Μη μου άπτου...  (Ιωαν. κ'. 17)                                                             
Αρχ. Αντώνιος Ρωμαίος

Τα σκηνικά που πλαισιώνουν, ως πρόσωπα και καταστάσεις , τα λόγια του Κυρίου προς την αγία Μαρία την Μαγδαλινή, μας ωθούν σε πλούσια βιώματα αναγόμενα στη βαθύτερη σχέση μας με τον Χριστόν. Σε βιώματα εσώτερης πνευματικής και μυστικής ζωής, αλλά και βαθύτερου λατρευτικού ήθους.

Η Μαγδαλινή Μαρία, στη δεδομένη χωροχρονική τομή, θα μπορούσε να θεωρηθεί σύμβολο κάθε ανθρώπου «εκκλησιασμένου» σε επίπεδο ψυχικό, που ευτύχισε να έχει πολυάριθμες, θερμές και «καρποφόρες» με τον Κύριο μέσα στην εκκλησία Του, που όμως μέσα στην πορεία των σχέσεών του προς Αυτόν κάποτε χάνει την «επαφή» (ο Χριστός Σταυρώθηκε και Ενταφιάστηκε) και τη θρησκευτική «συναλλαγή», και βλέπει ότι δεν κερδίζει τίποτε!

Τότε παραπαίει μεταξύ ελπίδας και αποκαρδίωσης, διατηρώντας συγχρόνως, «μπλοκαρισμένα» κάπως, όλα τα αισθήματα λατρείας και αφοσίωσης στο μη βλεπόμενο πια πρόσωπό Του. Εξακολουθεί και «πηγαίνει στην Εκκλησία» Του, όπως η Μαγδαλινή Μαρία παρέμενε στο «κενό» πια μνημείο Του, επιθυμώντας μιαν αναζωογόνηση κερδοφόρου σχέσης με τον Χριστόν, ακούοντας τα κηρύγματα του Θείου λόγου, αναστρεφόμενος τους αγίους και τους πιστούς, όπως η Μαγδαλινή Μαρία τους αγγέλους πλησίον του κενού μνημείου.

Βοηθείται, με μια τέτοια προσπάθεια, να ζήσει το πένθος του για τη «χαμένη σχέση» και να το εκφράσει (Γύναι τι κλαίεις, τίνα ζητείς; Ότι ήραν τον Κύριόν μου του τάφου και ουκ οίδα που έθηκαν αυτόν). Τότε ακριβώς, που θρηνείται η άγνοια και μεγεθύνεται ο σπαραγμός για την απώλεια του επιθυμητού, ο Ιησούς κρίνει ότι μπορεί, με μια άμεση αλλά όχι χειροπιαστή μέθοδο, να προκαλέσει μια διαλογική σχέση με τον άνθρωπο, χωρίς όμως και να του δώσει την δυνατότητα ανανέωσης της «επαφής», στο επίπεδο που λειτουργούσε κατά το παρελθόν (μη μου άπτου), αλλά προκαλώντας τον να κοινωνήσει, την αλήθεια της ανάστασής Του με τους άλλους, τους φοβισμένους και προβληματισμένους Μαθητές Του, και περιμένοντας την ανάβασή του σε νέο πνευματικό _ τουλάχιστον πνευματικότερο _ επίπεδο, στο «Υπερώο της Πεντηκοστής» με την κάθοδο του Παρακλήτου Πνεύματος, όπου θα κατανοήσει τους λόγους «πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας Αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν».
Τότε πιά θα μπορεί να κατανοήσει και να επιθυμήσει να ζήσει το «...απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού», θα μπορεί να συνεργασθεί για την ένταξη της υπόστασής του στην υπόσταση του Χριστού, θα λαχταρά τη Χριστοείδεια και όχι την ιδιοτελή θρησκευτική συναλλαγή! Όλη αυτή τη «γκάμα» των πνευματικών «μεθηλικιώσεων», κάθε πιστός, ακόρεστος για πρόοδο πνευματική, οφείλει να την περάσει με επυτυχία και υπαρκτική γνησιότητα.