Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ ΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ ΑΚΑΝΘΙΝΗ ΘΥΣΙΑ

Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ ΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ ΑΚΑΝΘΙΝΗ ΘΥΣΙΑ

Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο,εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο,ακροβατούμε την θωριά μας,ανάμεσα στην πτώση και την έγερση,τελούμε πνευματικά ανάπηροι στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας,αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας,ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής,ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια,είναι η Οδός και η Αλήθεια,η Αγάπη κι η Ζωή,το προσδωκόμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας,έχουμε Εκκλησία,να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε,κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας,μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της,την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας,κι αγγέλλους τόσους,όσα είναι αυτά που χάσαμε,όσα είναι αυτά που ελπίζουμε,όσα είναι αυτά,που ίσως έρθουνε μια μέρα,μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας,έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη,που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία,επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας,το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη,η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην δηθενικότητα των άλλων,ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός,που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες,θηριώδεις αμαρτίες μας και η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας.

Γεώργιος Αγιοκυπριανίτης 

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Τ' ΑΑΓΝΑΝΤΕΜΑ [Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη]

Τ' ΑΑΓΝΑΝΤΕΜΑ [Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη]


Παιδιά μου, κορίτσια μου, αρχίζει να ομιλεί η γριά Συρραχίνα, παλαιά καπετάνισσα με το ραβδάκι της και με το καλαθάκι της στο χέρι, με τα ογδόντα χρόνια στην πλάτη της, μπόρεσε κι ανέβη τον ανήφορον διά να καμαρώσει, ίσως διά τελευταίαν φοράν, το καράβι του γιου της που έφευγε. Ξέρετε τι μεγάλη χάρη έχει και πόσο καλό έκαμε στους θαλασσινούς αυτό το εκκλησιδάκι της Μεγαλόχαρης;
—  Πώς δεν το ξέρουμε, είπαν αι άλλαι, ας έχει δόξα το όνομά της.
—  Το εξωκλήσι αυτό αγίωσε και μέρωσε όλο το άγριο κύμα· πρωτύτερα είχε κατάρα όλος αυτός ο γιαλός.
—  Γιατί;
—  Βλέπετε κείνον τον βράχο, κάτω στο κύμα, που ξεχωρίζει απ' το γιαλό;... που φαίνεται σαν άνθρωπος με κεφάλι και με στήθια;... που μοιάζει σαν γυναίκα; Εκείνη είναι το Φλανδρώ.
—  Ναι, το Φλανδρώ, είπεν η υπερεξηκοντούτης Χατζηχάναινα. Κάτι έχω ακουστά μου. Εσύ θα το ξέρεις καλύτερα, Θεια-Φλωρού.
—  Το βλέπετε κι είναι ξέρα, είπεν η Φλωρού, η Συρραχίνα· μια φορά κι έναν καιρό ήταν άνθρωπος.
—  Άνθρωπος;
—  Άνθρωπος, καθώς εμείς. Γυναίκα.
Αι άλλοι ήκουον με απορίαν. Η γριά Συρραχίνα ήρχισε να διηγείται.
«Στον καιρό των παλαιών Ελλήνων, ήτον μια κόρη αρχοντοπούλα, που την έλεγαν Φλάνδρα ή Φλανδρώ. Η Φλανδρώ είχε νοματιστεί έτσι —καθώς μου 'πε ο πνευματικός απάνω στον Αϊ-Χαράλαμπο· όσο τον θυμούμαι, μακαρία η ψυχή του. Ήμουν μικρό κορίτσι, δώδεκα χρονώ, και μ' επήγε η μάνα μου να ξαγορευτώ τη Μεγάλη Τετάρτη... τι να ξαγορευτώ, εγώ τίποτα δεν ήξερα, τα ξεράματά μου., το τι μώλεε ο πνεματικός δεν αγροικούσα, φωτιά που μ' ε!... Το νόημά του δεν το καταλάβαινα, τα λόγια τα θυμούμουν, κι ύστερ' από χρόνια... το κορίτσι πρέπει να 'ναι φρόνιμο και ντροπαλό, να 'ναι υπάκοο, να μην κοιτάζει τους νιους, ν' αγαπά τον κύρη του και την μαννούλα του και σαν μεγαλώσει και δώσει ο Θιος και παντρευτεί, με την ευκή των γονιών της, άλλον να μην αγαπά απ' τον άνδρα της.»Μώφερε   το παράδειγμα των παλαιών Ελλήνων... Οι παλιοί Έλληνες που προσκυνούσαν τα είδωλα... Κείνον τον καιρό ήτον μια που την έλεγαν Φλάνδρα ή Φλανδρώ. Φλανδρώ θα πει Φιλανδρώ. Φιλανδρώ θα πει μια που αγαπά τον άνδρα της. Φλανδρώ την είπαν, Φλανδρώ βγήκε. Αγάπησε ολόψυχα τον άνδρα της, όσο που έχασε τ' αγαθά του κόσμου και έγινε πέτρα γι' αυτό. Τον καιρό εκείνο ήτον ένας καραβοκύρης, όμορφο παλικάρι, κι αγάπησε το Φλανδρώ και την εγύρεψε και της έδωσε αρραβώνα. Σαν της έδωσε αρραβώνα, εσκάρωσε καινούριο καράβι· και σαν εσκάρωσε το καράβι, έγινε κι ο γάμος· και σαν έγινε ο γάμος, έριξε το καράβι στο γιαλό κι εμπαρκάρισε κι επήγε να ταξιδέψει.
»Τότε το Φλανδρώ ήλθε ν' αγναντέψει, σαν καλή ώρα, σ' αυτόν τον έρμο το γιαλό. Ξεκολλούσε η ψυχή της που έφευγε ο άνδρας της· δεν μπορούσε να το βαστάξει, να στυλώσει την καρδιά της. Αγνάντεψε το καράβι που έφευγε, κι έκλαψε πικρά κι έπεσαν τα δάκρυά της στα κύματα· και τα κύματα επικράθηκαν κι εφαρμακώθηκαν και θύμωσαν κι αγρίεψαν κι εθέριεψαν.. και στο δρόμο τους που ηύραν το καράβι, έπνιξαν τον άνδρα της Φλανδρώς, κι έγινε αγυρισιά του... Και το Φλανδρώ ήρθε και ξαναήρθε σ' αυτόν τον έρμο γιαλό κι εκοίταζε κι αγνάντευε... κι επερίμενε κι εκαρτερούσε κι  απάντεχε... Πέρασαν μήνες, πέρασε χρόνος, πέρασαν δυο χρόνια, πέρασαν τρία... και το καράβι πουθενά δεν εφάνηκε... και το Φλανδρώ έκλαψε και καταράστηκε τη θάλασσα και τα μάτια της εστέγνωσαν και δεν είχε πλεια δάκρυ να χύσει... και παρακάλεσε τους θεούς της που ήταν είδωλα, πέτρες, να της κάμουν τη χάρη να γίνει κι αυτή είδωλο, βράχος, πέτρα... και το ζήτημά της έγινε και την έκαμαν βράχο, ξέρα... με το σκήμα   τ' ανθρωπινό, που τρίβηκε και φθάρηκε απ' τα κύματα ύστερ' από χιλιάδες χρόνια· και το ανθρωπινό σκήμα φαίνεται ακόμα και να ο βράχος εκεί, η πέτρα που θαλασσοδέρνεται και χτυπά και βογκά απάνω της το κύμα... κι η φωνή της, το βογκητό της γίνεται ένα από το βογκητό της θάλασσας... Να, η ξέρα εκεί. Αυτή 'ναι η Φλανδρώ.
»Ύστερα με χρόνια πολλά, σαν ήρθε ο Χριστός ν' αγιάσει τα νερά, για να βαφτιστεί η πλάση, μια χριστιανή αρχόντισσα, η Χατζηγιάνναινα, που είχαν σκαρώσει τα παιδιά της δυο καράβια, έταξε στην Παναγία κι έχτισε αυτό το παρακκλήσι, για το καλό κατευόδιο των παιδιώνε της... Ας δώσ' η Παναγία και σήμερα να 'ναι καλό κατευόδιο στους άνδρες σας, στ' αδέρφια σας και στους γονιούς σας».

* Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
 

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

«Κρατώμεν της ομολογίας, ην παρελάβομεν άδολον παρά τηλικούτων ανδρών

«Κρατώμεν της ομολογίας, ην παρελάβομεν άδολον παρά τηλικούτων ανδρών

«Κρατώμεν της ομολογίας, ην παρελάβομεν άδολον παρά τηλικούτων ανδρών αποστρεφόμενοι πάντα νεωτερισμόν ως υπαγόρευμα του διαβόλου. Ο δεχόμενος νεωτερισμόν κατελέγχει ελλιπή την κεκηρυγμένην Ορθόδοξον Πιστιν. Αλλ’ αύτη πεπληρωμένη ήδη εσφράγισται, μη επιδεχομένη μήτε μείωσιν μήτε αύξησιν, μήτε αλλοίωσιν ην τινα ουν και ο τολμών η πράξαι η συμβουλεύσαι η διανοηθήναι τούτο ήδη ηρνήθη την πίστιν του Χριστού, ήδη εκουσίως καθυπεβλήθη εις το αιώνιον ανάθεμα, δια το βλασφημείν εις το Πνεύμα το Άγιον, ως τάχα μη αρτίως λαλήσαν εν ταις Γραφαίς και Οικουμενικαίς Συνόδοις». (10)

Εμείς ούτε προσθέτουμε, ούτε αφαιρούμε κάποια διδασκαλία, ούτε την μεταβάλλουμε. «Ουδέν αφαιρούμεν ουδέ προστίθεμεν, αλλά πάντα τα της καθολικής Εκκλησίας αμείωτα διαφυλάττομεν... απάσας τας εκκλησιαστικάς εγγράφως η αγράφως τεθεσπισμένας ημίν παραδόσεις ακαινοτομήτως φυλάττομεν... Τούς ουν τολμώντας ετέρως φρονείν η διδάσκειν η κατά τούς εναγείς αιρετικούς τας εκκλησιαστικάς παραδόσεις αθετείν και καινοτομίαν τινά επινοείν... της κοινωνίας αφορίζεσθαι» (11) αλλά και αναθεματίζομεν.
Μάλιστα ο θεοφόρος Άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας, σε Επιστολή του στον Άγιο Πολύκαρπο Σμύρνης γράφει: «Πας ο λέγων παρά τα διατεταγμένα, καν αξιόπιστος η, καν νηστεύη, καν παρθενεύη, καν σημεία ποιή, καν προφητεύη, λύκος σοι φαινέσθω εν προβάτου δορά προβάτων φθοράν κατεργαζόμενος». (12)
Ο δε Άγιος Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το του Αποστόλου Παύλου, «ει τις ευαγγελίζεται υμίν παρ’ ο παρελάβετε, ανάθεμα» παρατηρεί ότι ο Απόστολος «ουκ είπε εάν εναντία καταγγέλλωσιν η το παν ανατρέπωσιν, αλλά καν μικρόν τι ευαγγελίζωνται παρ’ ο παρελάβετε, καν το τυχόν παρακινήσωσιν, ανάθεμα έστωσαν». (13)
Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, ανακοινώνοντας τις αποφάσεις της εναντίον των εικονομάχων προς τους κληρικούς της Κωνσταντινουπόλεως γράφει:
«Τη παραδόσει της Καθολικής Εκκλησίας εξηκολουθήσαμεν και ούτε ύφεσιν ούτε πλεονασμόν εποιησάμεθα, αλλ’ αποστολικώς διδαχθέντες, κρατούμεν τας παραδόσεις ας παρελάβομεν, πάντα αποδεχόμενοι και ασπαζόμενοι όσα περ η Αγία Καθολική Εκκλησία αρχήθεν των χρόνων αγράφως και εγγράφως παρέλαβεν... Η γαρ αληθινή της Εκκλησίας και ευθυτάτη κρίσις καινουργείσθαι εν αυτή συγχωρεί ουδέν, ούτε αφαίρεσιν ποιείσθαι. Ημείς τοιγαρούν πατρώοις νόμοις επόμενοι, παρά του ενός Πνεύματος λαβόντες χάριν, ακαινοτομήτως και αμειώτως πάντα τα της Εκκλησίας εφυλάξαμεν». (14)
Ακόμη, μετά των Αγίων Πατέρων και των Συνόδων απορρίπτουμε και αναθεματίζουμε όλες τις αιρέσεις και τα σχίσματα που παρουσιάσθηκαν μέχρι και σήμερα, κατά την ιστορική διαδρομή της Εκκλησίας.
Από τις παλαιές αιρέσεις που επιβιώνουν μέχρι σήμερα καταδικάζουμε τον Μονοφυσιτισμό, τον ακραίο του Ευτυχούς και τον μετριοπαθή του Σεβήρου και Διοσκόρου, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Δ’ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου και την χριστολογική διδασκαλία μεγάλων Αγίων Πατέρων και Διδασκάλων, όπως του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, του Μεγάλου Φωτίου και των ύμνων της λατρείας.

2. Διακηρύσσουμε ότι ο Παπισμός είναι αίρεσις, καθώς και μήτρα αιρέσεων και πλανών· η διδασκαλία του Filioque, της εκπορεύσεως δηλαδή του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού, είναι αντίθετη προς όσα ο ίδιος ο Χριστός εδίδαξε περί του Αγίου Πνεύματος. Σύνολος ο χορός των Πατέρων και σε Συνόδους και ξεχωριστά θεωρούν τον Παπισμό αίρεση, διότι εκτός του Filioque παρήγαγε πλήθος άλλων πλανών, όπως το πρωτείο και το αλάθητο του πάπα, τα άζυμα, το καθαρτήριο πυρ, την άσπιλο σύλληψη της Θεοτόκου, την κτιστή Χάρη, την εξαγορά των αφέσεων (indulgentiae), την βλάσφημη θεωρία του Ανσέλμου περί «θείας ικανοποιήσεως»· άλλαξε όλη σχεδόν την διδασκαλία και πράξη για το Βάπτισμα, το Χρίσμα, την Θεία Ευχαριστία και τα άλλα μυστήρια και μετέτρεψε την Εκκλησία σε κοσμικό κράτος.
Ο σημερινός Παπισμός παρεξέκλινε πολύ περισσότερο του μεσαιωνικού Παπισμού από την διδασκαλία της Εκκλησίας, ώστε δεν αποτελεί πλέον συνέχεια της αρχαίας Δυτικής Εκκλησίας.
Εισήγαγε πλήθος νέων υπερβολών στην «Μαριολογία», όπως την διδασκαλία περί της Θεοτόκου ως «συλλυτρώτριας» (corredemptrix) του ανθρωπίνου γένους.
Ενίσχυσε την «Χαρισματική Κίνηση» πεντηκοστιανικών ομάδων, δήθεν πνευματοκεντρικών.
Υιοθέτησε ανατολικές πνευματικές μεθόδους προσευχής και διαλογισμού.
Εισήγαγε νέες καινοτομίες στη Θεία Λατρεία, όπως τους χορούς και τα μουσικά όργανα.
Εσυντόμευσε και ουσιαστικά κατέστρεψε την Θεία Λειτουργία. Στον χώρο του Οικουμενισμού έθεσε τις βάσεις για την Πανθρησκεία με την Β’ Βατικάνειο Σύνοδο, αναγνωρίζοντας την «πνευματική ζωή» των αλλοθρήσκων.
Εξακολουθεί να στηρίζει την «Ουνία», αυτήν την καρικατούρα της Ορθοδοξίας, με την οποία ως δούρειο ίππο εξαπατά και προσηλυτίζει πιστούς, διαψεύδοντας έτσι πανηγυρικά τις δήθεν ειλικρινείς προθέσεις της για ένωση.
Γενικώς υπάρχει ριζική αλλαγή του Παπισμού και στροφή προς τον Προτεσταντισμό μετά την Β’ Βατικάνειο Σύνοδο, ως και υιοθέτηση διαφόρων "πνευματικών" κινημάτων της «Νέας Εποχής».
Κατά τον Άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, τον Μυσταγωγό, ο Παπισμός προκάλεσε στην Εκκλησία μεγαλύτερη ζημία από όση προκάλεσαν όλες μαζί οι αιρέσεις και τα σχίσματα.
Οι Ορθόδοξοι είχαμε κοινωνία με τους προ του σχίσματος πάπες και πολλούς πάπες τους εορτάζουμε ως αγίους. Όμως οι μετά το σχίσμα πάπες είναι αιρετικοί και αντίχριστοι, σύμφωνα και με τα λόγια του μεγάλου και σύγχρονου Αγίου μας Κοσμά του Αιτωλού. (15)
Έπαυσαν να είναι διάδοχοι στον θρόνο της Ρώμης, δεν έχουν αποστολική διαδοχή, επειδή δεν έχουν την πίστη των Αποστόλων και των Πατέρων. Δια τον λόγο αυτόν τον εκάστοτε πάπα «ου μόνον ου κοινωνικόν έχομεν, αλλά και αιρετικόν αποκαλούμεν».
Και όπως λέγει ο Άτλας της Ορθοδοξίας Μάρκος ο Ευγενικός, «Ημείς δι’ ουδέν άλλο απεσχίσθημεν των Λατίνων, αλλ’ η ότι εισίν ου μόνον σχισματικοί, αλλά και αιρετικοί». (16)
Λόγω όλων αυτών των αιρέσεων και βλασφημιών ιδιαιτέρως εναντίον του Αγίου Πνεύματος με την διδασκαλία περί του Filioque, έχασαν το Άγιο Πνεύμα, και όλα σ’ αυτούς είναι αχαρίτωτα. Κανένα μυστήριό τους δεν είναι έγκυρο σύμφωνα με την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων και κατά τον Άγιο Συμεών. «Βλασφημούσιν άρα οι καινοτόμοι και πόρρω του Πνεύματος εισι, βλασφημούντες κατά του Αγίου Πνεύματος, και ουκ εν αυτοίς όλως το Πνεύμα το Άγιον· διο και τα αυτών αχαρίτωτα, ως την χάριν του Πνεύματος αθετούντων και υποβιβαζόντων αυτό... διο και το Πνεύμα ουκ εν αυτοίς το Άγιον, και ουδέν πνευματικόν εν αυτοίς και καινά πάντα και εξηλλαγμένα τα εν αυτοίς και παρά την θείαν παράδοσιν». (17)

3. Τα ίδια ισχύουν, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, για τον Προτεσταντισμό, ο οποίος ως τέκνο του Παπισμού κληρονόμησε πολλές αιρέσεις, προσέθεσε δε πολύ περισσότερες· απορρίπτει την Παράδοση δεχόμενος μόνον την Αγία Γραφή (Sola Scriptura), την οποία παρερμηνεύει, καταργεί την Ιερωσύνη ως ειδική μυστηριακή Χάρη, την τιμή των Αγίων και των ιερών εικόνων, υποτιμά το πρόσωπο της Θεοτόκου, απορρίπτει τον Μοναχισμό· από τα Άγια Μυστήρια δέχεται μόνον το Βάπτισμα και την Θεία Ευχαριστία, αλλοιώνοντας και σ’ αυτά την διδασκαλία και την πράξη της Εκκλησίας, διδάσκει τον απόλυτο προορισμό (Καλβινισμός) και την εκ της πίστεως μόνον δικαίωση, εσχάτως δε η «προοδευτική» του μερίς εισήγαγε την «ιερωσύνη» των γυναικών και τον γάμο των ομοφυλοφίλων, τους οποίους δέχονται και στην «ιερωσύνη». Κυρίως όμως στερείται εκκλησιολογίας, διότι δεν υπάρχει η έννοια της Εκκλησίας, όπως την κατανοεί η Ορθόδοξη Παράδοση.

4. Ο μόνος τρόπος για να αποκατασταθεί η κοινωνία μας με τους πάσης φύσεως αιρετικούς είναι μόνον η εκ μέρους τους αποκήρυξη της πλάνης και η μετάνοια, ώστε να μπορέσει να υπάρξει αληθινή ένωση και ειρήνη· ένωση με την αλήθεια και όχι με την πλάνη και την αίρεση.
Για την ενσωμάτωση των αιρετικών στην Εκκλησία η κανονική ακρίβεια απαιτεί την δια του Βαπτίσματος αποδοχή τους. Το προηγούμενο «βάπτισμά» τους, τελούμενο εκτός της Εκκλησίας, χωρίς την τρισσή κατάδυση και ανάδυση του βαπτιζομένου εντός του δι’ ειδικής ευχής ηγιασμένου ύδατος και από μη Ορθόδοξο ιερέα, δεν θεωρείται καν βάπτισμα· στερείται της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, η οποία δεν υπάρχει στα σχίσματα και στις αιρέσεις, και επομένως δεν έχομε τίποτε κοινό που να μας ενώνει, όπως λέγει ο Μέγας Βασίλειος:
«Οι δε της Εκκλησίας αποστάντες ουκέτι έσχον την χάριν του Αγίου Πνεύματος εφ’ εαυτοίς· επέλιπε γαρ η μετάδοσις τω διακοπήναι την ακολουθίαν... οι δε απορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν είχον την εξουσίαν, ουκέτι δυνάμενοι χάριν Πνεύματος Αγίου παρέχειν, ης αυτοί εκπεπτώκασιν». (18)
Είναι γι’ αυτό αθεμελίωτη και μετέωρη η νέα προσπάθεια των Οικουμενιστών να προβάλουν την θέση ότι έχουμε κοινό βάπτισμα με τους αιρετικούς, και επάνω στην ανύπαρκτη βαπτισματική ενότητα να στηρίξουν την ενότητα της Εκκλησίας, η οποία δήθεν υπάρχει όπου υπάρχει βάπτισμα. (19)
Στην Εκκλησία όμως εισέρχεται κανείς και γίνεται μέλος της όχι με το οιοδήποτε βάπτισμα αλλά με το ένα και ενιαίως τελούμενο βάπτισμα από ορθοδόξους ιερείς έχοντας ακώλυτον την Ιερωσύνη της Εκκλησίας. Παραμένει δε στην συνέχεια ως μέλος Της εφ’ όσον τηρεί απαρασάλευτα όλες τις διδασκαλίες και αποφάσεις της, μη προσθέτοντας μηδέ αφαιρώντας, το παραμικρόν.

5. Εφ’ όσον οι αιρετικοί εξακολουθούν να παραμένουν στην πλάνη, αποφεύγουμε την μετ’ αυτών κοινωνία, ιδιαίτερα τις συμπροσευχές. Οι ιεροί κανόνες στο σύνολό τους απαγορεύουν όχι μόνο τα συλλείτουργα και τις εντός των ναών συμπροσευχές, αλλά και τις απλές συμπροσευχές σε ιδιωτικούς χώρους.
Η αυστηρή δε αυτή στάση της Εκκλησίας απέναντι στους αιρετικούς προέρχεται από αληθινή αγάπη και ειλικρινές ενδιαφέρον για την σωτηρία τους και από ποιμαντική μέριμνα να μην παρασυρθούν οι πιστοί στην αίρεση. Δια τούτο μισανθρωπίαν ονομάζει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής την αδιαφορία μας προς τους αιρετικούς:
«Ου θέλων δε τούς αιρετικούς θλίβεσθαι, ουδέ χαίρων τη κακώσει αυτών, γράφω ταύτα, μη γένοιτο, αλλά τη επιστροφή μάλλον χαίρων και συναγαλλόμενος. Τι γαρ τοις πιστοίς τερπνότερον του θεάσθαι τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα, συναγόμενα εις εν... μετά προσεχείας και δοκιμασίας ποιείν τε και ενεργείν τα καλά εις πάντας ανθρώπους, και πάσι πάντα γινομένους, καθώς έκαστος επιδείται υμών, παρακαλών· προς μόνον το καθοτιούν αιρετικοίς συνάρασθαι εις σύστασιν της φρενοβλαβούς αυτών δόξης, σκληρούς παντελώς είναι υμάς και αμειλίκτους βούλομαί τε και εύχομαι. Μισανθρωπίαν γαρ ορίζομαι έγωγε, και αγάπης θείας χωρισμόν, το τη πλάνη πειράσθαι διδόναι ισχύν εις περισσοτέραν των αυτή προκατειλημμένων φθοράν». (20)
Όποιος αγαπά πραγματικά, φανερώνει την αλήθεια, δεν αφήνει τον άλλο στο ψεύδος· διαφορετικά η αγάπη και η μετ’ αυτού ομόνοια και ειρήνη είναι επίπλαστες και ψεύτικες.
Υπάρχει καλός πόλεμος και κακή ειρήνη. «Κρείττων γαρ επαινετός πόλεμος ειρήνης χωριζούσης Θεού» λέγει ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος.(21)
Και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνιστά:
«Ει που την ευσέβειαν παραβλαπτομένην ίδοις, μη προτίμα την ομόνοιαν της αληθείας, αλλ’ ίστασο γενναίως έως θανάτου... την αλήθειαν μηδαμού προδιδούς».(22) Και αλλού προτρέπει με έμφαση:
«Μηδέν νόθον δόγμα τω της αγάπης προσχήματι παραδέχησθε». (23)
Αυτήν την στάση των Πατέρων υιοθέτησε και ο μέγας αγωνιστής και ομολογητής της Ορθοδόξου πίστεως απέναντι στους Λατίνους Άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός, ο οποίος την δική του Ομολογία Πίστεως στην Φλωρεντία κατακλείει δια των εξής:
«Άπαντες οι της Εκκλησίας διδάσκαλοι, πάσαι αι σύνοδοι και πάσαι αι θείαι Γραφαί φεύγειν τους ετερόφρονας παραινούσι και της αυτών κοινωνίας διΐστασθαι. Τούτων ουν εγώ πάντων καταφρονήσας, ακολουθήσω τοις εν προσχήματι πεπλασμένης ειρήνης ενωθήναι κελεύουσι; Τοις το ιερόν και θείον σύμβολον κιβδηλεύσασι και τον Υιόν επεισάγουσι δεύτερον αίτιον του Αγίου Πνεύματος; Τα γαρ λοιπά των ατοπημάτων εώ, το γε νυν έχον, ων και εν μόνον ικανόν ην ημάς εξ αυτών διαστήσαι. Μη πάθοιμεν τούτο πότε, Παράκλητε αγαθέ, μηδ’ ούτως εμαυτού των καθηκόντων λογισμών αποπέσοιμι· της δε σης διδασκαλίας και των υπό σου εμπνευσθέντων μακαρίων ανδρών εχόμενος, προστεθείην προς τους εμούς πατέρας, τούτο, ει μη τι άλλο, εντεύθεν αποφερόμενος, την ευσέβειαν». (24)

6. Μέχρι των αρχών του 20ου αιώνος η Εκκλησία σταθερά και αμετάβλητα είχε απορριπτική και καταδικαστική στάση έναντι όλων των αιρέσεων, αλλά και των αιρετικών, όπως ακριβώς αυτό διατυπώνεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας που διαβάζεται, από όσους διαβάζεται ακόμα σήμερα, την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Αναθεματίζονται όλες οι αιρέσεις, η κάθε μία ξεχωριστά και όλοι οι αιρετικοί, ο καθένας τους ξεχωριστά. Και δια να μη μείνει δε κανείς εκτός του αναθέματος, υπάρχει στο τέλος γενικός αναθεματισμός που ρητά λέγει: «Όλοις τοις αιρετικοίς ανάθεμα».
Δυστυχώς αυτή η ενιαία, σταθερή και αταλάντευτη στάση της Εκκλησίας μέχρι των αρχών του 20ου αιώνος άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται, μετά την αιρετική εγκύκλιο που εξαπέλυσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1920 «προς τας απανταχού εκκλησίας του Χριστού», η οποία για πρώτη φορά χαρακτηρίζει επισήμως τις αιρέσεις, άκουσον-άκουσον, ως εκκλησίες, που δεν είναι αποξενωμένες από την Εκκλησία, αλλά είναι οικείες και συγγενείς.(!!!) Συνιστούσε να «αναζωπυρωθή και ενισχυθή προ παντός η αγάπη μεταξύ των εκκλησιών, μη λογιζομένας αλλήλας ως ξένας και αλλοτρίας, αλλ’ ως συγγενείς και οικείας εν Χριστώ και συγκληρονόμους και συσσώμους της επαγγελίας του Θεού εν Χριστώ». (25) Έτσι μετά την αιρετική αυτή Εγκύγκλιον του ’20 άνοιξε πλέον ο δρόμος για να υιοθετηθεί, να διαμορφωθεί και να αναπτυχθεί στο χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας η προτεσταντικής κατ’ αρχήν επινοήσεως, τώρα δε και παπικής αποδοχής, αίρεση του Οικουμενισμού, αυτή η παναίρεση, που υιοθετεί και νομιμοποιεί όλες τις αιρέσεις ως «εκκλησίες» και προσβάλλει το δόγμα της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Αναπτύχθηκε πλέον, διδάσκεται και επιβάλλεται από Πατριάρχες, Αρχιεπισκόπους και Επισκόπους νέο δόγμα περί Εκκλησίας, νέα εκκλησιολογία. Σύμφωνα με αυτό καμμία Εκκλησία δεν δικαιούται να διεκδικήσει αποκλειστικά για τον εαυτό της τον χαρακτήρα της καθολικής και αληθινής Εκκλησίας. Κάθε μία είναι ένα κομμάτι, ένα μέρος, όχι ολόκληρη η Εκκλησία. Όλες μαζί αποτελούν την Εκκλησία.
Τοιουτοτρόπως έπεσαν όλα τα όρια που έθεσαν οι Πατέρες· δεν υπάρχει οριοθετική γραμμή μεταξύ αιρέσεως και Εκκλησίας, μεταξύ αληθείας και πλάνης. Και οι αιρέσεις πλέον είναι «εκκλησίες», πολλές μάλιστα, όπως η παπική, θεωρούνται τώρα ως αδελφές εκκλησίες, στις οποίες από κοινού με εμάς ανέθεσε ο Θεός την φροντίδα για την σωτηρία των ανθρώπων. (26) Υποστηρίζεται ακόμη δυστυχώς ότι υπάρχει και στις αιρέσεις η Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και το βάπτισμά τους, όπως και όλα τα άλλα μυστήρια είναι έγκυρα. Όσοι έχουν βαπτισθή, σε οποιαδήποτε αίρεση και αν ανήκουν, είναι μέλη του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας. Οι αρές και τα αναθέματα των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων δεν ισχύουν πια και πρέπει να διαγραφούν από τα λειτουργικά βιβλία. Στεγασθήκαμε μέσα στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» και ουσιαστικά προδώσαμε -και μόνο με την ένταξη μας- την αλήθεια και την εκκλησιολογική μας αυτοσυνειδησία.
Αφαιρέσαμε το δόγμα περί της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, το δόγμα «εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα». (27)

7. Ο διαχριστιανικός αυτός συγκρητισμός, διευρύνθηκε τώρα και σε διαθρησκειακό συγκρητισμό, ο οποίος εξισώνει όλες τις θρησκείες, με την μοναδική, θεόθεν αποκαλυφθείσα από τον Χριστό θεοσέβεια, θεογνωσία και κατά Χριστόν ζωή. Προσβάλλεται επομένως όχι μόνο το δόγμα της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας σε σχέση με τις αιρέσεις, αλλά και το θεμελιώδες δόγμα της μοναδικής εν τω κόσμω Αποκαλύψεως και σωτηρίας των ανθρώπων δια Ιησού Χριστού σε σχέση με όλες τις θρησκείες του κόσμου. Είναι η χειρότερη πλάνη, η μεγαλύτερη αίρεση-παναίρεση όλων των αιώνων.

8. Εμείς πιστεύουμε και ομολογούμε ότι μόνον εν τω Ιησού Χριστώ υπάρχει η δυνατότης σωτηρίας.
Οι θρησκείες του κόσμου και οι αιρέσεις οδηγούν στην απώλεια. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι απλώς η αληθής Εκκλησία· είναι η μόνη Εκκλησία. Μόνον αυτή έμεινε πιστή στο Ευαγγέλιο, στις Συνόδους και στους Πατέρες, και συνεπώς μόνον αυτή αντιπροσωπεύει την αληθινή καθολική Εκκλησία του Χριστού. Κατά τον σύγχρονο Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς, ο Οικουμενισμός είναι κοινό όνομα για τις ψευδοεκκλησίες της Δυτικής Ευρώπης. Το κοινό όνομά τους είναι η παναίρεση. (28)
Αυτήν την παναίρεση δυστυχώς, έχουν αποδεχθή συνειδητά, εκ των «ορθοδόξων», άλλοι εμφανώς και άλλοι αφανώς, πολλοί πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί. Την διδάσκουν «γυμνή τη κεφαλή», την εφαρμόζουν και την επιβάλλουν στην πράξη κοινωνούντες παντοιοτρόπως με τους αιρετικούς, με συμπροσευχές, ανταλλαγές επισκέψεων, ποιμαντικές συνεργασίες, θέτοντας έτσι εαυτούς, ουσιαστικώς, εκτός Εκκλησίας του Χριστού.

9. Εκτός Εκκλησίας όμως θέτουν τους εαυτούς τους και όσοι, πρεσβεύουν μεν ορθοδόξως, απορρίπτοντας ίσως και καταδικάζοντας μάλιστα και όλα τα ανωτέρω, συνεχίζουν όμως να ακολουθούν όλους αυτούς τους αιρετικούς, έχοντας κοινωνία και επικοινωνία μαζί τους, μνημονεύοντάς τους επ’ Εκκλησίας, και αναγνωρίζοντάς τους ως κανονικούς επισκόπους και διαδόχους του Χριστού, επειδή δήθεν δεν έγινε ακόμη πλήρως η ένωσις και το κοινόν ποτήριον, η επειδή δεν κατεδικάσθησαν ακόμη από Οικουμενική η Τοπική Σύνοδο, η άλλες παρόμοιες καινοφανείς απόψεις και θεωρίες, οι οποίες ουδέποτε ίσχυσαν και εφηρμόσθησαν στην πραγματική Εκκλησία του Χριστού.
Λέγει σχετικά ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης για όλους εκείνους που είχον ορθόδοξο φρόνημα, αλλά κοινωνούσαν με αιρετικούς. Ας σημειωθεί ότι αυτοί οι αιρετικοί δεν είχαν καν ακόμη καταδικασθεί από Σύνοδο:
«Μοιχεία γαρ εστιν ω πανσύνετοι και το της κοινωνίας μετέχειν των αιρετικών... Οι μεν τέλεον περί την πίστιν εναυάγησαν, οι δε ει και τοις λογισμοίς ου κατεποντίσθησαν όμως τη κοινωνία της αιρέσεως συνόλλυνται» (29) Και ακόμη:
«Φεύγη την αίρεσιν, ήγουν τούς αιρετικούς· του μήτε κοινωνείν αυτοίς μήτε αναφέρειν επί της Θείας Λειτουργίας· ότι μέγισται απειλαί κείνται παρά των αγίων εκφωνηθείσαι τοις συγκαταβαίνουσιν αυτή μέχρι και εστιάσεως... Εχθρούς γαρ Θεού ο Χρυσόστομος ου μόνον τούς αιρετικούς, αλλά και τούς τοις τοιούτοις κοινωνούντας μεγάλη και πολλή τη φωνή απεφήνατο». (30)
Και ο Άγιος Γερμανός ο Νεος:
«Επισκήπτομαι πάσι τοις εν Κυπρω λαϊκοίς όσοι της Καθολικής Εκκλησίας εστέ τέκνα γνήσια, φεύγειν όλω ποδί από των υποπεσόντων ιερέων τη λατινική υποταγή και μηδέ εις Εκκλησίαν τούτοις συνέρχεσθαι, μηδέ ευλογίαν εκ των χειρών αυτών λαμβάνειν την τυχούσαν... ει δε μη την αυτήν υφέξετε μετ’ αυτών κόλασιν». (31)

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Η Χαναναία και οι τρεις ανατροπές

Η Χαναναία και οι τρεις ανατροπές

Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Τρεις ανατροπές στις αντιλήψεις των ανθρώπων για το Θεό διαπιστώνουμε στην θαυματουργική θεραπεία από το Χριστό της κόρης μιας Χαναναίας. Η πρώτη ανατροπή έχει να κάνει με την ίδια την επίσκεψη του Χριστού στην περιοχή της Τύρου και της Σιδώνας. Η Χαναναία ήταν ειδωλολάτρης και κατοικούσε σε έναν τόπο όπου οι κάτοικοι, εκτός από την λατρεία των ειδώλων, επιδίδονταν στην μαγεία. Χωρίς να το γνωρίζουν, είχαν παραδώσει τους εαυτούς τους στο πνεύμα του πονηρού. Ο Χριστός όμως, επισκεπτόμενος την περιοχή, δείχνει ότι ήρθε στον κόσμο για να φέρει το μήνυμα της Βασιλείας των Ουρανών κηρύσσοντας μετάνοια ανάμεσα στους αμαρτωλούς.
Η δεύτερη ανατρεπτική στάση έχει να κάνει με την αντίδραση του Χριστού στη στάση της Χαναναίας. Εκείνη είχε αγωνία για την κόρη της, η οποία βασανιζόταν από δαιμόνιο, κάτι που φαίνεται να υπονοεί ότι η μητέρα της δεν ελεύθερη από τις επιδράσεις του διαβόλου και της ειδωλολατρίας και γι’ αυτό την πείραζε ο διάβολος. Μέσα στην αγωνία για το παιδί της στρέφεται προς το Χριστό και ζητά το έλεός Του. Τον αποκαλεί «Υιό Δαβίδ». Μπορεί να γνώριζε τι σήμαινε η φράση αυτή. Ότι ο Ιησούς ανήκε στη γενιά από την οποία θα σώζονταν ο λαός του Ισραήλ. Μπορεί και να ρώτησε και να της είπαν ότι έτσι τον προσφωνούσαν. Όμως η θέα του προσώπου του Κυρίου κάνει την ψυχή της να γεμίσει με πίστη και την οδηγεί στο να απευθύνει το αίτημά της προς Αυτόν χωρίς να υπολογίσει τίποτε, ούτε την ειδωλολατρική της ταυτότητα ούτε την απόρριψη που πιθανότατα θα υφίστατο από όσους συνόδευαν το Χριστό. Κραυγάζει. Και οι μαθητές του Χριστού αντιδρούν αμέσως, προτρέποντάς τον να την διώξει, για να απαλλαγούν από την επιμονή και την ένταση της φωνής της. «Απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών» (Ματθ. 15, 23). Ο Χριστός όμως, δεν κάνει αυτό που αναμένουν οι άνθρωποι, αλλά ανοίγει διάλογο μαζί της.

Η τρίτη ανατρεπτική στάση έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο ο Χριστός απευθύνεται στη Χαναναία. Αντί να την ρωτήσει για τη δοκιμασία της ή να την νουθετήσει ή να δείξει ευσπλαχνία, της απαντά με τέτοιο τρόπο που φαίνεται ότι την απορρίπτει. Της δείχνει ότι δεν θέλει να έχει σχέση με τους ειδωλολάτρες, αλλά μόνο με τους Ισραηλίτες. Φαίνεται να ικανοποιεί έτσι τους φανατικούς Ισραηλίτες που πιθανόν να ήταν στη συνοδεία του. Όμως εκείνη επιμένει. Και στην δεύτερη παράκληση, στην οποία το προσωνύμιο πλέον γίνεται «Κύριε», δεν μένει δηλαδή στο γενικό χαρακτηρισμό που περιέγραφε τι προσδοκούσαν οι Ισραηλίτες από το Χριστό, αλλά του δείχνει τι είναι για την ίδια ο Χριστός, «ο Κύριος και Θεός», και πάλι ο Χριστός αρνείται να την βοηθήσει και της μιλά περιφρονητικά, αποκαλώντας την «κυνάριον». Και βλέποντας την επιμονή, την εξυπνάδα και την ταπείνωσή της να αποδέχεται ακόμη και τον χαρακτηρισμό, αρκεί να χορτάσει κοντά Του την ευσπλαχνία και την αγάπη, ο Χριστός θαυμάζει την πίστη της και κάνει το θαύμα. Σκληρότητα, δοκιμασία της πίστης και αποδοχή του αιτήματος είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Χριστός αντιδρά, μη κάνοντας αυτό που θα περιμέναμε.

Δεν μπαίνει ο Θεός στα ανθρώπινα καλούπια. Δεν κάνει όπως περιμένουν οι άνθρωποι. Δεν λειτουργεί με τα δικά μας κριτήρια. Δεν είναι ένας Θεός που αρκείται σ’ αυτούς που Τον ακολουθούν. Τολμά και βγαίνει από τα όρια του περιούσιου λαού. Τολμά και βγαίνει από τα συνηθισμένα, προκειμένου να κηρύξει μετάνοια και να δώσει ελπίδα και νόημα σε όλο τον κόσμο. Παράλληλα, δεν κάνει ό,τι ευχαριστεί τους δικούς Του. Δεν απολύει κανέναν που Τον αναζητά μόνο και μόνο γιατί δεν είναι όπως θέλουν όσοι νομίζουν ότι Τον γνωρίζουν και προσαρμόζουν το Ευαγγέλιο Του στον δικό τους τρόπο σκέψης. Αλλά και δεν βιάζεται πάντα να κάνει αυτό που οι άνθρωποι επιθυμούν. Να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους, αλλά τους αφήνει να ανοίξουν αληθινά την καρδιά τους. Να επιμείνουν και να φανερώσουν πόσο πιστεύουν. Έχει τη δύναμη να εκπληρώσει τα πάντα. Αλλά θέλει και την συνέργεια του ανθρώπου. Ζητά την πίστη. Την δοκιμάζει. Ζητά την εξυπνάδα και το χάρισμα του ανθρώπου. Ζητά την μετάνοια και την ταπείνωσή του. Όχι γιατί ο Ίδιος ως Θεός έχει ανάγκη αυτά. Αλλά γιατί έτσι ο άνθρωπος μαθαίνει να εμπιστεύεται αληθινά, να μετανοεί για τον τρόπο της ζωής του και να συνειδητοποιεί την επίδραση του κακού και πώς μπορεί μέσα από την πίστη να την αποτινάξει.

Η στάση του Χριστού είναι για εμάς τους χριστιανούς ένα μήνυμα υπέρβασης των πάγιων αντιλήψεων που έχουμε για Εκείνον και την πίστη. Είναι μία πρόκληση εξόδου μας από τα συνηθισμένα. Από την αίσθηση της αυτάρκειάς μας και την επανάπαυση ότι είμαστε υπεύθυνοι μόνο για την δική μας σωτηρία. Είναι μία πρόκληση να μην απορρίπτουμε, να μην απολύουμε κανέναν γιατί δεν φέρεται όπως εμείς πιστεύουμε ότι θα πρέπει να φέρεται. Είναι μία πρόκληση να μη βιαζόμαστε να κρίνουμε την σκέψη και τα έργα του Θεού, αλλά να επιμένουμε με την προσευχή, την αξιοποίηση των χαρισμάτων μας και την ταπεινότητα στο να βρισκόμαστε κοντά Του και να Τον αναγνωρίζουμε ως τον Κύριό μας.
Ζούμε σε έναν κόσμο που όλα τα θέλει σύμφωνα με τα δικά του μέτρα, «εδώ και τώρα». Που δεν δίνει ευκαιρία σε όσους μπορεί να φαίνεται ότι είναι μακριά από το Θεό, όμως η ψυχή τους στη θέα του Προσώπου Του, όπως κι αν Αυτό εμφανίζεται, είτε δια της δοκιμασίας και της λύπης, είτε δια της αισθήσεως του κακού και της απογοητεύσεως από την κυριαρχία του επάνω μας, μετανοεί και αλλάζει, κρίνοντάς μας με την δύναμη της πίστης που επιδεικνύουν. Που παραμένει στην δική του αυτάρκεια, στην αίσθηση ότι είναι αρκετή η δική μας πρόοδος και δεν υπάρχει λόγος να βγαίνουμε από τα δικά μας μέτρα και όρια. Ζώντας λοιπόν σ’ έναν τέτοιο κόσμο, το παράδειγμα της Χαναναίας και η ανατρεπτική στάση του Χριστού μας καλούν να ξαναδούμε την χριστιανική μας αυτοσυνειδησία και αποστολή και να ελέγξουμε τον εαυτό μας για το πόσο και πώς πιστεύουμε. Και ο Κύριός μας θα μας δώσει τη δύναμη σε κάθε σταυρό και δοκιμασία της ζωής μας να Τον αναζητήσουμε και να γίνει και σε μας το θέλημά Του.