Τον έβλεπαν αναμεσά τους και Τον άκουσαν που τους είπε: «Ειρήνη υμίν.» Ξαφνικά, αναλαμβανόταν στον ουρανό χρησιμοποιώντας ως όχημα νεφέλη. Αφού αναλήφθηκε, μπήκε στα Άγια των Αγίων και κάθισε στα δεξιά του Πατέρα Του, πάνω από κάθε αρχή και εξουσία. Έτσι, έκανε το ανθρώπινο φύραμα ομόθρονο με το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, που είναι ο Ίδιος. Ο άγγελος είπε στους μαθητές, οι οποίοι δεν σταματούσαν να βλέπουν έκπληκτοι το υπέροχο γεγονός ατενίζοντας τον ουρανό: «Όπως Τον βλέπετε να ανεβαίνει, έτσι θα έλθει πάλι από τον ουρανό, ενώ όλοι θα παρατηρούν τον Ερχόμενο.»
Στην Ανάληψη γιορτάζουμε τη διάβαση της ανθρωπίνης φύσεώς μας, που ο Χριστός είχε προσλάβει, όχι από τα υπόγεια στην επιφάνεια της γης, αλλά από τη γη προς τον ουρανό. Πολλές αναστάσεις σημειώθηκαν πριν από την Ανάσταση του Χριστού, όπως και πολλές αναλήψεις. Τον προφήτη Ιερεμία τον ανέλαβε Πνεύμα και τον Αββακούμ Άγγελος, ενώ ο προφήτης Ηλίας αναλήφθηκε σε πύρινο άρμα. Ο Χριστός, όμως, αφού αναστήθηκε από τους νεκρούς, αναλήφθηκε και κάθισε στα δεξιά του Πατέρα με την ανθρώπινη φύση Του. Καμιά άλλη ανάσταση και ανάληψη δε γιορτάζουμε εκτός από αυτή του Χριστού. Γιατί αυτή η Ανάσταση και η Ανάληψη είναι και δική μας. Αναφέρεται στον καθένα από εκείνους που πιστεύουν στο Χριστό και το αποδείχνουν με τα έργα τους. Εκείνος για τις δικές αμαρτίες οδηγήθηκε στο θάνατο. Αναστήθηκε και αναλήφθηκε για μας. Αν ο καθένας μας το θέλει, θα νικήσει μέσα απ’ τον αγώνα που θα κάνει, τον πνευματικό αγώνα, όλα του τα πάθη. Αν το θελήσει θα γίνει κοινωνός της Αναστάσεως και της Αναλήψεως και κληρονόμος του Θεού. Χαιρόμαστε ζώντας τα γεγονότα αυτά, γιατί με το Χριστό ανυψώθηκε η φύση μας και άρχισε, ήδη, για τον κάθε πιστό η ανάσταση και η ανάληψή του.
Οι μαθητές γύρισαν στην Ιερουσαλήμ χαρούμενοι και ζούσαν συνεχώς στο ναό, έχοντας το νου τους στον ουρανό. Άλλωστε αυτή είναι, αδελφοί, η πολιτεία των χριστιανών. Να προσηλώνονται, δηλαδή, στις δεήσεις και τις προσευχές και να στρέφονται διαρκώς προς τον ουράνιο Δεσπότη. Να Τον υμνούν και να Τον ευλογούν με την ανεπίληπτη ζωή τους. Ταυτόχρονα, αυτό που κανένας μας δεν πρέπει να ξεχνά, είναι ο Χριστός νίκησε το θάνατο και την κακία του Διαβόλου με την ταπείνωση και την αδοξία Του. Ο απόστολος Παύλος λέει για το Χριστό: «Ταπείνωσε τον εαυτό Του και υπάκουσε μέχρι τι θάνατο, και μάλιστα το θάνατο του Σταυρού. Γι’ αυτό και ο Θεός Τον υπερύψωσε…, ώστε στο όνομά Του να λυγίσει κάθε γόνατο των επουρανίων και των επιγείων και των καταχθονίων και να κηρύξει η κάθε γλώσσα, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Κύριος για τη δόξα του Θεού και Πατέρα». Αν, λοιπόν, ο Χριστός υπερυψώνεται για το λόγο ότι ταπεινώθηκε και ατιμάσθηκε και πειράσθηκε, πώς θα σώσει και θα ανυψώσει εμάς, αν δεν επιλέξουμε προσωπικά την ταπείνωση για τη ζωή μας κι αν δεν την αποδείξουμε μέσα από την αγάπη που θα έχουμε μεταξύ μας; Έτσι μονάχα, όποιος θέλει θα μπορέσει να ακολουθήσει τα ίχνη Του.
Η σωτηρία μας είναι γεμάτη από ελπίδα και δεν έχει καμιά σχέση με την απόγνωση, γιατί αυτή η σωτηρία εξασφαλίστηκε για όλους από το Χριστό. Για μας που εμπιστευόμαστε σ’ Αυτόν τη ζωή μας δεν υπάρχει καιρός απογνώσεως, γιατί κάθε στιγμή αυτής της ζωής είναι καιρός μετανοίας και συγχωρήσεως. Ο Θεός δε θέλει το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά την επιστροφή και τη ζωή του. Εμείς, αμαρτάνοντας δε στερούμαστε αμέσως τη ζωή, γιατί υπάρχει η ελπίδα της επιστροφής. Όπου υπάρχει ελπίδα δεν έχει καμιά θέση ποτέ η απόγνωση. Ο Χριστός διενήργησε την ανακαίνισή μας μέσα σε άνθρωπο. Τώρα όλα εξαρτώνται από μας.
Ας σκεφθούμε για λίγο ότι όλοι επιθυμούμε μια πολυχρόνια ζωή, που κάποτε τελειώνει. Την αιώνια ζωή δεν θα την επιθυμήσουμε; Οι άνθρωποι παραδίδουν τον εαυτό τους σε τόσους κόπους, ακόμη και στο θάνατο για τα φτωχά, τα προσωρινά και τα επίγεια. Γίνονται δούλοι για ελάχιστο κέρδος. Εμείς θα δυσκολευτούμε να υπακούσουμε στον εκ φύσεως Θεάνθρωπο και φιλάνθρωπο Κύριο; Γιατί να μην απορρίψουμε τα περιττά και να αρκεστούμε στα απόλυτα αναγκαία, ώστε να ελπίζουμε στον ουράνιο και άφθαρτο πλούτο; Δε θα πεινάσουμε και δε θα διψάσουμε για να φάμε τον άρτο της ζωής; Δε θα καθαρίσουμε τα μάτια της ψυχής μας από κάθε μολυσμό της σάρκας και του πνεύματος; Ας μην προτιμήσουμε αντί για το φως το σκοτάδι. Αντί για το Θεό το διάβολο. Αντί για την ένθεη αγαλλίαση, την προσωρινή ηδονή που υπηρετεί τη φθορά και το θάνατο. Ας ζήσουμε, όπως έζησε Εκείνος κι όπως μας υπέδειξε και μας δἰδαξε, όταν έγινε σαν κι εμάς κι έζησε ανάμεσά μας.
Ας σταυρώσουμε, λοιπόν, τη σάρκα με τα παθήματα και τις επιθυμίες της για να συνδοξασθούμε και να συναναστηθούμε με Αυτόν και να αναληφθούμε προς Αυτόν. Όπως ακριβώς έκαναν οι μαθητές μετά την Ανάληψη, ας καταλαγιάσει μέσα μας η ειρήνη, καθώς θα ειρηνεύουμε με τον εαυτό μας και μεταξύ μας. Ανερχόμενοι στο υπερώο μας, στο νου δηλαδή, ας παραμένουμε εκεί με απλότητα στην καρδιά και προσευχόμενοι. Έτσι θα είναι και για μας γεγονός, όταν ο Κύριος το θελήσει, η επιδημία του Παρακλήτου μέσα μας και θα προσκυνήσουμε τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα».

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-14/11/1359)


Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-14/11/1359)
Μέγας πατήρ της Εκκλησίας και οικουμενικός διδάσκαλος. Η διδασκαλία του για τη θέωση του ανθρώπου και τη μετοχή του στις άκτιστες ενέργειες του Θεού, εκφράζει την ουσία της ορθόδοξης πνευματικής ζωής, σε πλήρη αντίθεση με την εκκοσμικευμένη θεολογία της εποχής του, που διαμορφώθηκε με την επίδραση του σχολαστικιστικού ανθρωποκεντρισμού του ρωμαιοκαθολικισμού.
Agios Gregorios Palamas 18
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αποτελεί σπάνια περίπτωση στη ζωή της Εκκλησίας. Πρόκειται για θεολόγο θεόπτη, που εκφράζει την ουσία της ορθόδοξης πνευματικής ζωής με μοναδικό συνθετικό τρόπο. Εχει ως θεμέλιο της πνευματικής του καταρτίσεως τη βίωση της θείας χάριτος και, τη θέωση μέσα στο φως των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Προικισμένος με οξύ νού μπόρεσε να κινηθεί άνετα στον χωρο της θεολογίας και να εκφράσει ακραιφνή τριαδολογία με τα σημαντικά έργα του
Γεννήθηκε το 1296 στην Κωνσταντινούπολη από επιφανείς γονείς. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος Παλαμάς προερχόμενος από τη βαθύτερη Μικρά Ασία ήταν συγκλητικός και μέλος της αυτοκρατορικής αυλής του Ανδρονίκου Β’. Ο αυτοκράτορας τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και γι’ αυτό του ανέθεσε την ανατροφή του Ανδρονίκου Γ’, εγγονού και διαδόχου του. Φαίνεται όμως ότι δεν τον απορροφούσαν τόσο τα πολιτικά έργα όσο τα πνευματικά, αφού κάποτε σε συνεδρίαση της συγκλήτου, θέλοντας ο αυτοκράτορας να του ζητήσει τη γνώμη του τον βρήκε αφοσιωμένο στην προσευχή και δεν τον διέκοψε, πιστεύοντας ότι βοηθεί περισσότερο με την προσευχή του παρά με τις σκέψεις του. Ο πατέρας του, αφού πρόλαβε να φορέσει το ράσο του μοναχού και να λάβει το όνομα Κωνστάντιος, εκοιμήθη σχετικά νέος, όταν ο Γρηγόριος ήταν επτά ετών. Την προστασία του ανέλαβε ο αυτοκράτορας.
Η μητέρα του Καλή και οι αδελφές του Επίχαρις και Θεοδότη κατέληξαν μοναχές, όπως και οι αδελφοί του Μακάριος και Θεοδόσιος, που τον ακολούθησαν στον μοναχικό βίο. Ο Γρηγόριος έλαβε καλή μόρφωση στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως με διευθυντή τον διάσημο θεολόγο και φιλόσοφο Θεόδωρο Μετοχίτη. Σπούδασε ιδιαίτερα φιλοσοφία. Μόλις 17 ετών, ενώπιον του αυτοκράτορος Ανδρόνικου Β’ και πολλών σοφών στα ανάκτορα, σε ομιλία του για τον Αριστοτέλη κατέπληξε όλους τους ακροατές του. Ο παριστάμενος Θεόδωρος Μετοχίτης είπε θαυμάζοντας στον αυτοκράτορα για τον νεαρό ομιλητή: Αν ήταν παρών και ο ίδιος ο Αριστοτέλης θα τον επαινούσε.
Εκτός της αριστοτελικής φιλοσοφίας τελείωσε μαθήματα γραμματικής και ρητορικής. Νωρίς όμως αφιερώθηκε στη μελέτη της Αγίας Γραφής, των Πατέρων της Εκκλησίας και του Συναξαριστή. Την πνευματική ζωή διδάχθηκε πρώτα από τον πατέρα του και τους μοναχούς που συναναστρεφόταν. Μεταξύ αυτών ήταν ο πρώην Αγιορείτης Θεόληπτος Φιλαδελφείας, που τον μύησε στην καθαρή προσευχή. Ο αυτοκράτορας, που ήλπιζε ότι θα τον έχει σύμβουλο, στη θέση του πατέρα του, έβλεπε να τον χάνει. Εικοσάχρονος ο Γρηγόριος αναχώρησε για το Παπίκιο όρος, σπουδαίο μοναστικό κέντρο, όπου αντέκρουσε εκεί νεώτερους Μασσαλιανούς, και στη συνέχεια για το Άγιον Όρος.
Στο Άγιον Όρος ήλθε με τους δύο αδελφούς του. Ο ίδιος υποτάχθηκε στον όσιο Νικόδημο τον Ησυχαστή, που ησκείτο σε Κελλί της μονής Βατοπαιδίου, και ήταν γνωστός σε όλους τους Αγιορείτες για τη σοφία του. Ο άγιος Γρηγόριος έκανε υπακοή «τω γενναίω ανδρί, θαυμαστώ κατά την πράξιν και θεωρίαν» κατά τον άγιο Φιλόθεο τον Κόκκινο. Από τον Νικόδημο ο Γρηγόριος έλαβε το μοναχικό σχήμα. Τα πρώτα μοναχικά του έτη τα έζησε ο άγιος στο Άγιον Όρος και κοντά στη μονή Βατοπαιδίου με αυστηρή άσκηση, νηστεία, αγρυπνία και αδιάλειπτη προσευχή. Προσευχόμενος επανελάμβανε συνεχώς το «φώτισόν μου το σκότος». Κάποτε είδε τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και του είπε πως τον έστειλε η Παναγία και του είπε, ότι η Θεοτόκος και ο ίδιος θα του είναι πάντα βοηθοί! Τρία έτη παρέμεινε ο άγιος Γρηγόριος στην υπακοή του οσίου Γέροντός του Νικοδήμου και πολλά διδάχθηκε κοντά του.
Περι το 1320, μετά την οσιακή κοίμηση του γηραιού Γέροντός του αναχώρησε για την ιερά μονή της Μεγίστης Λαύρας, όπου παρέμεινε για μια τριετία. Η φήμη του τον είχε προφθάσει και οι πατέρες τον υποδέχθηκαν θερμά. Υπακούοντας διακόνησε στην τράπεζα και στο ναό. Όλοι εξεπλάγησαν από την εγκράτεια, την άσκηση και την αγρυπνία, την οποία εξασκούσε υπέρμετρα. Ο πόθος του για την ιερά ησυχία τον έκανε να αναχωρήσει και από εκεί.
Οι Λαυριώτες πατέρες λυπήθηκαν για την αναχώρησή του ενώ οι μοναχοί της σκήτης της Γλωσσίας, σημερινή Προβάτα, στην οποία κατευθύνθηκε ο άγιος, χαιρόμενοι τον υποδέχθηκαν, κατά τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Ο άγιος Γρηγόριος συναντήθηκε εκεί με τον όσιο Γρηγόριο τον Βυζάντιο, ο οποίος ήταν έξαρχος και κορυφαίος, «μέγας και περιβόητος εις την ησυχίαν, και εις την νηφίν και θεωρίαν κατ’ εκείνους τους χρόνους».
Από αυτόν διδάχθηκε ο άγιος πολλά περί των μυστηρίων της νοεράς ενεργείας και της ακροτάτης θεωρίας του Θεού και αξιώθηκε πολλών χαρισμάτων, όπως της συνεχούς κατανύξεως και των καρδιακών δακρύων. Λόγω επιδρομής Τούρκων πειρατών, μετά διετή παραμονή, αναγκάσθηκε να αναχωρήσει και από εκεί και να μεταβεί με δώδεκα μαθητές του στη Θεσσαλονίκη. Κατά μία παράδοση ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έλαβε το μέγα και αγγελικό σχήμα στο Κελλίον Παναγίας Κρανιάς από τον Γέροντά του όσιο Νικηφόρο τον Ησυχαστή τον Ιταλό, ο οποίος βρισκόταν σε ύψος νηπτικής θεωρίας.
Στη Θεσσαλονίκη δεν έπαυσε την άσκησή του μετά της συνοδείας του. Οι κινήσεις του πραγματοποιούνταν κατόπιν προσευχής και θείας πληροφορίας. Έτσι δέχθηκε να λάβει και το αξίωμα της ιερωσύνης. Κατόπιν μετέβη στη σκήτη της Βεροίας, όπου παρέμεινε επί πενταετία (1326-1331), συνεχίζοντας τη μεγάλη του άσκηση. Εκεί κατά τις πέντε ημέρες της εβδομάδος έμενε έγκλειστος και σιωπών και μόνο το Σάββατο και την Κυριακή εξήρχετο του κελλιού του, για να λειτουργεί και να διδάσκει τους αδελφούς του. Η συνεχής νήψη και προσευχή του είχε δώσει την καλή αλλοίωση και είχε γίνει όλος φως και για όλους φωτεινό παράδειγμα. Ο θάνατος της μοναχής μητέρας του Καλλίστης τον πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέλαβε τις αδελφές του, τις τοποθέτησε σε γυναικείο ησυχαστήριο και τους δίδαξε την ακρίβεια της μοναχικής πολιτείας. Σε λίγο καιρό η ενάρετη αδελφή του Επίχαρις, η κοσμημένη με πλούσιο προορατικό χάρισμα, αναπαύθηκε εν Κυρίω. Πειρατικές επιδρομές στην περιοχή ανάγκασαν τον θείο Γρηγόριο να αναχωρήσει ξανά και να επιστρέψει στο αγαπητό του Άγιον Όρος.
Προσήλθε στη Μεγίστη Λαύρα και παρά την προθυμία των πατέρων της δεν έμεινε εντός των τειχών της, αλλά αποσύρθηκε στο ησυχαστικό Κελλι του Αγίου Σάββα. Συνέχιζε και εδώ το ασκητικό του πρόγραμμα. Τις πέντε ημέρες της εβδομάδος παρέμενε έγκλειστος, σιωπών και αδιαλείπτως προσευχόμενος και μόνο το Σάββατο και την Κυριακή μετέβαινε στην πλησιόχωρη Λαύρα για να λειτουργήσει. Η ένθεη ζωή του ήταν γεμάτη από θείες οπτασίες και οράματα, πότε κατά τις λειτουργίες στη Λαύρα και πότε στις αγρυπνίες στο κελλί του, όπου του παρουσιάσθηκε η ίδια η Θεοτόκος. Η θέα του ακτίστου φωτός του ήταν συνήθης, όπου κατά τον βιογράφο του «τω θείω φωτί πλουσίως ολως περιλαμπόμενος».Η θεολογία του δόθηκε θαυμαστά άνωθεν, κατόπιν εξαισίου οράματος, και τότε άρχισε να γράφει αγιοπνευματικά τους θαυμάσιους δογματικούς λόγους του.
Το 1335 ψηφίσθηκε ηγούμενος της ιεράς μονής Εσφιγμένου, όπου παρέμεινε επί τριετία. Λόγω σκανδάλων παρητήθη και επέστρεψε στην εράσμια ησυχία του. Επί των ημερών του στη μονή Εσφιγμένου ήταν διακόσιοι πατέρες, οι οποίοι υπήρξαν μάρτυρες των θαυμάτων του.
ag.gregorios_palamas
Συνεχίζοντας τη μυστική ασκητική βιοτή του ο άγιος Γρηγόριος στο Λαυριώτικο ησυχαστήριο του Αγίου Σάββα, την Πεντηκοστή του 1337 ανέγνωσε τις πραγματείες του Καλαβρού μοναχού Βαρλαάμ, οι οποίες είχαν λανθασμένες θεολογικές θέσεις περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού. Ο Βαρλαάμ στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη κατηγορούσε και διέβαλλε τους ησυχαστές ως πλανεμένους και ομφαλοσκόπους. Ο μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως άγιος Ισίδωρος Βουχειράς από τη Θεσσαλονίκη στέλνει στο ερημητήριο του αγίου Γρηγορίου τα λάθη τους και τις αιρετικές αποκλίσεις τους, παρακαλούμενος θερμά και προσκαλούμενος έμπιστα, προβλέποντας ότι νέα αίρεση θα συγκλονίσει την Εκκλησία. Εξήλθε του φίλτατου Αγίου Όρους στη Θεσσαλονίκη, όπου συνέχισε τη μελέτη των βαρλααμικών συγγραμάτων και με επιστολή του προσπάθησε να συνετίσει τον αταπείνωτο συγγραφέα τους, ο οποίος υποκρινόμενος απέφευγε τον δίκαιο και ορθό έλεγχο. Ο φίλος της ειρήνης Γρηγόριος συνέχισε τους αγώνες του με το σπουδαίο έργο του « Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων», στο οποίο ο Βαρλαάμ απάντησε με το αντιησυχαστικό του έργο «Κατά Μασσαλιανών». Οι άγιοι Γρηγόριος και Ισίδωρος συνήργησαν για την έκδοση του περίφημου Αγιορειτικού Τόμου (1340), του οποίου συντάκτης ήταν ο θείος Γρηγόριος και τον οποίο υπέγραψαν οι πρόκριτοι των Αγιορειτών καταδικάζοντας τον βαρλααμισμό. Στη Θεσσαλονίκη αναπαύθηκε η οσία αδελφή του Θεοδότη κι ο άγιος προσκαλούμενος από τη Σύνοδο μετέβη στην Κωνσταντινούπολη προς αντιμετώπιση του τολμηρού Βαρλαάμ.
Οι θέσεις του αγίου επιδοκιμάσθηκαν και επικυρώθηκαν από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του Ιουνίου του 1341. Ο Βαρλαάμ αναγκάσθηκε να επιστρέψει στη Δύση. Ο εμφύλιος που ακολούθησε δημιούργησε ταραχές και στην Εκκλησία. Το έργο του Βαρλαάμ συνέχισε ο Γρηγόριος Ακίνδυνος, ο οποίος προστατευόταν από τον πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα. Ο άγιος Γρηγόριος στην προσπάθειά του να ειρηνεύσει τους αντιμαχόμενους έπεσε σε περιπέτειες και μάλιστα διώχθηκε και φυλακίσθηκε από την Εκκλησία το 1344. Η άνοδος στον θρόνο του αυτοκράτορος Ιωάννου Κατακουζηνού και του πατριάρχου Ισιδώρου Βουχειρά και η Σύνοδος του 1347 δικαίωσε τον άγιο Γρηγόριο και μάλιστα εκλέχθηκε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Λόγω των εκεί όμως ακόμη πολιτικών ταραχών στο θρόνο του επίσημα ανήλθε το 1350.
Πριν την ενθρόνισή του στη Θεσσαλονίκη μετέβη ξανά στο Άγιον Όρος και κατόπιν στη Λήμνο, που ήταν αποίμαντη εκείνο τον καιρό και ανέλαβε έκτακτες ποιμαντικές μέριμνες. Η είσοδος του Κατακουζηνού στη Θεσσαλονίκη επέτρεψε και την του Παλαμά στερέωση, τον οποίο ύποδέχθηκε ο πιστός λαός με μεγάλες τιμές ως πνευματοφόρο και ειρηνοδότη. Οι ομιλίες του έφεραν σε μετάνοια τους αντιπάλους του. Εμψύχωσε κι ενδυνάμωσε με συνάξεις τον ιερό κλήρο της πόλεως. Λειτουργούσε συχνά και κήρυτε πάντα άψογα. Οι σωζόμενες ομιλίες του ήταν παιδαγωγικές και ψυχωφελείς, αφορμές μετανοίας, αναιρετικές αμαρτιών, διδαχές εναρέτου βίου. Σώζονται αναφορές θαυματουργιών του της περιόδου αυτής. Η αρχιερατική του διακονία ήταν πολυκύμαντη, γιατί νέες περιπέτειες από ετεροδιδασκαλίες δεν τον άφηναν ν’ αφοσιωθεί πλήρως στο πλούσιο ποιμαντικό του έργο απέναντι στο ποίμνιο του.
Μεταβαίνοντας στην Κωνσταντινούπολη για ειρηνευτικούς σκοπούς, προς συμφιλίωση των αυτοκρατόρων Ματθαίου Κατακουζηνού και Ιωάννου Ε’ Παλαιολόγου, τον Μάρτιο του 1354, αιχμαλωτίσθηκε από τους Τούρκους στην Καλλίπολη. Μεταφέρθηκε στην Προύσα και τη Νίκαια και εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία ο πολύσοφος να έχει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες θεολογικές συνομιλίες με τους Τούρκους. Την άνοιξη του 1355, με την καταβολή λύτρων, απελευθερώθηκε και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, για να συνεχίσει τους αντιαιρετικούς αγώνες, αυτή τη φορά κατά του Νικηφόρου Γρήγορά.
Οι λόγοι του «Κατά Γρηγορά» είναι τα τελευταία του γραπτά έργα. Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη συνέχισε το ποιμαντικό του έργο, το οποίο εστέφθη με πολλές θαυματουργίες. Τα τελευταία του λόγια «πυκνώς και πολλάκις» ήταν «τα επουράνια εις τα επουράνια». Εκοιμήθη το φθινόπωρο του 1359.
Η μνήμη του ετιμάτο στις 13 Νοεμβρίου μετά του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται και ως νέος Χρυσόστομος. Έτσι αναφέρεται στο παρεκκλήσιο των Αγίων Αναργύρων της ιεράς μονής Βατοπαιδίου και στον ιερό ναό των Αγίων Τριών της Καστοριάς. Το 1368 επί του φίλου και εξαίρετου εγκωμιαστού και βιογράφου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου καθιερώθηκε η μνήμη του τη Β’ Κυριακή των Νηστειών. Αυτή καθιερώθηκε ως προέκταση της Κυριακής της Ορθοδοξίας, γιατί ο άγιος θεωρήθηκε προστάτης της Ορθοδοξίας και ακραιφνής πρόμαχος της. Η μνήμη του τιμάται και στις 14 Νοεμβρίου.
Πλήθος τοιχογραφιών και φορητών εικόνων του αγίου σώζονται, αφού σύντομα μετά την κοίμησή του τιμήθηκε στη Θεσσαλονίκη, την Καστοριά, τη Βέροια και το Άγιον Όρος.
Πρώτος βιογράφος του, όπως αναφέραμε, στον οποίο βασίζονται και όλοι οι πολλοί κατοπινοί του είναι ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, ο οποίος είναι και ο πρώτος υμνογράφος του. Έγκώμιο έγραψε ο πατριάρχης Νείλος, ενώ κανόνες συνέθεσαν ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, οι οποίοι θεωρούνται απωλεσθέντες, και ο Γεννάδιος Σχολάριος. Νέα πλήρη ακολουθία συνέθεσε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννίτης. Υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία για τον πολυτιμημένο άγιο με βάση τα πολύτιμα έργα του.
Τα τίμια και χαριτόβρυτα λείψανά του φυλάγονται στον προς τιμή του μητροπολιτικό ιερό ναό της Θεσσαλονίκης, της οποίας είναι συμπολιούχος με τον άγιο μεγαλομάρτυρα Δημήτριο τον Μυροβλήτη.
Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2007.
http://www.pemptousia.gr

Στο δωμάτιο του Πατριάρχη τίποτα δεν αλλαξε Της S.Jovanovic Politika 19-11-2009 Μεταφραση:π.Ιωάννης Νικόπουλος


Gracanica- «Ποτέ δεν μας σήκωσε τον τόνο της φωνής του, μα και όταν κάναμε μεγάλα λάθη. Πάντοτε μας υπεδείκνυε τα λάθη μας ταπεινά και χωρίς νευρικότητα, αλλά επρεπε να τα διορθώνουμε», θυμάται η αδελφή Θεοδώρα Ζάρκοβιτς. Αυτή είναι μια από τις 30 μοναχές οι οποίες παρακολούθησαν το ειδικό σχολείο που ιδρυσε ο Πατριάρχης Παύλος, τότε Επίσκοπος Ρασκοπριζρένης.
«Ηταν δύσκολα, είμασταν μικρές και αμόρφωτες μοναχές, δεν ηταν ευκολο να μάθεις αρχαιοσλαβικά, ωραία να ψέλνεις. Επιθυμία του Δεσπότη ηταν οι μοναχές να είναι οσο το δυνατόν περισσότερο μορφωμένες και σοφές», διηγείται η αδελφή Θεοδώρα στο κoνάκι του Μοναστηριού Γρατσάνιτσα, εκεί οπου κυματίζει μεσίστια μαύρη σημαία.
«Του αρεσε να ακούει την μοναχή να διαβάζει ωραία τη προσευχή η τον ψαλμό, να απαγγέλει ωραία.Σ’ αυτό το σχολείο μαθήτευσα εξι χρόνια», προσθέτει.
Ως Δεσπότης, αλλά και αργότερα ως Πατριάρχης, όταν ερχόταν στην Gracanica, πάντα δεχόταν μεγάλο αριθμό επισκεπτών.Ομως όπως λέει η συνομιλητρια μας, ειχε τη συνήθεια να σταματάει κάθε συζήτηση, με οποιονδήποτε, όταν ακουγε να σημαίνουν οι καμπάνες την ωρα της προσευχής. Σύμφωνα με την αδελφή Θεοδώρα πάρα πολύ ωρα περνούσε προσευχόμενος, πρώτος παρουσιαζόταν στον Εσπερινό και τελευταίος αποχωρούσε από την βραδυνή προσευχή.
Στο κονάκι του Μοναστηριού Gracanica ειχε το δωματιό του, οπου διάβαζε, εγραφε και κοιμόταν. Στο δωμάτιο του Πατριάρχη, όπως σήμερα το αποκαλούν οι μοναχές, υπάρχει μόνο ένα παμπάλαιο κρεβάτι, μικρό τραπέζι με καρέκλες, τόσα χρόνια τίποτε δεν αλλαξε.
Δεν επέτρεπε καμία αλλαγή. Σε μας στην Gracanica κοιμόταν σ’ αυτό το κρεβάτι, αλλά στην Πρίζρεν στο πάτωμα, σε μια ψάθα.Ειχε ιδιαίτερη σχέση με το ψωμί. Μας κατσάδειαζε όταν εβλεπε τα περισσεύματα του αρτου μετά το γεύμα να τα δίνουμε στα ζώα. Μας ελεγε: «Δεν γνωρίζετε εσείς παιδιά μου, τι σημαίνει πείνα και πόσα παιδιά πεθαίνουν μόνο γιατί πεινάνε, και εμείς με ψωμί ταίζουμε τα ζώα». Ηταν μεγάλος ασκητής- λέει η αδελφή Θεοδώρα.
Σύμφωνα πάντα με την Θεοδώρα, από την Πρίζρεν μέχρι την Gracanica πάντα ταξίδευε με το λεοφωρείο, όπως ολος ο κόσμος. Πολλές φορές από την Gracanica μέχρι την Πρίστινα πήγαινε με τα πόδια.
Θυμάμαι, μια φορά του είπα: «Σεβασμιώτατε, είναι ντροπή να πηγαίνετε με τα ποδια μέχρι την Πρίστινα», και αυτός μου ανταπάντησε: «Σώπα» Θεοδώρα, για ποια ντροπή μιλάς όταν Κύριος ο Θεός μου εδωσε τα πόδια με αυτά να περπατάω». Ηταν ενας ζωντανός αγιος που περπατάει, γραψτο αυτό και να με θυμάσαι…..

Η αισιόδοξη προοπτική


Στο επικεντρο του πολυήμερου εορτασμού του κύκλου του Δωδεκαημέρου, βρίσκεται η διπλή εορτή Χριστούγεννα-Φώτα, η για να χρησιμοποιήσουμε ένα παλαιό ορο που συμπεριλαμβάνει και τα δυο γεγονότα: «Τα επιφάνεια». Πρόκειται για ένα παλαιό ορο που σήμαινε την φανέρωση μιας επίγειας θεότητας. Ηταν μια γιορτή, ένα χαρμόσυνο γεγονός.
Στη θέση αυτών των ψευδών επιφανειών η Εκκλησία μας από πολύ νωρίς τοποθέτησε την επιφάνεια του μόνου αληθινού Θεού, μέσα από την ενανθρώπιση του Σωτήρος Χριστού.
Γρήγορα όμως και συγκεκριμένα τον 4ο αιώνα «τα επιφάνεια χωρίστηκαν σε Χριστούγεννα και Φώτα, στον εορτασμό της γέννησης και της Βάπτισης του Χριστού.Παρά τον διαχωρισμό όμως αυτόν, ο πρωταρχικός χαρακτήρας της εορτής παρέμεινε ο ιδιος: Η διακήρυξη της επιφάνειας του Θεού στο πρόσωπο του Χριστού. Αλλά και όταν αργότερα επικράτησε το πολιτικό ημερολόγιο πάλι οι δυο εορτές μας υπενθυμίζουν την κάθοδο και την αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο: Ανοίγει το ετος με τα Φώτα και κλείνει με τα Χριστούγεννα.
Η Εκκλησία μας δηλαδή μας υπενθυμίζει διαρκώς, ότι ο Θεός φανερώνεται από αγάπη ανάμεσα μας για να μας αποκαλύψει την αλήθεια και να μας σώσει. Και αυτή η φανέρωση του Θεού μας οδηγεί στην αληθινή γνώση και του Θεού και του κόσμου και του ανθρώπου.
Στη συνέχεια μπορούμε εν συντομία να δούμε πως η αποκάλυψη-φανέρωση του Θεού μας οδηγεί στην αληθινή γνώση του ανθρώπου, στην αληθινή ανθρωπογνωσία.
Με την κάθοδο του Θεανθρώπου Χριστού μας απεκαλύφθη ο αληθινός Θεός και ο αληθινός ανθρωπος. Μας φανερώθηκε η αληθινή φύση του ανθρώπου:
-Γιατί υπάρχει
-Ποια η σχέση του με τον κόσμο
Αυτή η νέα ανθρωπογνωσία δηλαδή βασίζεται στην ανθρώπινη φύση του Χριστού. Ο Χριστός προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση και την ανακαινίζει. Δηλαδή στον Χριστό γνωρίζουμε τον αληθινό ανθρωπο, γιατί ο Χριστός μας τον φανέρωσε ετσι όπως είναι στις σχέσεις του με το Θεό, τον κόσμο και τον συνάνθρωπο.
Με αλλα λόγια γνωρίζουμε ποιοι είμαστε γιατί γνωρίζουμε ποιος είναι ο Χριστός, ο αληθινός ανθρωπος και ο αληθινός Θεός.
Ο χριστός δεν μας πηγαίνει πίσω στην προπτωτική κατάσταση του Αδάμ, αλλά πολύ μακρύτερα: Σ’ εκείνο που επρεπε να φθάσει ο Αδάμ και δεν μπόρεσε, στην θέωση. Και το μεγάλο ερώτημα που τίθεται είναι: Μήπως αυτή η θέωση είναι επικίνδυνη για τον ανθρωπο; Μήπως ετσι εχουμε χάσιμο του ανθρώπου;
Στην ιστορία του ανθρώπου πολλοί είναι εκείνοι που εθεσαν το Θεό σαν το μέτρο του ανθρώπου. Οτι δηλαδή ο ανθρωπος πρέπει να δοθεί στο Θεό, να θυσιασθεί χάριν του Θεού.
Αν όμως ο Θεός είναι το μέτρο μας, τότε σύμφωνα με τις σύγχρονες παραθρησκείες ο ανθρωπος θα πρέπει να απορροφηθεί από το Θεό, να αφομοιωθεί στο Θεό, να ταυτιστεί με το θεό για να γίνει δήθεν ευτυχής.
Μήπως όμως ετσι χάνεται, εξαφανίζεται ο ανθρωπος;
Οι Πατέρες λένε πω ναι, ετσι εχουμε χάσιμο του ανθρώπινου προσώπου και εξαφάνιση του ανθρώπου.
Γι’ αυτό και τονίζουν τόσο πολύ την επιφάνεια του Θεού, την αποκάλυψη και φανέρωση του Θεού στον κόσμο μέσα από την ενανθρώπιση του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Υιού και Λόγου του Θεού, του Σωτήρος Ιησού Χριστού. Γιατί η επιφάνεια του Θεού θέτει στο κέντρο ένα άλλο μέγεθος, τον Θεάνθρωπο, τον τέλειο Θεό και τον τέλειο ανθρωπο, τον Σαρκωθέντα Υιό του Θεού Πατρός. Μέτρο του ανθρώπου πλέον είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός, τέλειος Θεός και τέλειος ανθρωπος, ολόκληρος Θεός και ολόκληρος ανθρωπος. Ο Θεάνθρωπος Χριστός, αυτό το νέο μέγεθος είναι το κλειδί για να φθάσουμε στο Θεό χωρίς να χαθούμε και να πραγματοποιηθεί ο ανθρωπος χωρίς να καταργηθεί ο Θεός(Αθανάσιος Γιέβτιτς).
Ο Θεάνθρωπος Χριστός σώζει θα λέγαμε και το Θεό και τον ανθρωπο, από οποιοδήποτε χάσιμο.
Ο Θεός κατεβαίνει μέχρι τον ανθρωπο, για να μπορέσει ο ανθρωπος να ανεβεί μέχρι το Θεό και να μη χαθεί. Ο Θεός ενανθρωπίζεται για να θεωθεί ο ανθρωπος.
Το μυστήριο του Θεανθρώπου δεν είναι απλώς ένα δόγμα της πίστης μας, αλλά ο τρόπος του Θεού να δώσει τον εαυτό του στον ανθρωπο και να δεχθεί τον ανθρωπο στον εαυτό του χωρίς να κινδυνεύει(να χαθεί η να καταργηθεί η να μειωθεί) κανείς εκ των δυο.
Αυτή είναι η νέα ανθρωπογνωσία που κομίζει η Εκκλησία μας και νοηματοδοτεί τη ζωή μας.
Ειναι ελπιδοφόρα, είναι η αισιόδοξη προοπτική για ένα νέο κόσμο, για μια νέα σχέση με το Θεό, για μια νέα αγαπητική σχέση με τους συνανθρώπους μας.

Αρτέμιος Ραντοσάβλιεβιτς: Οχι στο σχίσμα-Χρησιμοποιούν το ονομα μου


Στην πρώτη δήλωση του που εκανε μετα την απομάκρυνση του από την θέση του ο Μητροπολίτης Ρασκοπριζρένης Αρτέμιος εκανε εκκληση για ειρήνη, ενότητα και σεβασμό στις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας:
«….Ειμαι ετοιμος να αποδεχθώ τις αποφάσεις της Συνόδου, όπως και τις αποδέχθηκα παρ’ ότι δεν συμφωνώ με αυτές και δεν οφείλω πάντα να συμφωνώ, αλλά τις αποδέχομαι.
Το σημαντικώτερο είναι να διαφυλάξουμε την ενότητα της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αυτό είπα και στην Σύνοδο, ότι δηλαδή ποτέ δεν μπορώ να αποδεχθώ μα ουτε και κανείς μπορεί να με εξαναγκάσει να σχίσω τον χιτώνα της Αγιοσαββικής Εκκλησίας, να δημιουργήσω σχίσμα.

Θεωρώ ότι αυτό το μήνυμα θα πρέπει να γίνει οδοδείκτης σε ολους εκείνους οι οποίοι χρησιμοποιούν το ονομα μου και την θέση μου και δημιουργούν την εντύπωση ότι
ο Δεσπότης ο Αρτέμιος με μερικούς οπαδούς του δημιουργεί σχίσμα στην Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία.

Αυτό δεν είναι αλήθεια και ουδέποτε θα εδινα την συγκατάθεση μου για κάτι τέτοιο, ουτε και θα δώσω.

Επομένως εάν εγω κάνω υπακοή στην Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία τότε και ολοι εκείνοι οι οποίοι με σέβονται και με αγαπούν, και γνωρίζω ότι δεν είναι λίγοι, και αυτοί πρέπει να συμμορφωθούν και ετσι να δείξουν την αλληλεγγύη και την αγάπη τους εναντι ημών και πρωτίστως εναντι της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Νομίζω ότι το πρόβλημα αυτό θα λυθεί δια της νομίμου οδού στην Σύνοδο της Ιεραρχίας.

Μέχρι τότε ηρεμα , χωρίς φασαρίες, ας διερευνηθούν τα πράγματα, τα οργανα του κράτους ας εξετάσουν όλα τα στοιχεία, και τότε η Σύνοδος βάσει των στοιχείων της και των Ιερών Κανόνων και του Καταστατικού Χάρτη της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας θα αποφασίσει και θα δώσει την καταλληλότερη λύση» δήλωσε ο Επίσκοπος Αρτέμιος στο Ραδιο Κ και Μ.

Κριτήριο της ασκησης η αγάπη



Η Δ΄ Κυριακή των νηστειών είναι αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη(528-603μ.χ.) που αποκαλείται και ο της Κλίμακος για ένα πολύ πνευματικό βιβλίο που εγραψε και ονομάζεται «Κλίμαξ», δηλαδή σκάλα, επειδή οδηγεί από τα χαμηλά στα υψηλά, από τα πρώτα στάδια της πνευματικής ζωής στα υψηλότερα και τελειότερα.



Λόγω δε της μεγάλης του αξίας και επειδή το βιβλίο αυτό αναφέρεται κυρίως προς τους μοναχούς, διαβάζεται συνήθως από την αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής στα περισσότερα Ορθόδοξα Μοναστήρια.
Αποτελείται από 30 λόγους που ο καθένας τους περιγράφει μια αρετή. Αρχίζοντας οι αρετές από τις πιο πρακτικές και προχωρώντας στις πιο θεωρητικές, ανεβάζουν τον άνθρωπο, σκαλοπάτι-σκαλοπάτι σε ουράνιο ύψος. Στην κορυφή των αρετών, ο Άγ. Ιωάννης τοποθέτησε την «Αγάπη», ως την υψηλοτέρα των αρετών και αυτή που κάνει τον άνθρωπο κατ’ εξοχήν «όμοιο»με το Θεό.
Η αγάπη δηλαδή τελικά, οδηγεί τον ανθρωπο στο «καθ’ ομοίωσιν», στον προορισμό του, στη σωτηρία του. Αυτή είναι το κριτήριο της πνευματικής ζωής, της προσπάθειας την οποία καταβάλλουμε για να συναντήσουμε τον Αναστημένο Χριστό. Η αγάπη είναι το κριτήριο της ορθόδοξης ασκησης.
Η ορθόδοξη ασκηση με αλλα λόγια δεν είναι ατομικό γεγονός, αλλά εκκλησιαστικό γεγονός.
Πολλοί αδελφοί μας κάνουν ασκηση για αυτοπειθαρχία, για να νικήσουν τις ορμές τους, για να επιβληθούν στον εαυτό τους, για να αποκτήσουν δύναμη. Θέλουν κι αυτοί να γίνουν δυνατοί, να αποκτήσουν κάποια χαρίσματα των αγίων. Κίνητρο τους είναι ο εαυτός τους, η ατομικότητα τους και όχι το Πρόσωπο του θεού και τα πρόσωπα των αδελφών. Ακριβώς το αντίθετο από αυτό που επαγγέλεται ο εκκλησιαστικός τρόπος ζωής, η ορθόδοξη ασκηση.
Η ορθόδοξη ασκηση, ακριβώς, θέλει να βγάλει τον ανθρωπο από την ατομικότητα, από την απομόνωση, από το κλείσιμο στον εαυτό του και να τον επαναφέρει στη σχέση, στη φύση του που είναι εκκλησιαστική, να τον κάνει μέλος της Εκκλησίας. Η ορθόδοξη ασκηση θέλει να βοηθήσει τον ανθρωπο να συναντήσει το Πρόσωπο του Θεού και τα πρόσωπα των αδελφών του.
Γι’ αυτό το σκοπό και μόνο χρειάζεται η ασκηση.
Ο ανθρωπος δημιουργήθηκε υγιής από το Θεό για να εχει και να διατηρεί μια σχέση, σχέση με το Θεό, σχέση με τους αλλους ανθρώπους και σχέση με ολόκληρη την κτίση. Αυτό το ειχαν επιτύχει οι πρωτόπλαστοι γιατί ειχαν την ζωοποιό σχέση με το Θεό, ειχαν τη Χάρη του Θεού. Μετά την πτώση, όμως ο ανθρωπος αρρώστησε, εχασε τον προσανατολισμό του προς το Θεό, απώλεσε τη Θ. Χάρη με αποτέλεσμα να διαταραχθούν ολες οι σχέσεις του με το Θεό, τους ανθρώπους, την κτίση και τον ιδιο τον εαυτό του.
Επομένως η θεραπεία, όπως την βλέπει η Ορθόδοξη Παράδοση, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αποκατάσταση των σχέσεων αυτών και η επαναφορά της ανθρώπινης υπαρξης στην προηγούμενη δόξα της.
Ο ανθρωπος την θεραπεία του, την πληρότητα του, την υγεία του μπορεί να την βρεί μόνο μέσα στον χώρο της εκκλησιαστικής κοινότητος, όπως εκφράζεται κυρίως στην Θ.Ευχαριστία, στον χώρο της φιλαδελφείας, στην οικογένεια=Εκκλησία οπου υπάρχει αληθινή θεραπεία μέσα από τις αγαπητικές σχέσεις που αναπτύσσονται.
Γι΄αυτό το σκοπό και μόνο χρειάζεται η ασκηση: Για να ανήκω στο Σώμα του Χριστού, που κοινωνούν τα πρόσωπα των αδελφών μεταξύ τους. Επειδή δεν μπορώ να ενωθώ με τους αδελφούς μου, επειδη είναι κάτι δύσκολο, γιατί εχω τον εγωισμό μου, θέλω την καλοπέραση μου, θέλω πάντα να βάζω τον εαυτό μου πάνω απ’ όλα, γι’ αυτό ασκούμαι.
Η ασκηση είναι το μέσον για να συναντήσω τον αδελφό μου. Δεν κάνω ασκηση ερήμην του Θεού και του αδελφού μου για να καταφέρω κάτι δικό μου.


Ας δούμε μερικά παραδείγματα από την καθημερινή μας ζωή:
Νηστεύουμε σκληρά, δεν τρώμε το λάδι πολλές φορές,
- αλλά δεν καταλαβαίνουμε τον σύντροφό μας, ζούμε στον κόσμο μας, δεν του δείχνουμε αγάπη και ενδιαφέρον, τον εχουμε στο περιθώριο
- δεν καταλαβαίνουμε τα παιδιά μας, δεν ακούμε τι μας λένε, δεν μπαίνουμε στη θέση τους, δεν σεβόμαστε το πρόσωπο τους, φερόμαστε αψυχολόγητα. Και κατά τα αλλα θεωρούμε ότι είμαστε εντάξει απέναντι στο Θεό, γιατί κάνουμε ασκηση, κάνουμε νηστεία.
Ομως το κριτήριο της ασκησης είναι η αγάπη. Ασκούμαστε για να αγαπήσουμε, για να μπούμε πιο πολύ μέσα στην Εκκλησία.
Ξέρετε είναι σχετικά εύκολο να ασκείσαι σωματικά, π.χ. να νηστεύεις, αλλά είναι πιο δύσκολο να κάνεις ασκηση στον εγωισμό σου, για να αγαπήσεις τον συνάνθρωπό σου.
Ολες οι ασκήσεις είναι πιο εύκολες από την αγάπη. Γιατί η αγάπη είναι η κατ’ εξοχήν ασκηση.
Στις άλλες ασκήσεις είναι μικρό το κόστος, το φαγητό, τα χρήματα, ο υπνος κ.λ.π. Στην αγάπη είναι μεγάλο το κόστος: Πρέπει να κάνεις την αποκεντρωση, να βγάλεις τον εαυτό σου από το κέντρο της καρδιάς σου, για να χωρέσει ο άλλος, ο συνάνθρωπος. Αυτή είναι η ασκηση, η αγάπη. Όλα τα αλλα μας βοηθούν στην αγάπη.
Υπακούω στην Εκκλησία και νηστεύω, σημαίνει μαθαίνω να αγαπάω περισσότερο. Γι’ αυτό και οι Πατέρες μας λένε ότι αυτά που εξοικονομούμε από τη νηστεία, θα πρέπει να πηγαίνουν στους φτωχούς, όχι στη τράπεζα.
Νηστεύω, κάνω ασκηση δηλαδή, για να ενωθώ με τους αδελφούς μου περισσότερο.
Με αυτές τις σκέψεις αγαπητοί μου θέλησα να σας πω ότι είναι ανάγκη τώρα που είναι Σαρακοστή, να μελετήσουμε και να προσευχηθούμε πολύ, ώστε να αποφύγουμε τις παρανοήσεις και η ασκηση μας να είναι ορθόδοξη, απαλλαγμένη από ξένα στοιχεία, από ιδιωτικές θεολογίες, από την αγνοια.

Διαφορετικά η ασκηση μας θα ειναι κουραστική, σκληρή, πικρή, αναποτελεσματική, αντιεκκλησιαστική, χωρίς χαρά, χωρίς ταπείνωση, χωρίς εμπνευση, χωρίς ελπίδα, χωρίς αγάπη,.
Όμως δεν είναι αυτό η Εκκλησία μας, δεν είναι αυτό η πίστη μας, δεν είναι αυτό, η παράδοση μας, δεν είναι αυτό οι Πατέρες μας, δεν είναι αυτό η ορθοδοξία μας.
Αντίθετα οι Αγιοι μας, οσο πιο σκληρή ασκηση εκαναν, τόσο πιο πολύ αγάπη εδειχναν, τόσο πιο πολύ επιεικείς ησαν, τόσο πιο πολύ χαρά ειχαν,γιατί ειχαν συλλάβει το νόημά της :
Ότι είναι μια εξάσκηση, προπόνηση, για να συναντήσει κάποιος τον αδελφό του, τον συνάνθρωπό του.
Σας ευχομαι καλή επιτυχία στην ασκηση σας, στην πορεία δηλαδή για την συνάντηση σας με τον Αναστημένο Χριστό.

Ιθαγένεια καί Παράδοση Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


Τό θέμα τής χορήγησης ελληνικής ιθαγένειας σέ μετανάστες δημιουργεί πολλές συζητήσεις μεταξύ Κληρικών καί λαϊκών καί διατυπώνονται διάφορες απόψεις, οι οποίες, τίς περισσότερες φορές, είναι αποσπασματικές, συνθηματολογικές καί γι’ αυτό προβληματικές. Μέ όσα θά καταγράψω στήν συνέχεια θά εντοπίσω μιά πλευρά τού θέματος, πού είναι όμως γενική, παρά τό ευσύνοπτο, καί όχι αποσπασματική.
Η ιθαγένεια ως λέξη συνδέεται μέ τήν νομική επιστήμη καί δηλώνει τόν «νομικό δεσμό πού συνδέει ένα πρόσωπο μέ ορισμένο κράτος καί τό καθιστά πολίτη τού κράτους», καί νομικά είναι συνώνυμη μέ τήν υπηκοότητα.
Είναι αυτονόητο ότι η ιθαγένεια αποτελεί τήν βάση ενότητος ενός Κράτους, καί δημιουργεί υποχρεώσεις καί δικαιώματα, σύμφωνα μέ τίς συνταγματικές επιταγές τού Κράτους. Αυτό σημαίνει ότι η Πολιτεία, κατόπιν εμπεριστατωμένης έρευνας καί μελέτης, χορηγεί σέ κάποιον μετανάστη τήν ιθαγένεια, ή αίρει τήν ιθαγένεια κάποιου άλλου γιά διαφόρους λόγους πού προβλέπονται από τήν νομοθεσία. Έτσι, υπάρχει η κτήση, η διατήρηση καί η αποβολή τής ελληνικής ιθαγένειας. Οπότε, είναι οι ιθαγενείς καί οι ανιθαγενείς.
Όταν μελετήση κανείς τόν τρόπο μέ τόν οποίον συνδέονται οι άνθρωποι μεταξύ τους, μπορεί νά εντοπίση τρείς πραγματικότητες, πού προσδιορίζονται μέ ανάλογες λέξεις-κλειδιά, ήτοι τό αίμα, τήν παιδεία καί τό πνεύμα.
Τό αίμα είναι η βάση συνδέσεων τών οικογενειών καί γενικότερα τών ιδιαιτέρων λαών. Πρόκειται γιά τήν συγγένεια τού αίματος, πού συνδέει στενά τίς οικογένειες καί τίς φυλές. Στούς δεσμούς αίματος μπορούμε νά εντοπίσουμε τά προβλήματα πού δημιουργεί ο ρατσισμός.
Πράγματι, ο ρατσισμός-εθνοφυλετισμός διακηρύσσει τήν βιολογική ενότητα, αλλά καί τήν βιολογική ανισότητα τών ανθρώπων καί συγχρόνως κάνει λόγο γιά ανώτερες καί κατώτερες φυλές καί μέ αυτόν τόν τρόπο δικαιολογούνται φυλετικές διαφορές, καταπιέσεις καί δουλείες, εθνικές, κοινωνικές καί φυλετικές.
Η παιδεία εξετάζει τήν ενότητα τής κοινωνίας μέσα από άλλη ευρύτερη βάση, αφού τήν προσδιορίζει μέ τήν γλώσσα καί τίς ιδιαίτερες αρχές πού καθορίζει ο πολιτισμός πού επικρατεί σέ έναν χώρο. Στό σημείο αυτό δίνεται μεγάλη σημασία καί προτεραιότητα στά ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία ενός τόπου.
Πολιτισμός είναι όλος ο τρόπος ζωής, η κληρονομιά καί οι σχέσεις μιάς ομάδας ανθρώπων πρός τό περιβάλλον, τίς αξίες τής ζωής, τόν Θεό καί τόν άνθρωπο. Εάν τό αίμα προσδιορίζει τόν βιολογικό οργανισμό τού ανθρώπου, πράγμα πού παρατηρείται καί στά άλογα ζώα, ο πολιτισμός είναι εκείνος πού χαρακτηρίζει κυρίως τόν άνθρωπο καί προσδιορίζει τήν ποιότητα τής ζωής του. Είναι η «συλλογική μνήμη τών ομάδων» πού μετάφερεται από γενιά σέ γενια καί ενώνει τίς ιδιαίτερες πολιτισμικές ομάδες τών ανθρώπων.
Τό πνεύμα είναι μιά τρίτη ενότητα πού συγκροτεί ευρύτερες ομάδες ανθρώπων, ανεξάρτητα από τό αίμα καί τήν παιδεία. Μέ τήν λέξη πνεύμα δέν εννοώ μόνον τίς ανώτερες πνευματικές καί καλλιτεχνικές αξίες, αλλά κυρίως τήν θρησκεία καί στήν προκειμένη περίπτωση τήν διδασκαλία καί τίς επιταγές τής Εκκλησίας. Πρόκειται γιά τό εκκλησιαστικό πνεύμα, γιά τόν εκκλησιαστικό τρόπο ζωής πού διακρίνεται γιά τήν διδασκαλία καί τό ιδιαίτερο βίωμα, πού ονομάζεται εκκλησιαστικό πολίτευμα.
Επομένως, οι τρείς αυτές λέξεις, ήτοι αίμα, παιδεία, πνεύμα, συνιστούν τρείς επάλληλους καί ομόκεντρους κύκλους, από τούς οποίους τό αίμα, δηλαδή η βιολογική συγκρότηση, είναι ο στενός καί εσωτερικός κύκλος, πού συνδέεται μέ τόν ρατσισμό η παιδεία είναι ο αμέσως ευρύτερος κύκλος, πού χαρακτηρίζεται κυρίως από τόν πολιτισμό καί τό πνεύμα, πού είναι ο ευρύτατος καί εξωτερικός κύκλος, βλέπει τά πράγματα μέ άλλη οπτική γωνία. Ο άνθρωπος όσο ωριμάζει πολιτισμικά καί πνευματικά τόσο καί εξέρχεται από τό αίμα, προχωρεί στήν παιδεία-πολιτισμό καί ανέρχεται στό πνεύμα, πού συνιστά τήν μεγαλύτερη καί πληρέστερη ελευθερία.

Από τήν φύση της η ενότητα πού στηρίζεται μόνο στό αίμα, παραβλέποντας καί τά άλλα δύο στοιχεία, προωθεί τήν θεωρία τής ανώτερης φυλής καί αυτό συνδέεται μέ επιθετικότητες, όπως τό είδαμε τόν 20ο αιώνα μέ τόν ναζισμό. Η παιδεία βελτιώνει κάπως τά πράγματα, αλλά είναι δυνατόν καί αυτή νά λειτουργήση επιθετικά, όταν προσδένεται στό άρμα τού εθνοφυλετισμού- ρατσισμού, δηλαδή τής νοοτροπίας τού αίματος, οπότε δημιουργούνται οι συγκρούσεις μεταξύ πολιτισμών. Τό πνεύμα, όπως εκφράζεται από τήν Ορθόδοξη Εκκλησία, υπέρκειται τού αίματος καί τής ιδιαίτερης πολιτισμικής έκφρασης, γιατί αναφέρεται περισσότερο στήν οικουμενικότητα.
Ειδικά η Ορθόδοξη Εκκλησία, χωρίς νά καταργή τίς ιδιαίτερες Πατρίδες, κινείται πάνω καί πέρα από αυτές, γιατί προσδιορίζεται από τήν «μέλλουσαν» καί όχι τήν «μένουσαν πόλιν» (Εβρ. ιγ', 14). Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος τού αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου, ότι όλος ο παρών βίος είναι «αποδημία» καί ότι ο άνθρωπος δέν είναι απλώς «πολίτης», αλλά «οδίτης» Γι’ αυτό συνιστά: «Μή είπης έχω τήνδε τήν πόλιν, καί έχω τήνδε. Ουκ έχει ουδείς πόλιν. Η πόλις άνω εστί. τά παρόντα οδός εστιν».
Πάντως, η ιστορία τού γένους μας έχει αποδείξει ότι ο ελληνισμός, ως τρόπος σκέψεως καί ζωής, υπήρξε οικουμενικός, καί η Ορθόδοξη Εκκλησία ζή καί εργάζεται «εις πάντα τά έθνη» (Ματθ. κη', 19), προσλαμβάνει καί τά πολιτισμικά καί φυλετικά στοιχεία άλλων λαών καί τά νοηματοδοτεί, όπως έδειξαν οι ιεραποστολικές προσπάθειες στά Βαλκάνια καί τήν Ρωσία.
Οι ρατσιστές βλέπουν τήν ταυτότητά τους στό αίμα καί σέ μιά πλευρά τού πολιτισμού (τήν γλώσσα), αλλά όσοι διακατέχονται από τό ορθόδοξο πνεύμα, καί εμπνέονται από τόν ελληνισμό, πού καί τά δυό κυριαρχούνται από τήν υγιή οικουμενικότητα, εξέρχονται από τήν στενότητα τών βιολογικών δεσμών, χωρίς νά τούς καταργούν καί εισέρχονται μέσα στήν όλη οικογένεια τού Αδάμ.
Η πολιτιστική μας παράδοση διδάσκει ότι αυτή προσλαμβάνει άλλες παραδόσεις καί τίς νοηματοδοτεί, δέν φοβάται τίποτε, αλλά αντέχει στόν χρόνο καί τίς πολιτισμικές επιθέσεις. Τό ίδιο καί η εκκλησιαστική παράδοση διδάσκει ότι είναι πολύ δυνατή καί «όλο τό φύραμα ζημοί». Όταν διακατεχόμαστε από φοβίες καί αισθανόμαστε τόν άλλο ως απειλή τής ύπαρξής μας, φανερώνουμε υπαρξιακή ανασφάλεια.
(Δημοσιεύθηκε στήν Εφημερίδα «Τό Βήμα» τής Κυριακής, 28-2-2010)

Η καταδίκη μετατρέπεται σε συγγνώμη, σε ζωή... Του π.Αλεξάνδρου Σμέμαν




"......Ποια στάση θα κρατούσαμε άραγε αν ζούσαμε στα Ιεροσόλυμα την εποχή του Πιλάτου; Αυτή είναι μια ερώτηση που απευθύνεται στον καθένα μας μέσα από τις λέξεις των ύμνων της Μεγάλης Παρασκευής.


Τούτη η ημέρα είναι πραγματικά η «ημέρα του κόσμου τούτου», κρίνεται ο κόσμος μας, αληθινά και όχι συμβολικά, και καταδικάζεται. Είναι μια πραγματική και όχι τελετουργικά καταδίκη της ζωής μας... Είναι η αποκάλυψη της αληθινής φύσης «του κόσμου τούτου» που προτίμησε τότε, αλλά και τώρα συνεχίζει να προτιμάει, το σκοτάδι αντί το φως, το κακό αντί το καλό, το θάνατο αντί τη ζωή. Έχοντας καταδικάσει τον Χριστό σε θάνατο ο «κόσμος τούτος» καταδίκασε ταυτόχρονα και τον εαυτό του σε θάνατο. Στο μέτρο που και μεις αποδεχόμαστε το πνεύμα του «κόσμου τούτου», την αμαρτία του, την προδοσία του κατά του Θεού, είμαστε και μεις επίσης καταδικασμένοι. Αυτό είναι το πρώτο και φοβερά ρεαλιστικό νόημα της Μεγάλης Παρασκευής: μια καταδίκη σε θάνατο...
Αλλά αυτή η ημέρα, οπότε φανερώθηκε και θριάμβευσε το Κακό, είναι επίσης και ημέρα Λύτρωσης.
Ο Θάνατος του Χριστού αποκαλύπτεται σωτήριος για μάς, γίνεται πηγή λύτρωσης. Και είναι αυτός ο Θάνατος σωτήριος γιατί είναι η πλήρης, η τέλεια και η υπέρτατη Θυσία. Ο Ιησούς Χριστός προσφέρει το Θάνατό Του στον πατέρα Του, τον προσφέρει επίσης και σε μάς. Στον πατέρα Του γιατί, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να «πατήσει» (να καταστρέψει) το θάνατο, να σώσει τους ανθρώπους από το θάνατο. Αυτό είναι και το θέλημα του πατέρα: οι άνθρωποι να σωθούν από το θάνατο δια του θανάτου. Σε μάς προσφέρει ο Χριστός το Θάνατό Του γιατί στην πραγματικότητα ο Χριστός πεθαίνει αντί για μας. Ο θάνατος είναι ο φυσικός καρπός της αμαρτίας, είναι η τιμωρία σαν φυσική συνέπεια της αποστασίας. Ο άνθρωπος διάλεξε να αποξενωθεί από τον Θεό, αλλά μη έχοντας ζωή αφ’ εαυτού του, πεθαίνει. Στον Χριστό δεν υπάρχει αμαρτία, επομένως δεν υπάρχει θάνατος. Δέχεται όμως να πεθάνει για μάς, μόνο και μόνο γιατί μάς αγαπάει. Προσλαμβάνει και μοιράζεται μαζί μας την ανθρώπινη φύση μέχρι τέλους. Παίρνει επάνω Του την τιμωρία (θάνατος) που η ανθρώπινη φύση έχει να πληρώσει, γιατί ο Χριστός προσλαμβάνει ολόκληρη τη φύση μας μαζί με το φορτίο του ανθρώπινου ξεπεσμού. Πεθαίνει ο Χριστός γιατί έχει ουσιαστικά ταυτίσει τον Εαυτό Του με μάς, έχει κυριολεκτικά επωμιστεί την τραγωδία της ανθρώπινης ζωής. Ο Θάνατος Του, λοιπόν, είναι η μεγαλειώδης αποκάλυψη της φιλανθρωπίας και της αγάπης Του. Και επειδή ο Θάνατός Του είναι αγάπη, ευσπλαχνία, φιλανθρωπία, αλλάζει αυτόματα η φύση του θανάτου. Από τιμωρία γίνεται πράξη που αντανακλά αγάπη και συγχώρεση, δηλαδή ο θάνατος γίνεται το τέλος της αποξένωσης από τον Θεό και της μοναξιάς. Η καταδίκη μετατρέπεται σε συγγνώμη, σε ζωή.......................................
Από την άλλη μεριά βλέπουμε, στους ύμνους της Μεγάλης Παρασκευής, τη θυσία της αγάπης που προετοιμάζει την τελική νίκη, να είναι επίσης παρούσα εντελώς από την αρχή. Το πρώτο από τα δώδεκα Ευαγγέλια του Όρθου (Ιω. 13, 31 -18, 1) αρχίζει με τη γεμάτη ιεροπρέπεια αναγγελία του Χριστού: «Νυν εδοξάσθη ο Υιός του ανθρώπου, και ο Θεός εδοξάσθη εν αυτώ». Στο παρακάτω στιχηρό –ένα από τα τελευταία του Εσπερινού της ημέρας- διαφαίνεται καθαρά η ανατολή του φωτός, ζωντανεύει η ελπίδα και η βεβαιότητα ότι «με το θάνατο θα νικηθεί ο θάνατος...».

«Ότε εν τω τάφω τω κενώ,
υπέρ του παντός κατετεθής,
ο Λυτρωτής του παντός,
Άδης ο παγγέλαστος, ιδών σε έπτηξεν
οι μοχλοί συνετρίβησαν,
εθλάσθησαν πύλαι,
μνήματα ανοίχθησαν, νεκροί ανίσταντο.
Τότε ο Αδάμ ευχαρίστως, χαίρων ανεβόα σοι
Δόξα τη συγκαταβάσει σου Φιλάνθρωπε.»

Όταν στο τέλος του Εσπερινού μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου και αφού γίνει η αποκαθήλωση, βάζουμε στο κέντρο του ναού τον Επιτάφιο με την εικόνα του Κυρίου στον τάφο, όταν πια η μεγάλη αυτή ημέρα βρίσκεται στο τέλος, ξέρουμε ότι και μεις βρισκόμαστε στο τέλος της μακράς ιστορίας της σωτηρίας και της λύτρωσης. Η Έβδομη Ημέρα, «Ημέρα της αναπαύσεως», το ευλογημένο Σάββατο έρχεται. Μαζί του έρχεται η αποκάλυψη του Ζωηφόρου Τάφου...

Από το Βιβλίο
«Μικρό Οδοιπορικό της Μεγάλης Εβδομάδος»
Αλέξανδρος Σμέμαν
Εκδ. Ακρίτας

Νεο βιβλίο του π.Ιουστίνου Πόποβιτς: «Σημειώσεις περι του οικουμενισμού»



Ένα νέο βιβλίο στα Σερβικά του π.Ιουστίνου Πόποβιτς κυκλοφόρησε με τίτλο: «Σημειώσεις περι του οικουμενισμού». Αποτελείται από 35 σελίδες με 12 φωτογραφίες των χειρογράφων του Γέροντος Ιουστίνου και ειναι ένα σημαντικό συμπλήρωμα του βιβλίου : «Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός». Συντάκτης του νέου βιβλίου ειναι ο Επίσκοπος Αθανάσιος Γιέβτιτς και εκδότης η Ιερά Μονή Tvrdos.
Ευκολα διαπιστώνει κανείς στο βιβλίο ότι ο π.Ιουστίνος ασκώντας κριτική στον δυτικό παπικο-προτεσταντικό οικουμενισμό, δεν απορρίπτει την ιδια την εννοια και την εκφραση οικουμενισμός, αλλά την «ορθοδοξοποιεί», «εκκλησιαστικοποιεί», «χριστοποιεί», «θεανθρωποποιεί», και αντι του ψεύτικου και γυμνού ουμανιστικού οικουμενισμού, τονίζει τον ορθόδοξο, ευαγγελικό θεανθρώπινο οικουμενισμό, που ευρίσκεται στον Χριστό εν τη Εκκλησία, στην Ενότητα και Καθολικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στο κέντρο πάντων και παντός.
Όπως στη κριτική του εναντίον του ουμανισμού τονίζει τον ορθόδοξο θεοανθρωπισμό, οπου ο ανθρωπος βιώνεται ως αληθινό θεοειδές ον, πλήρως σεσσωσμένο εν τω θεανθρώπω Χριστώ, ετσι και στην περίπτωση αυτή της κριτικής του δυτικού οικουμενισμού, τονίζει ο π.Ιουστίνος τον αληθινό Ορθόδοξο Οικουμενισμό.
Ακολουθεί δηλαδή ο Γέροντας, τους Αγίους Πατέρες της καθ’ ημας Ανατολής, οι οποίοι μεταμόρφωναν και εξεχριστιάνιζαν πολυάριθμες εκφράσεις της Ελληνικής Φιλοσοφίας, δίνοντας τους νέο περιεχόμενο, σωτηριολογικό.

Ακραιφνώς Ορθόδοξοι-Πιστά τέκνα του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς


Στην διένεξη που ευρίσκεται σε εξέλιξη αυτή τη στιγμή μέσα στους κόλπους της Σερβικής Εκκλησίας, παρακολουθούμε τους υπερασπιστές του Σεβασμιωτάτου κ.Αρτεμίου να μετερχονται διαφορες μεθόδους σπίλωσης μελών της Ιεραρχίας: φωτογραφίες, υπαινιγμούς, υβρεις, απειλές…. Πίστη μου ακράδαντη είναι ότι αυτοί οι ανθρωποι με την συμπεριφορά τους πήραν «στο λαιμό» τους τον Σεβασμιώτατο κ. Αρτέμιο, αν και καλύτερα από εμένα γνωρίζει η Αγία και Ιερά Σύνοδος.

Και ερωτώ σαν απλός θεατής:
- Πως είναι δυνατόν να διαβάλλουν και  να συκοφαντούν Πατριάρχη, Ιεράρχες, Σύνοδο ολόκληρη στην περίπτωση της απομάκρυνσης του Σεβασμιωτάτου Αρτεμίου, ενώ στην περίπτωση της αγιοκατάταξης του π.Ιουστίνου Πόποβιτς να εξυμνούν και να συγχαίρουν ολόκληρη την Ιεραρχία;
- Πως είναι δυνατόν να αγνοούν επιδεικτικά τις θέσεις τις θεολογικές του Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Αθανασίου Γιέβτιτς, Ειρηναίου Μπούλοβιτς, Ιγνατίου Μίντιτς κ.λ.π. και να παραπλανούν το λαό του Θεού με φωτογραφίες από εθιμοτυπικές επισκέψεις σε μια μάλιστα κρισιμη πολυεθνική περιοχή;
Μα αν σήμερα σαν ορθόδοξοι επαναανακαλύψαμε τους Πατέρες, την μυστική θεολογία της καθ’ ημας Ανατολής, εάν σήμερα ηρθαν στην επιφάνεια και τονίστηκαν οι μεγάλες δογματικές διαφορές μεταξύ της Ορθοδοξης και της παπικο-προτεσταντικής θεολογίας με τις ανάλογες υπαρξιακές συνέπειες, εάν σήμερα ξεφύγαμε από την «βαβυλώνεια αιχμαλωσία» μας στον δυτικό σχολαστικισμό και τον προτεσταντικό ηθικισμό, το οφείλουμε στους παραπάνω πατέρες και όχι μόνο βέβαια…
Σήμερα, οσο ποτέ αλλοτε γνωρίζουμε ξεκάθαρα τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ της Ορθοδοξίας και της δυτικής θεολογίας και αυτό είναι καρπός της δουλειάς των ως ανω θεολόγων. Διαβάστε τις διδακτορικές εργασίες τους, τα κείμενα τους. Αυτοί εδωσαν το τελειωτικό κτύπημα κατά του παπισμού, της προτεσταντικής μεταρρύθμισης  και του οικουμενισμού….
-        Η δική μου η μαρτυρία είναι ότι ευρισκόμενος κοντά σ’ αυτούς τους Πατέρες επι μια δεκαετία και πλέον δεν διαπίστωσα τίποτε από όλα αυτά για τα οποία τους κατηγορούν.
Ακριβώς το αντίθετο: Ότι είναι ακραιφνώς ορθόδοξοι, με ευρεία θεολογική παιδεία, πιστά τέκνα του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, καταπέλτες εναντίον της δυτικής σκέψης και θεολογίας, πρωτεργάτες της ιστορικής μεταστροφής της ορθόδοξης θεολογίας, αναγεννητές του μοναχισμού, ξεγύμνωσαν και κατήγγειλαν την παπικο-προτεσταντική χριστιανοσύνη για την αλλοτροίωση του χριστιανικού ευαγγελίου και τον αντιευαγγελικό τρόπο ζωής και σωτηρίας του ανθρώπου. 

Συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανακάλυψη της ορθόδοξης εκκλησιαστικής γνησιότητας και των πατερικών κριτηρίων όπως επι παραδείγματι  οτι:

1.Ο Θεός είναι πρόσωπο και συγκεκριμένα τρια πρόσωπα. Εχουμε προτεραιότητα του προσώπου εναντι της ουσίας.                                                                                                                
Η Δύση αρνείται την προτεραιότητα του προσώπου στην ερμηνεία του Τριαδικού Δόγματος. (Βλέπε την εργασία του Αμφιλοχίου Ράντοβιτς: «Το μυστήριον της Αγίας Τριάδος κατά τον Αγιον Γρηγόριον Παλαμάν».
2.Αρνηση της προτεραιότητας του προσώπου σημαίνει αυτόματα αρνηση της διάκρισης ουσίας και ενεργειών στο Θεό.Η δύση την απορρίπτει αυτή τη διάκριση.Η διάκριση όμως αυτή αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ορθόδοξης Τριαδολογίας, Κοσμολογίας, Χριστολογίας, Σωτηριολογίας.Το ζήτημα δεν είναι αν υπάρχει η δεν υπάρχει θεός, αλλά αν ο Θεός είναι προσωπικός η απρόσωπος, δηλαδή αν εχει σχέση με την δημιουργία Του, τον κόσμο και τον ανθρωπο. (Βλέπε την εργασία του Ειρηναίου Μπούλοβιτς: «Το μυστήριον της εν τη Αγία Τριάδι διακρίσεως της ουσίας και ενεργείας κατά τον Αγιο Μάρκον Εφέσου τον Ευγενικόν»).
3.Η προτεραιότητα της ουσίας επίσης αμέσως σημαίνει προτεραιότητα της λογικής, ταύτιση της γνώσης με το «νοείν», ακριβώς στον αντίποδα του αποφατισμού και της εμπειρίας της προσωπικής κοινωνίας.
4.Κέντρο θεογνωσίας και θεοκοινωνίας του ανθρώπου είναι η καρδιά και όχι η λογική.Η γνώση του Θεού συνδέεται με την κάθαρση της καρδιάς, τον φωτισμό του νου και την θέωση.
5.Ο Θεός είναι αγάπη.Ενανθρώπησε από αγάπη και με την σταυρική του θυσία, δεν εχουμε «ικανοποίηση» της Θ.Δικαιοσύνης, αλλά αποκατάσταση του ανθρώπου στην προηγούμενη δόξα του.
6.Η αμαρτία είναι απώλεια της Θ.Χαριτος. Αρρώστεια της ανθρώπινης φύσης, σκοτασμός του νου.Δεν είναι νομική παραβαση. Δεν τίθεται σε δικανικά αλλά σε ιατρικά πλαίσια.
 7.Η ψυχή είναι «κτίσμα», δημιουργείται μαζί με το σώμα και η σωτηρία συνίσταται στη θέωση ολοκλήρου του ανθρώπου, ψυχής και σώματος.
8.Στην Θ.Ευχαριστία φανερώνεται η Εκκλησία: ο ολος Χριστός.Δεν είναι ιστορικο καθίδρυμα, αλλά εικόνα της Βασιλείας του Θεού (Βλέπε την εργασία του Ιγνατίου Μίντιτς: «Το μυστήριο της Εκκλησίας» και του Αθανασίου Γιέβτιτς: «Η εκκλησιολογία του Αποστόλου Παύλου κατά τον Αγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο».

Αυτές οι θέσεις δίνουν το στίγμα της ορθής πίστης και ενσαρκώνουν υπαρξιακές συνέπειες στον καθημερινό βίο. Καθορίζουν τον τρόπο ζωής μας, την οργάνωση της ζωής μας σε ολους τους τομείς. Και αυτό είναι το σημαντικώτερο: Να μεταδώσεις στον γείτονα σου(πολυ-πολιτισμική πρώην Γιουγκοσλαβία και Ευρώπη) που μπορεί να είναι ενας «Καρδινάλιος» επι παραδείγματι, την Ορθοδοξία και την Ορθοπραξία, όχι με αποκλεισμούς και εσωστρέφειες. Δεν πρέπει να μας σκανδαλίζει και να μας τρομοκρατεί μια κίνηση ανθρώπινης συμπεριφοράς προς τους ετεροδόξους, αλλά να μας προβληματίζει ο εκδυτικισμός της προσωπικής μας ζωής, η «θρησκειοποίηση» της εκκλησιαστικής μας εμπειρίας  και η μεταποίηση της σχέσης μας με το Θεό σε μια «εμπορική συναλλαγή», με ότι αυτό συνεπάγεται.
Σταθεροί και αμετακίνητοι στην πατρώα πίστη, ελληνομαθείς, που σημαίνει αυθεντική γνωση της πατερική θεολογίας, ευλογημένα τέκνα  του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, οι Σέρβοι Πατέρες Αμφιλόχιος, Αθανάσιος, Ειρηναίος, Ιγνάτιος κ.λ.π. δίνουν τη μάχη για τον επανευαγγελισμό του λαού τους και την αφύπνιση της ορθόδοξης θεολογίας και ζωής.

Ο άνθρωπος και ο χωροχρόνος Αθανασίου Γιέβτιτς


Μακαριώτατε, άγιε Αλβανίας, πατέρες και αδελφοί και αγα πητά παιδιά! Πρώτα ευχαριστώ τον θεό και τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλον για την πρόσκληση. Αποδέχτηκα την πρόσκληση με χαρά και από την θέση αυτή εκφράζω αγάπη και ευγνωμοσύνη για την πνευμα τική και υλική βοήθεια των αδελφών Ελλήνων. Αλλά το ότι ορί στηκα να μιλήσω, «ευθύνονται» ο πατήρ Νικόλαος και ο κύριος Μάνος Σαρρής. Που να μιλήσω όμως εγώ, και μάλιστα μπροστά σε έναν τόσο επιστημονικό κόσμο, άνθρωπος «ακούων λόγια Θεού», την δε «επιστήμην παρά Υψίστου ουκ επισταμένος»; Γι΄ αυτό, θα πω μόνο λίγες σκέψεις, και αν επιτρέπεται, και λίγες εμπειρίες στο θέμα «Ο άνθρωπος και ο χωρόχρονος».

 Έρχομαι από το Άγιον Όρος οπού πήγα να προσκυνήσω, γιατί αγαπώ το Άγιον Όρος, αλλά και γιατί έχω ένα πρόβλημα υγείας. Εκεί, κάθε μοναστήρι, κάθε σκήτη, κάθε κελλί, είναι ολόκληρος γα λαξίας με τον χώρο του και τον χρόνο του. Αλλά, πάλι, όλοι μοιά ζουν, είναι κάπως ενοποιημένοι σαν το Σύμπαν μας. Στο Άγιον Όρος ζεις τον χώρο και τον χρόνο άμεσα, ενώ, ταυτόχρονα, λες και εκεί υπερβαίνεται και ο χώρος και ο χρόνος. Διότι ο άνθρωπος ως ύπαρξη είναι μέσα στον χώρο και τον χρόνο, αλλά την ίδια στιγμή ως πρό σωπον κατ' εικόνα Θεού τείνει να υπερβεί τον χωρόχρονο.
 Πράγματι, ο άνθρωπος από την αρχή της ιστορίας του ασχολή θηκε με τον χώρο του και τον χρόνο του, και προσπάθησε να οργα νώσει τον χώρο του και τον χρόνο του. Και, όπως ξέρουμε, λίγο πολύ όλοι οι άνθρωποι στην ιστορία και όλοι οι λαοί, ψάχνοντας το νόημα του χώρου και του χρόνου, τόσο για τον εαυτό τους όσο και για την ανθρώπινη κοινωνία, στενότερη ή ευρύτερη, κατέληγαν στον λα τρευτικό χώρο και στον λατρευτικό χρόνο, στον ναό και στα τελού μενα σ' αυτόν. Γι΄ αυτό, σε κάθε σπίτι υπήρχε ορισμένος τόπος για την οικογενειακή λατρεία (π.χ. εστία) και σε κάθε πόλη τόποι κοινής λατρείας (π.χ. βωμοί, ιερά, ναοί). Αυτή ήταν η αναζήτηση των ανθρώ πων, ήταν η νοσταλγία και η δίψα τους, για να προσεγγίσουν το θείον, όπως είπε ο Απόστολος Παύλος στον Άρειο Πάγο (Πράξ. 17).
 Κι εμείς οι χριστιανοί πιστεύουμε και το μαρτυρούμε και ομολογούμε ό 'τι στην Εκκλησία ο χώρος και ο χρόνος βρήκαν το νόημα τους. Στην Εκκλησία, ο χωρόχρονος μας είναι ένα πρόσωπο. Είναι ο Χριστός ως Θεάνθρωπος, ο Χριστός εν τη Εκκλησία και ως Εκκλησία.
 Οι αρχαίοι Έλληνες ασχολήθηκαν πολύ με τον τόπο, τον χώρο, ενώ οι Εβραίοι ασχολήθηκαν περισσότερο με τον χρόνο. Και στον Χριστιανισμό ενώθηκαν τα δύο αυτά ενδιαφέροντα, διότι και τα δύο είναι δημιουργήματα του Θεού, και επίσης διότι ο Κύριος ως Θεάν θρωπος ήλθε και φανερώθηκε εν τόπω και χρόνω. Και έτσι η Ορθόδοξη Εκκλησία με την εμπειρία της δίνει την μαρτυρία ότι και ο χώρος και ο χρόνος είναι για τον άνθρωπο όχι απλώς αναγκαίες φυ σικές προϋποθέσεις υπάρξεως και ζωής, άλλα έχουν το νόημα και το πλήρωμα τους στον Χριστό, ο οποίος ως ο δημιουργός Θεός όλου του κόσμου μπήκε στον χώρο και στον χρόνο. Ο Χριστός με την Ενσάρκωση και Ενανθρώπηση Του εισήλθε και εχωρήθη στον χωρόχρονο μας.
 Ήρθε ο Θεός Δημιουργός στον χωρόχρονο, σ' αυτό το ωραίο Σύμπαν ή τα Σύμπαντα, πού ο Ίδιος εδημιούργησε. Το μνημονεύουμε κάθε βράδυ στον 103ο Ψαλμό του Εσπερινού: «ανοίξαντός Σου την χείρα, τα Σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος...». Ο πατήρ Ιουστίνος (Ρopovic) είχε την συνήθεια να λέει «οι κόσμοι του Θεού» σε πληθυντικό, άλλα υπάρχει και η βιβλική και εκκλησιαστική έκφραση, οι αιώνες: «και εις τους αιώνας των αιώνων» σε πληθυντικό, πού φανερώνουν πολλούς κόσμους και αιώνες του Θεού. Όλους αυτούς εδημιούργησε ο Θεός δια του Λόγου και Υιου Του (Έβρ. 1, 2) ο οποίος, ως Δημιουργός Θεός, ήλθε και «ενεχωροχρονήθη». Και, από τότε, είναι μεγάλη η χαρά μας, χαρά να ζούμε το λογικό του κόσμου, το έλλογο του κόσμου, όπως πολλές φορές ανέφερε και διαπίστωσε ο Αϊνστάιν, αλλά ακόμη πιο μεγάλη χαρά είναι για μας ό 'τι στον κό σμο και στον χρόνο μας ήλθε και εσαρκώθη ο Θεός Λόγος και σταυρώθηκε και αναστήθηκε.
 Λοιπόν, πίσω από αυτό το έλλογο του κόσμου, την λογικότητά του, βρίσκεται ο προσωπικός Λόγος του Θεού, ο Θεός ως πρόσωπο. Ο άνθρωπος ως πρόσωπο είναι κατ' εικόνα του Λόγου του Θεού, του Χριστου. Ο άνθρωπος υπάρχει και ζει μέσα στον χώρο και στον χρόνο και είναι υπαρκτικά συνδεδεμένος με τον χωρόχρονο. Έχει, όμως, ο άνθρωπος και τον εσωτερικό χρόνο να παλεύει, και εκτός και εντός του, μια ουσιαστική πάλη· αγωνίζεται έναν χωροχρονικό αγώνα. Η ζωή είναι μια πάλη, ένας αγώνας, μια άσκηση με την πρωταρχική έννοια του ορού (πού εμείς οι Σλάβοι το λέμε «podvig», δηλαδή μια προσπάθεια και αγώνας για να προχωρούμε πιο πέρα και πιο πάνω). Πολύ ωραία ο πατήρ Φλορόφσκυ περιέγραψε αυτήν την άσκηση-ροάνΐ§ ως ενέργεια αθλητική, ψυχοσωματική και, κυρίως, θεληματική και ελεύθερη, ως πρόοδο προς τα εμπρός, αλλά και προς τα επάνω, δηλαδή αύξηση του ανθρώπου ('Εφ. 7, 15' Κολ. 2, 19). Και η επιστήμη, κατ' εμέ, είναι μια άσκηση, ένα «podvig», ένας αγώνας για να γεμίσει ο άνθρωπος τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του, να παλέψει με τον χώρο και τον χρόνο και μέσα του και γύρω του, να τον γνωρίσει, να τον δαμάσει, να τον γεμίσει με νόημα, αλλά και αγώνας να μην είναι δέσμιος του χώρου και του χρόνου. Είναι παράδοξο, αλλά και ο χώρος και ο χρόνος στον όποιο μας έχει θέσει και δέσει ο Θεός είναι περιορισμοί και τρόπον τινά δεσμά. Τώρα, δεν ξέρουμε ακριβώς πώς ήταν στην αρχή του κόσμου, προτού να μας δέσει η αναγκαιότητα της φύσεως του χωροχρόνου και να το εκμεταλλευτεί ο διάβολος στον υλικό χωρόχρονο, όπως θα έλεγε ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Δηλαδή, ο διάβολος να χρησιμοποιεί την φύση, τον χώρο και τον χρόνο και μέσω αυτών να μας πολεμάει με τα πάθη και τις αμαρτίες, «πολέμους συμπλέκων μέσω αυτών», όπως λέει ο Άγιος Μάξιμος (Ερμηνεία στον 59ο Ψαλμό).
 Είναι γεγονός ότι, αν και είμαστε δέσμιοι του χώρου και του χρό νου, την ίδια στιγμή, ο χώρος και ο χρόνος είναι συνθήκες ζωής, χώροι ζωής δοσμένοι από τον Θεό. Ο χώρος και ο χρόνος είναι το ενιαίο υπαρκτικό και γνωστικό context μας, το όποιο προσπαθούμε να υπερβούμε υπαρξιακά και γνωσιολογικά. Είναι χαρακτηριστικό ό'τι η αποκάλυψις του Θεού μιλάει ταυτόχρονα για την κτίση και του χώρου και του χρόνου. Αυτό πού ο Αϊνστάιν διετύπωσε με την θεω ρία της σχετικότητας είναι ήδη διατυπωμένο από τον Άγιο Βασί λειο. Στην ερμηνεία του στην Εξαήμερο, ο Άγιος Βασίλειος σημει ώνει με σαφήνεια ότι μαζί με τον κόσμο, δηλαδή με τον χώρο, με την ύλη, δημιουργήθηκε και ο χρόνος. (Και αυτό είναι η έμφυτη κίνησις στην κτίση, στην δημιουργία, κατά τον Άγιο Μάξιμο.)
 Ο άνθρωπος είναι ύπαρξη ενιαία, ψυχοσωματικός οργανισμός προι­κισμένος να οργανώνει τον χωρόχρονο, αλλά και να οργώνει μέσα του την γη της υπάρξεως του, πού βρίσκεται στη διάθεση του, δηλαδή να καλλιεργεί την ύπαρξη και έτσι να τρώει το ψωμί του. Την εντολή του Θεού στον άνθρωπο να εργάζεται την γη «εν ιδρώτι του προσώ που του», ο Άγιος Μάξιμος την ερμηνεύει ως εργασία κάτω από τον ζυγό του χώρου και του χρόνου, και έτσι να τρώει τον άρτο της θεο λογίας (= της θεογνωσίας). Είναι ζυγός ο χωρόχρονος και θέλει ο άνθρωπος να ξεφύγει από αυτόν, αλλά και αγαπάει και αγκαλιάζει και τον χώρο και τον χρόνο, ενώ θέλει και να τον υπερβεί. Και τον υπερβαίνει ακόμη και σε αυτή τη ζωή, ιδίως όταν βρεθεί σε ακραίες, οριακές καταστάσεις, σε με γάλη θλίψη, σε μεγάλο πόνο, σε μεγάλη χαρά, σε κάποια έξαρση, διότι έχει κάποια έμφυτη τάση να βγει από τα «δεσμά» αυτά. Αυτό δείχνει ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος για κάτι μεγαλύτερο από τον κόσμο του χωροχρόνου.
 Οι άγιοι της Εκκλησίας μας μαρτυρούν ότι, όταν ο άνθρωπος συναντιέται με τον Θεό, όταν ενώνεται με τον Θεό, όταν γεύεται την χάρη του Θεού, παρουσία θείας δυνάμεως, «πνευματικής ισχύος» πού λέει ο Άγιος Μάξιμος —πνευματικής δύναμης του Αγίου Πνεύμα τος—, όταν μεταγγίζεται με κάτι θείον, με κάτι παραπάνω από ό,τι είναι απλώς σύνοψη των δικών του ψυχοφυσικών δυνάμεων, τότε νιώθει ό 'τι ο Ζων Θεός είναι και εντός και πέραν του χωροχρόνου. Νιώθει, επίσης, ότι δεν κατάγεται ούτε παράγεται από τον χώρο και το χρόνο, δηλαδή δεν μπορεί να προέλθει ένας άνθρωπος ακόμη κι αν συνοψίσει κανείς όλη την φύση ή όλο το Σύμπαν, όλο τον χωρόχρονο· από αυτά και μόνον δεν βγαίνει ο άνθρωπος ως πρόσωπον. Ούτε μπορείς να πει κανείς ότι από μια ενδοκοσμική εξίσωση προκύπτει ο άνθρωπος και ο χώρος και ο χρόνος του.
 Δεν ξέρω πώς και που θα προχωρήσουν οι επιστήμες και τι θα βγάλουν ακόμη, αλλά η πείρα μου ως ανθρώπου και η πείρα των ανθρώπων μέχρι τώρα είναι ότι δεν προέρχεται ο άνθρωπος από την Φύση και μόνον. Βλασταίνει και από την φύση των ζώντων γονέων, αλλά και από άλλου, όχι άσχετα προς την φύση, διότι είναι συνδεδε μένος και σαρκωμένος στον χώρο και στον χρόνο με την όλη κτίση που είναι σάρκα μας, είναι ζωή μας. Είναι το είναι μας, η ύπαρξη μας, χρονική και χωρική. Όμως ο άνθρωπος είναι σαν βέλος («βέ λος πόθου και αγάπης», λένε οι Πατέρες), πού θέλει να ξεφύγει, να υπερβεί τον χωρόχρονο, για να φτάσει πέραν και υπεράνω. Αυτή η θεόσδοτη τάση, ο δυναμισμός να υπερβαίνουμε τη φύση και να μην μένουμε δέσμιοι δικοί της, είναι η εικόνα του Θεού μέσα μας. Όχι βέβαια να απαλλαγούμε από τη φύση, από τον χώρο και τον χρόνο, αλλά, χωρίς να εγκλωβιστούμε σ' αυτά, να τα ανυψώσουμε, και να τα μεταμορφώσουμε, και να τα σώσουμε. Πολλές φορές έχω την αίσθηση ότι και η φύση μου και η ψυχή μου και το σώμα μου περι μένουν να τα λυτρώσω εγώ κι όχι να με λυτρώσουν αυτά.
 Μια φορά, ως νέος μοναχός, νέος ιεροδιάκονος, ξύπνησα το πρωί έχοντας μια πολύ μεγάλη, μια έντονη αίσθηση, ένα δυνατό βίωμα. Αισθανόμουν ότι βρίσκομαι στα Σύμπαντα και είμαι ορφανός! Τα Σύμπαντα, όλοι οι γαλαξίες, δεν μου προσέφεραν τίποτα. Η ψυχή μου για κάτι άλλο διψούσε. Δεν ήμουν απογοητευμένος, αλλά υπερξυπνημένος, σαν αναστατωμένος, κι αναρωτιόμουν: πού βρίσκομαι και γιατί είμαι εδώ; Είναι όλα ευλογημένα, όπως είναι ευλογημένα όταν τυχαίνει να μου δώσει την χάρη ο Θεός να αγγίξω κάτι άλλο και να γευθώ, πώς να το περιγράψω, ας πούμε μια εμπειρία της χά ριτος, ένα κομμάτι του ελέους του Θεού για τις αμαρτίες μου μια θεία ευσπλαχνία να γευθώ και να ζήσω την ζωντανή εμπειρία ότι όλος ο χώρος με χωράει και δεν με χωράει· ότι όλος ο χρόνος με χω ράει και δεν με χωράει. Και όλα γύρω μου είναι ευλογημένα, αλλά εγώ δεν είμαι γι' αυτά, είμαι για παραπέρα. Δεν είμαι ούτε γι' αυτά ούτε για κάτι άλλο, είμαι για κάποιον Άλλον. Και χάριν Αυτού του Ποθούμενου, καίτοι ακόμη Αγνώστου, θέλω και όλα τα γύρω μου να τα συνεπάρω κι αυτά, μαζί μου. Είναι μια άλλη γεύση, είναι μικρή, αλλά αληθινή πείρα κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό. Και δεν είναι έπαρση, αλλά βίωμα εν μετάνοια, ταπεινώσει και χαρμολύπη.
 Η πτώση μας, του Αδάμ και του καθενός μας, ήταν ότι χάσαμε αυτήν την πείρα, την γεύση, την κοινωνία με τον Θεό, και τότε άρχισε ο θάνατος. Και ο χώρος και ο χρόνος γίνανε τόποι και περιβάλλον του θανάτου και της φθοράς, επειδή χάσαμε την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέει ότι με την πτώση άρχισε η αποδιοργάνωση του είναι μας, της ζωής μας, της περιουσίας μας (όπως λέγει το Ευαγγέλιο· Λουκ. 15). Χάσαμε τότε την χάρη του Αγίου Πνεύματος, πού ήταν ο συντονιστής στην δο σμένη από τον Θεό ψυχοσωματική φύση μας, συντονιστής και ζων τανή σύνδεση, κάτι σαν την ασβεστολάσπη όταν κτίζουμε σπίτι με πέτρες, τούβλα, κ.λπ. Το Άγιο Πνεύμα είναι η συνεκτική χάρη του Θεού πού ενώνει και συντονίζει τα πάντα. Είναι όπως η αγάπη σε ένα σπίτι. Όταν στην οικογένεια έχουμε αγάπη, όλα πάνε καλά· όταν όμως λείπει η αγάπη, τότε το σπίτι αρχίζει να φθείρεται, να διαλύεται και να πεθαίνει. Τζάμπα, αν όλοι είμαστε καλοί, και «δεν πατάει ο ένας στη σκιά του άλλου». Αν δεν έχουμε αγάπη μεταξύ μας, ζούμε ήδη την φθορά, ζούμε την αρχή της κολάσεως. Και το κενό μέσα μας και μέσα στις σχέσεις μας, κενό πού προκαλεί η απουσία της αγάπης, συχνά προσπαθούμε να το καλύψουμε με κάποια δραστηριότητα. Και όλοι μας εσωτερικά είμαστε όπως περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι (στους Δαιμονισμένους, στο κεφάλαιο «Στον Τύχωνα», και επίσης στον Έφηβο): όταν οι άνθρωποι απεφάσισαν ότι «δεν υπάρχει ο Θεός», τότε προσπάθησαν να καλύψουν μέσα τους την έλλειψη Του με πληθωρική υπερδραστηριότητα. Και όταν φανερώθηκε ο Χριστός, στην Δευτέρα Παρουσία, τότε όλοι κατάλαβαν αμέσως ότι Αυτός ήταν πού τους είχε λείψει, και κλάψανε λέγοντας: «Μας έλειπες όλον τον καιρό, και πήγαμε να καλύψουμε το κενό με τον αλτρουισμό μας, με την δραστηριότητα μας, με την εξωστρέφεια μας, με κάθε είδους ουμανισμό...».
 Αλλά όλα αλλάζουν όταν έλθει η χάρις του Θεού· σε οποία κατά σταση κι αν είμαστε, ενάρετοι ή αμαρτωλοί, ο Θεός δεν κοιτάζει ούτε μετράει· όχι πού δεν έχει σημασία, αλίμονο, αλλά να πού δεν τα με τράει ο Θεός έτσι. Διότι δεν είναι δικαιοκρίτης για να τα «ζυγίζει», διότι τότε θα είναι αντικειμενικός, σαν αυτό πού έλεγε ο πατήρ Γεώργιος: «λογικότητα αντικειμενική». Τι να την κάνω, όμως, μια αντικειμενικότητα, ακόμη και «λογικότητα», ακόμη και απόλυτη ευτυχία, χωρίς το πρόσωπο του Θεού· τι να την κάνω μια «αγάπη του σύμπαντος», πού δεν έχει έναν αγαπώμενο, μια ζωή πού δεν έχει ένα ζωντανό πρόσωπο; Ως άνθρωπος δεν μπορώ να ζήσω απρόσωπα, διότι αυτό με απανθρωπίζει. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Ο χρόνος και ο χώρος, όταν τους ζούμε απρόσωπα, μπορεί να μας απανθρωπίζουν. Ενώ μπορεί να μας εξανθρωπίζουν μέσα από την προ σωπική σχέση με τον θεό και με τους άλλους. Εδώ είναι η μεγάλη σημασία του Χριστου, ο ρόλος του Χριστου πού, με την Σάρκωση και την Ενανθρώπηση Του, ενεχρονίσθη και ενεχωρήθη. Έγινε ο Ίδιος ο χρόνος και ο χώρος μας, χώρα ζώντων, όπως λέει ο Ψαλ μωδός και μαρτυρεί η Μονή της Χώρας. Σαρκώθηκε, και με την σάρκα Του ήλθε σε όλες τις καταστάσεις μας, στον χώρο και στον χρόνο μας, και δίνεται σε μας στην Εκκλησία, στην θεία Λειτουρ γία, στον χωρόχρονο μας ως θεία Κοινωνία, ως πρόγευση, ως αρρα βώνας, ως μετοχή και μέθεξη. Αλλά εκείνο πού κάνει τον Χριστό να είναι για μας ο καινούργιος θεανθρώπινος χωρόχρονος, είναι το Άγιο Πνεύμα, ακριβώς η χάρις Του. Το Άγιο Πνεύμα δεν έρχεται ερήμην εμού, έρχεται με την ελεύθερη συγκατάβαση μου, με την άσκηση (podvig) της αγάπης μου. Συμμετέχω με τη θέληση μου στην έλευση Του. Λέει η θεωρία του Χάους: κινουμένου ενός σημείου, κινούνται όλες οι σταθερές· κινούμενης της θελήσεως μου, της ελευθερίας μου, κινείται και αλλάζει όλη η σχέση μου με τον γύρω μου κόσμο και κυρίως με τον θεό. Ή, μάλλον, από την σχέση με τον Θεό ρυθμί­ζονται οι υπόλοιπες σχέσεις. Άρα, υπάρχει μέσα στον άνθρωπο δοσμένο ως τάλαντο, ως δυνατότητα, ως εν δυνάμει, ως capacity, ως επιτηδειότητα, το να επικοινωνώ, το να ζω με τον Θεό.
 Η ζωή είναι κοινωνία, δεν είναι απλώς μια βιολογική εξίσωση. Όλα τα στοιχεία έχουν την θέση τους, χρειάζεται όμως ακόμη κάτι· αυτό το κάτι είναι ο Θεός, «ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Ο Θεός μας δεν έχει γίνει γυμνός Θεός. Έχει γίνει ένσαρκος Θεός, πού σημαίνει ένχωρος και ένχρονος Θεός. Σαρκούται ο Λόγος, λέει ο Άγιος Μάξιμος, και, εξαιτίας της σαρκώσεως Του, οι λόγοι των όντων πού σαρκώνονται μέσα στον Όντα, γίνονται δικοί Του λόγοι, γίνονται ενέργειες ουσιοποιές, ζωοποιές, και στη συνέχεια, με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, σοφοποιές και θεοποιές. Αλλά και οι ενέργειες αυτές, δεν τον αντικαθιστούν ως πρόσωπον. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς με τον ησυχασμό, με την θεολογία του για τις ενέργειες του Θεού, δεν έχει ξεχάσει το πρόσωπο του Θεού, το πρόσωπο του Χριστού. Ξεκινώντας από την θεολογία του Αγίου Γρηγορίου, μερικοί νεώτεροι έκαναν τον Θεό έναν «Θεό των ενεργειών» και μόνον, και ξέχασαν το συγκεκριμένο Πρόσωπο. Ο Παλαμάς δεν το ξέχασε· ξεχνάμε εμείς, όταν πάμε με τις ενέργειες να αποκτή σουμε τον Ενεργούντα, με την θέληση τον Θέλοντα, ακόμη δε και με την αγάπη τον Αγαπώντα.
 Με τον Χριστό, ο χώρος και ο χρόνος σαν να ελίσσονται, δεν καταργούνται· θα έλεγα ότι απλώς αίρονται ή, καλύτερα, αλλάσσουν, μεταμορφώνονται. Όπως λέγει ο Προφήτης Ψαλμωδός: «κατ' αρχάς συ, Κύριε, την γήν εθεμελίωσας, και έργα των χειρών σου εισιν οι ουρανοί· αυτοί απολούνται, συ δε διαμένεις, και πάντες ως ιμάτιον παλαιωθήσονται, και ωσεί περιβόλαιον ελίξεις αυτούς και αλλαγήσονται» (Ψαλμ. 101, 26-27). (Είναι αυτό πού πολύ ωραία παριστάνεται στην τοιχογραφία εκείνη, όπου ο Άγγελος ελίσσει το Σύμπαν.) Υπάρχουν καταγεγραμμένες εμπειρίες αγίων —όπως του Αποστόλου Παύλου, του Αγίου Βενεδίκτου, του Αγίου Ιωάννη της Κλίμακας, ο οποίος την περιγράφει χωρίς να λέει ότι συνέβη στον ίδιο, του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου— οι οποίοι πολύ συνε σταλμένα και συνοπτικά περιγράφουν ότι, όταν τους εμφανίζεται δ Θεός, όταν έχουν ζήσει την παρουσία του Θεού, όταν έχουν ζωντανή συνάντηση με τον Χριστό, δεν υπάρχει ο χώρος και ο χρόνος με ταξύ αυτών και του Θεού. «Είτε εν σώματι ουκ οίδα, είτε έκτος του σώματος ουκ οιδα», και επίσης: «είτε εν χρόνω είτε εν χωρώ ουκ οιδα» (πρβλ. Β' Κορ. 12, 2). Η σχέση και η κοινωνία μεταξύ ζώντος Θεού και ζώντος ανθρώπου είναι άμεση, δεν μεσολαβεί ο χώρος και ο χρόνος, πράγμα πού σημαίνει ότι δεν έχει δημιουργηθεί ο άνθρω πος για τον χώρο και τον χρόνο. Αυτά, ως διαστάσεις και σκέψεις, είναι μάλλον μέσα του, για να μπορέσει να μπει και ο χώρος και ο χρόνος δια του ανθρώπου και με τον άνθρωπο στην αιωνιότητα. Εμείς, ως ζωντανά πρόσωπα και εικόνες του Θεού, καλούμεθα να υπερβούμε και τον χώρο και τον χρόνο, ώστε να μεταμορφωθούν, να θεωθούν μέσα μας εν Χριστώ. Αυτό σημαίνει ότι στην Ανάσταση του Χριστού, και στην δική μας κοινή ανάσταση, θα αναστηθούν και ο χώρος και ο χρόνος ως «ουρανός καινός και γη καινή» (Άποκ. 21, 1). Διότι, κατά τους αγίους, «καινοτομούνται αι φύσεις», όταν «ο θεός άνθρωπος γίνεται» και «ο άνθρωπος θεός κατά χάριν». Και αυτό είναι η εν Χριστώ ανάστασις των πάντων και η θέωσις (πρβλ. Άγιο Μάξιμο: «η δε θέωσις εστί, καθ' υπογραφής Λόγον πάντων των χρόνων και των αιώνων και των εν χρόνω και αιώνι, περιοχή και πέρας», ΡΟ 90, 13, 12). Και, όπως λέει ο Άγιος Μάξιμος, στην εσχατολογική Πεντηκοστή, η οποία είναι πλήρωμα και τέλος, δηλαδή τελείωσις των πάντων, άρα και του χρόνου και του χώρου, όλα αυτά, ως φυσικοί περιορισμοί, θα παρέλθουν και ο άνθρωπος θα απελευθερωθεί από αυτά τα δεσμά και, εν Χριστώ αναστάντι και εν Αγίω Πνεύματι, θα τα έχει υπερβεί με την «αεικίνητο στάση» και την «στάσιμο αεικινησία». «Πεντηκοστή εστί ως απαρχή και τέλος των όντων και Λόγος ω τα πάντα φύσει ανέστηκεν... Μυστήριον Πεντηκοστής, η προς τον Λόγον κατά της θείας πρόνοιας επί(π)νοιαν της φύσεως ένωσις, καθ' ην ουδεμία το παράπαν εστί χρόνου και γενέσεως έμφασις» (Άγιος Μάξιμος, ΡΟ 90, 1368-9).
 Η στάση φανερώνει χώρο: «στο χώρο στέκομαι ή κινούμαι». Στο χωρίο αυτό, φανερώνει χρόνο. Η αποφατική έκφραση του Αγίου Μάξιμου, μάλιστα δε η διπλή αποφατική έκφραση, δείχνει ό'τι η ζώσα εμπειρία του Ζώντος Θεού κάνει τον άνθρωπο, με την χάρη του Θεού, όχι μόνο να μην δεσμεύεται πια από τον χώρο και τον χρόνο, αλλά και αυτά να σώζονται εν Χριστώ δια του ανθρώπου.
 Ο διάβολος, το κακό, η αμαρτία, ο θάνατος με την συμμετοχή της ανθρωπινής θελήσεως, μας εγκλωβίζουν στον χώρο και τον χρόνο. Και μη νομίζουμε ότι ο κόσμος αυτός, όπως είναι τώρα, δεν φέρει τις επιπτώσεις της πτώσεως του ανθρώπου. Η πείρα, π.χ., του Απο στόλου Παύλου στο Η' κεφάλαιο της Προς Ρωμαίους και του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου δείχνει ότι ο κόσμος θα ήταν αλλιώτι κος, αν ο Θεός δεν επέτρεπε να πέσουν επάνω του όλες οι συνέπειες της πτώσεως του ανθρώπου, ο οποίος χάλασε τις σχέσεις του με τον Θεό. Αλλά ο Θεός υπέταξε και την κτίση στην φθορά (Ρωμ. 8, 20-22) και βλέπουμε όλη την ώρα την φθορά, και στη φύση και σε μας. Νομίζω, οι γιατροί το ξέρουν, ότι από την γέννηση ήδη αρχίζει η φθορά μέσα μας. Αλλά ταυτόχρονα περιμένουμε να επανασυνδεθούμε με τον Θεό, και ο Θεός περιμένει να αναδειχθούν οι υιοί του Θεού (Ρωμ. 8, 19), για να πάρουν και όλα τα δημιουργήματα ζωή, γιατί και αυτά είναι δημιουργημένα για την ζωή και την αφθαρσία.
 Έτσι, ρεαλιστικά, τοποθετούμαι ως Ορθόδοξος χριστιανός, ως άνθρωπος, ως επίσκοπος: Να ζω στον χρόνο και στον χώρο, υπα κούοντας στο θέλημα του Θεού, αλλά και χωρίς να παραδέχομαι τον χώρο και τον χρόνο ως την τελική πατρίδα μου, ως τον οίκο μου. Είμαι στον οίκο του Πατέρα μου, αλλά θέλω πρωτίστως τον Πατερα και όχι τον οίκο του και τα πλούτη του μόνον. Ξοδεύω τα υπάρχοντα μου, και έχω δικαίωμα να τα ξοδέψω, αλλά, πολλές φορές, ξο δεύω και τον εαυτό μου και αλλοτριώνομαι (όπως διαβάζουμε στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο 15, 12-14' 17-24). Όταν συνέρχομαι, «εις εαυτόν ελθών ο άσωτος υιός» —και ποιος δεν είναι από μας· λίγο πολύ αυτή είναι η ιστορία όλων μας— και είμαι εγώ, τότε βλέπω ότι ο πατέρας ήδη έρχεται να με συναντήσει. Και όχι μόνον αυτό, άλλα και σε εκείνα πού ξόδευα ο Θεός ήταν παρών με τις ενέργειες Του, με τους νόμους Του, με την πρόνοια και αγάπη Του. Έτσι και ο κόσμος, ο χώρος και ο χρόνος, είναι έργο της αγάπης Του, άλλα δεν πρέπει να υποκαταστήσουν αυτά την αγάπη Του. Γι' αυτό φοβάμαι ότι η επιστήμη συχνά ξεχνάει τον άνθρωπο και μεταβαίνοντας στο Σύμπαν, στην μικροφυσική ή την μακροφυσική, μεταβαίνοντας στους νόμους, στην ύλη, στην ενέργεια και δεν ξέρω σε τι ακόμη, τότε ο άνθρωπος αδικείται και εύκολα απανθρωπίζεται.
 Αυτό διαπιστώνω στα έργα του Stephen Hawking. Όταν τα διά βαζα, περισσότερο τον ζούσα ως έναν πονεμένο άνθρωπο —και ο πόνος μαρτυρεί ότι υπάρχουμε— παρά ως έναν επιστήμονα. Είναι πολύ συμπαθητικό πρόσωπο, όχι μόνο πού είναι σακάτης —κι εγώ τώρα μισοσακάτης είμαι και του μοιάζω— αλλά γιατί είναι μια ψυχή διψασμένη. Έχω επίγνωση των λόγων μου. Επειδή αυτός πού αρνιέται τον Θεό κάνει επίσης έναν αγώνα. Μπορώ, μάλιστα, να πω πώς και ο ίδιος αδικείται, και τον Θεό αδικεί. Είναι πάρα πολύ δυνατή η ελευθερία του ανθρώπου· δυνατή και οπλισμένη με δύναμη να αρνείται και τον Θεό. Αλλά, αν το κοιτάξει κανείς από μέσα, τον εαυτό του βασικά ζημιώνει ο άνθρωπος, τον εαυτό του οδηγεί στη σκλαβιά, και είναι η χειρότερη σκλαβιά πού μπορεί να γνωρίσουμε. Με τον Θεό, όμως, απελευθερωνόμαστε, με τον Ζώντα και Αληθινό Θεό, τον Θεό που φανερώθηκε και σαρκώθηκε, πού εισήλθε στην ιστορία, στον χωροχρόνο μας και στην σάρκα και στην ψυχή μας.
 Στον εσωτερικό χώρο και χρόνο του ο άνθρωπος είναι δυνατόν, κι αυτό δεν είναι δική μου επινόηση, να κάνει ινδάλματα και είδωλα, να κάνει θεούς. Σημερινές εμπειρίες, πού μας έρχονται από την Ανατολή, από τις Ινδίες ή από την Αμερική, είναι πάρα πολύ μεγάλες και δυνατές, αλλά είναι και πολύ σατανικές. Και ο σατανάς μπορεί, και όλη την ώρα αυτό κάνει, να αντικαταστήσει μέσα μας τον Ζώντα και Αλη θινό Θεό. Το θέμα είναι ότι ο Θεός δεν επιβάλλεται, διότι δεν είναι ολο κληρωτικός ο Θεός, αλλά είναι ο Θεός της ελευθερίας και της αγάπης. Η Ορθοδοξία ομολογεί και πιστεύει και μιλάει για την «Θεαρχική ασθένεια», πού φάνηκε ήδη στην δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, για να είναι η κτίση και ο άνθρωπος ελεύθερος, ελεύθερη να είναι και η πορεία μας προς Εκείνον, και να μπορεί να υπάρχει πραγμα τικά και να μεγαλώνει, να αυξάνεται μέσα μας η ελευθερία, να ανα­πτύσσεται και να εξελίσσεται η πραγματική εξ ελευθερίας αγάπη. Αλλιώς, ο Θεός θα ήταν ένας τύραννος πού μας κάνει ευτυχισμένους, χωρίς, όμως, εμείς να γινόμαστε μέτοχοι αυτής της ευτυχίας. Γι' αυτό λέει ο Άγιος Μάξιμος —και τελειώνω με αυτό, αν και κανείς μπορεί να πει ακόμη πάρα πολλά— ότι και η γνώση του κόσμου, του χωροχρόνου, χρήζει σταυρού και ταφής, για να γευθούμε μετά και την ανάσταση πού δίνει νόημα και πλήρωμα, για να δούμε και να ζήσουμε τον σκοπό για τον οποίο ο Θεός δημιούργησε τα πάντα.
 Και βλέπουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο μας, τον χωρόχρονο μας, μέσα στη μεγάλη του Θεού αγάπη, μέσα στον οίκο του Πατέρα μας, οίκο στον οποίο όμως ο Θεός είναι ο ένοικος. Και ο αληθινός χριστιανός είναι, κατά τον Αναστάσιο Σιναίτη, ο «οίκον έχων τον Θεόν ένοικον», δηλαδή ο ζωντανός οίκος του Θεού πού έχει ένοικον τον Θεόν. Με άλλα λόγια: ο άνθρωπος πρέπει να είναι ο χωρόχρονος του Θεού (= διαφανής και διαπερατός για τον Θεό), για να γίνει ο Θεός ο αιώνιος και άφθαρτος χωρόχρονος μας — η Χώρα των «ζώντων», πού είναι ένα από τα χαρακτηριστικά ονόματα του Χριστου. Αυτή η περιχώρηση Θεού και ανθρώπου δεν είναι μόνο προσωπική, «ιδιωτική», είναι και λειτουργική, ευχαριστιακή πραγματικότητα, δηλαδή πραγματικότητα της Εκκλησίας ως Σώματος του Χριστου και Κοινωνίας του Αγίου Πνεύματος (Β' Κορ. 13, 13). Διότι στην εμπειρία της Εκκλησίας ο Χριστός είναι μοναδικό πρόσωπο, αλλά, ως Κεφαλή του σώματος των μελών του, είναι και «μυριοϋπόστατος», είναι η καρδιά, είναι το πρώτο μέλος της Εκκλησίας πού είναι η οικογένεια Του, είναι ο Μονογενής πού έγινε «Πρωτότοκος εν πολλοίς αδελφοίς» ('Ιω. 1, 18' Ρωμ. 8, 29). Αυτό είναι το μυστήριο της πίστεως μας πού το ζούμε όχι υποκειμενικά ή ιδιωτικά. Το ζούμε, επίσης, και ως ανθρώπινο γένος συνολικά σε ώρες δύσκολες και σε καταστάσεις οριακές. Και δεν το λέω αυτό τώρα, λόγω της δραμα τικής και οδυνηρής εμπειρίας πού πέρασαν οι συμπατριώτες μας (στην Σερβία) κι εγώ προσωπικά. Ότι, όμως, ζει ο άνθρωπος ειλικρινά, δεν το ζει ατομικά, το μοιράζεται.
 Και ένα σχόλιο για το τέλος. Ένας φίλος μας Εβραίος, στο Βελιγράδι, γνήσιος Εβραίος αλλά και χριστιανός, όταν είχαμε συζητήσεις για τον κόσμο και για τον άνθρωπο και για το Big Βαng, ξέ ρετε τι έλεγε; «Παιδιά, γιατί λέμε Big Βαng την αρχή του σύμπαντος; Μόνο οι ωμοί, οι χοντροκομμένοι Αμερικανοί, θα μπορούσαν να το πουν έτσι. Εγώ το λέω Πρωτοψαλμωδία». Έλεγε επίσης ότι η σκοπιμότητα πού υπάρχει στην δημιουργία, στο Σύμπαν, δεν είναι σκοπιμότητα, αλλά είναι η αρχική ευσπλαχνία του Θεού προς τον άνθρωπο. Αυτή, λοιπόν, την σκοπιμότητα ονομάζει ευσπλαχνία του Θεού, και το Big Βαng, Πρωτοψαλμωδία.
 Ευχαριστούμε πού είχατε την υπομονή να με ακούσετε. Ήθελα απλώς να πω ότι ο χώρος και ο χρόνος είναι το σπίτι του Πατέρα μας και ότι η ζωή μας η ιστορική, η γήινη, η ενδοκοσμική, είναι δεσμά, αν δεν συνδεθούμε με τον Θεό, με την χάρι του Θεού, αν δεν αποκαταστήσουμε τη σχέση εκείνη πού διακόψαμε, ή πού την αφή σαμε να ασθενήσει, την σχέση της χάριτος του Αγίου Πνεύματος με την κτιστή φύση μας και την φύση του κόσμου μας. Έμειναν στην ψυχή μας και στο σώμα μας πάρα πολλές δυνάμεις. Κοιτάξτε πόσο δυναμισμό έχουν τα άτομα, τα μόρια, το Σύμπαν είναι ένας φοβερός δυναμισμός. Έχουμε μέσα μας φως, μεγάλες δυνάμεις, μεγάλες δίψες. Άλλα αν δεν συνδεθούμε με τον Ζώντα και Αληθινό Θεό, τον Χριστό, αδικούμε τον εαυτό μας και σίγουρα τον απανθρωπίζουμε και τον διαφθείρουμε. Και όταν θα πάμε μπροστά στον Θεό, η ευλο γία θα είναι μεγάλη —αυτό είναι το Ευαγγέλιο, το ευχάριστο, σωτή ριο μήνυμα—γιατί εκεί θα βρούμε δικό μας Άνθρωπο, τον Θεάνθρωπο Χριστό. Στις αγκάλες του Πατρός, θα είναι ο Υιός Του ο Αγαπητός, ο Θεός πού έγινε Άνθρωπος. Μεγάλη η ευσπλαχνία και η αγάπη και η φιλανθρωπία του Θεού!
Από το βιβλίο «ΧΡΙΣΤΟΣ Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΖΩΝΤΩΝ», Εκδόσεις «ΙΝΔΙΚΤΟΣ», ΑΘΗΝΑ 2007