Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

πράττω αὐτό πού μισῶ καί χαίρομαι μέ τίς παρανομίες μου.

maschere
Σέ ἄλλο μέ σπρώχνει πού ἀγαπῶ ἡ σάρκα,
σέ ἄλλο ἡ ἐντολή σέ ἄλλο ὁ Θεός, ὁ φθόνος σέ ἄλλο,
σέ τοῦτο ὁ χρόνος σ’ ἐκεῖνο ἡ ἱκανότητα˙
πράττω αὐτό πού μισῶ καί χαίρομαι
μέ τίς παρανομίες μου.
Καί γελῶ μέ τό φοβερό θάνατο πού κλείνεται μέσα στά σπλάχνα μου,
 καγχάζοντας, κακοχαρά, γιατί κι ὁ ὄλεθρος εἶναι τερπνός.
 Τώρα σέρνεται χαμηλά, τώρα μετεωρίζεται˙ τήν ὕβρη περιφρονεῖ
 σήμερα, καί ὑβριστής γίνεται αὔριο, διαφορετικός σέ διαφορετικούς
 καιρούς σάν κανένα χταπόδι πού παίρνει τό χρῶμα τῆς πέτρας
χύνοντας θερμά δάκρυα, ἀλλά μαζί τους δέ χύθηκε ἡ ἁμαρτία˙
ἄλλα ἄφησα νά χυθοῦν
κι ἄλλα ἀμέσως συναθροίζω μέσα μου
 γιά νέες ἁμαρτίες κι ἔχω ἀπορρίψει
τά φάρμακα τῆς θεραπείας.
***
Ἄλλο τί σάρξ μέν ἀνωξεν ἐμοί φίλον, ἄλλο δ’ ἐφετμή,
ἄλλο θεός, φθόνος ἄλλο, χρόνος τό μέν, ἄλλο τί δ’ αἰών.
Ἐρδω δ’, ὁ στυγέω, καί ἀμφιγέγηθα κακοίσι.
Καί γελόω μόρον αἰνόν ἐνί σπλάγχνοισιν ἐμοίσι,
Σαρδάνιον, κακοχαρτον, ἐπεῖ καί τερπνός ὄλεθρος.
Νῦν χθαμαλός, νῦν αὖτε μετήορος, ὕβριν ἀτίζων
σήμερον, ὑβριστής δ’ ἄρ’ ἔς αὔριον ἄλλος ἐν ἄλλοις
καιροῖς, πουλυπόδης τίς ἐειδόμενος χρόα πέτραις,
δάκρυα θερμά χέων, ἡ δ’ οὐ συνέρευσεν ἁμαρτᾶς.
Καί τά μέν ἐξεκένωσα, τά δ’ ἔνδοθεν αὔθις ἀγείρω
ἄλλαις ἀμπλακίησιν, ἄκους δέ τέ φάρμακα ρίψα.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗΣ    [Θ']

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Η ασκητική μέθοδος στην Ορθοδοξία και οι Οικουμενικοί Διάλογοι (β')

Η ασκητική μέθοδος στην Ορθοδοξία και οι Οικουμενικοί Διάλογοι (β')


Η ασκητική μέθοδος στην Ορθοδοξία και οι Οικουμενικοί Διάλογοι (β')
Η ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ (ΜΕΡΟΣ Β΄) 
Ἐν Πειραιεῖ  19-11-2013
πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος  ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Ἡ ἄσκηση στήν Ὀρθοδοξία 
Λέει, λοιπόν, ὁ ἅγιος Γέρων (π. Γεώργιος Καψάνης) : «Φύτευσε μάλιστα ὁ Κύριος στόν Παράδεισο τό δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ καί παρήγγειλε στόν ἄνθρωπο νά μή γευθεῖ τόν καρπό του. Θά μποροῦσε ἔτσι ὑπακούοντας στό θεῖο θέλημα καί ἀσκούμενος νά κερδίζει ἐν τῆ ἐλευθερία του τήν ὁδό τῆς θεώσεως. Ἡ συνέργεια ἦταν ἀπαραίτητη ἀκόμη καί στά σκηνώματα τοῦ Παραδείσου. Ἡ ἄσκηση τοῦ Ἀδάμ στήν ὑπακοή καί στήν πιστή ἐφαρμογή τοῦ ἁγίου θελήματος τοῦ Κυρίου ἦταν ἡ ὁδός καί τό μέσον της πλήρους καί τελείας ἐναρμονίσεως τῆς θελήσεώς του πρός τήν θέληση τοῦ Πατρός του, ὥστε ὁ Ἀδάμ νά ἀνταποκριθεῖ πλήρως στήν θεία ἀγάπη. 
Γνωρίζουμε ὅλοι ποῦ ὁ Ἀδάμ θά κατέληγε, ἐάν τηροῦσε τόν κανόνα τῆς ὑπακοῆς διά τῆς ἀσκήσεως. Μεταμορφούμενος ἀπό ὡραιότητα σέ ὡραιότητα, ἀπό δύναμη σέ δύναμη, ἀπό δόξα σέ δόξα, θά κατέληγε στήν θέωση μέ ἀποτέλεσμα τήν ἀναμαρτησία καί τήν ἀθανασία…». 
Ὅμως, ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα παρήκουσαν καί ἐξορίσθηκαν ἀπό τόν Παράδεισο καί κληρονόμησαν στό ἀνθρώπινο γένος τίς συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τήν φθορά καί τόν θάνατο, λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας. 
«… Ὁ οὐράνιος Πατήρ ὡς καλός παιδαγωγός χρησιμοποίησε ὅλα τά μέσα (ὑποσχέσεις, ἀπειλές, νόμο, προφῆτες) γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ λαοῦ του καί δι’ αὐτοῦ ὁλοκλήρου του κόσμου…». 
Παρ’ὅλ’αὐτά, λόγω τῆς ἀσθενείας τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί τοῦ πολέμου τῶν δαιμόνων ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων, «…ἡ ἄσκηση εἶναι τώρα ἰδιαιτέρως ἀναγκαία γιά τήν ὑπερνίκηση τῶν ἀδυναμιῶν, τήν κάθαρση ἀπό τά σκοτεινά πάθη, τήν ἐνίσχυση τῆς βουλήσεως στό ἀγαθό, τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν καί τήν ἐφαρμογή τοῦ θείου θελήματος. Πρίν ἀπό τήν πτώση ἡ ἄσκηση ἐμοίαζε μέ προσπάθεια καλλιέργειας ἑνός εὔφορου ἀγροῦ. Τώρα ἡ ἄσκηση μοιάζει μέ προσπάθεια καλλιέργειας γῆς ἐρήμου καί ἀβάτου καί ἀνύδρου, γεμάτης ἀπό ζιζάνια καί ἀγκάθια. Ἀλλ' ὅσο δυσκολότερη καί ἐπιπονότερη ἡ ἄσκηση, τόσο καί ἀναγκαιότερη…». 
«…Ὅταν οἱ νηστεῖες καταντήσουν μία ἐξωτερική ἐκπλήρωση τύπου χωρίς ἐσωτερική ἀνακαίνιση καί μετάνοια, θά ἀκουστεῖ ὁ αὐστηρός ἔλεγχος τῶν Προφητῶν, οἱ ὁποῖοι θά στηλιτεύσουν ὄχι τίς νηστεῖες, ἀλλά τήν ἀσπλαχνία, τήν ἀδικία καί τήν ὑποκρισία τῶν νηστευόντων. «Οὐχί τοιαύτην νηστείαν ἐγώ ἐξελεξάμην, λέγει Κύριος, ἀλλά λύε πάντα σύνδεσμον ἀδικίας…». 
«…Ὁ συνδετικός κρίκος τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, εἶναι κατ' ἐξοχήν ἀσκητής. Ὁμοίως καί ἡ προφήτις Ἄννα «οὐκ ἀφίστατο ἀπό τοῦ ἱεροῦ, νηστείαις καί δεήσεσιν λατρεύουσα νύκτα καί ἡμέραν»[1]. Ἀμφότεροι ἀξιώθηκαν νά λάβουν τό Ἅγιον Πνεῦμα καί νά ἀναγνωρίσουν τόν Μεσσία…». 
Ὁ ἴδιος ὁ  Ἰησοῦς Χριστός νήστευσε σαράντα (40) ἡμέρες καί «θά μιλήσει γιά τήν στενή καί τεθλιμμένη ὁδό, γιά τήν ἀληθῆ νηστεία, γιά τήν ἀνάγκη νά βιάσει ὁ πιστός τόν ἑαυτό του χάριν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί γιά τήν ἀνάγκη ἐντατικοῦ ἀγῶνος. Ὅλ’ αὐτά συνιστοῦν τήν πεμπτουσία τῆς ἀσκήσεως, χωρίς τήν ὁποία ἡ ἀντιδραστική φύση μας δέν εἶναι δυνατόν νά μεταμορφωθεῖ ἀπό τήν Χάριν. 
Ἄλλωστε, ὁ Κύριος μέ ὅλη τήν πολιτεία Του (τελεία ἀγάπη, ἀκτημοσύνη, νηστεία, προσευχή, ὑπακοή) προδιέγραψε τόν τύπο τοῦ καινοῦ-νέου ἀνθρώπου ὡς ἀσκητικοῦ ἀνθρώπου.
Τό ἀσκητικό παράδειγμα τοῦ Κυρίου ἀκολούθησαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί μάλιστα ὁ κατ' ἐξοχήν ἀσκητής Ἀπόστολος Παῦλος[2]…». 

Ἡ ἄσκηση δέν εἶναι σκοπός, ἀλλά μέσον. 
«Σκοπός τῆς ἀσκήσεως εἶναι πάντοτε ἡ ἕνωση τοῦ ἀσκουμένου πιστοῦ μέ τήν Ἁγία Τριάδα ἐν Χριστῷ καί μάλιστα ἐντός τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἄσκηση ἀποτελεῖ τήν ὁδό πρός τήν θεανθρώπινη ἕνωση. Εἶναι εὔκολο ὁ ἀσκούμενος νά λησμονήσει τό γιατί ἀσκεῖται καί νά ἐκλάβει τό μέσον ὡς σκοπό (αὐτοδικαίωση, ἠθικισμός, νομικισμός, φαρισαϊσμός)…». 
Λέει ὁ ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ ὅτι σκοπός τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τῆς ἀκτίστου, μεθεκτῆς, προσιτῆς καί κοινωνητής θείας Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄρα καί ἡ ἄσκηση πρέπει νά μᾶς βοηθᾶ νά ἀποκτήσουμε τήν θεία Χάριν. «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑποταγεῖ στόν Θεό καί ὑποτάξει τά πάθη του στόν λόγο, τότε μπορεῖ νά ὑποτάξει καί τήν ἄλογη φύση ὡς βασιλιάς της…».
«Ὁ κατά Χριστόν ἀσκητής μέ τήν θέλησή του θέλει τόν Χριστό, μέ τόν νοῦ του σκέπτεται τόν Χριστό καί μέ τήν καρδιά του ἀγαπᾶ τόν Χριστό. Ὅλος ὁ ἄνθρωπος χριστοποιεῖται καί γίνεται ἁρμονικός ἄνθρωπος καί καινός-νέος ἄνθρωπος. Ἡ ἐσωτερική του δέ ἁρμονία ἐπεκτείνεται, ὅπως εἴδαμε, καί στήν ἄλογη φύση…».
Ἡ ἄσκηση δραστηριοποιεῖ τήν συνέργεια.
«Ἡ συνέργεια, δηλ. ἡ θεανθρώπινη συνεργασία γιά τήν σωτηρία μας, δέν νοεῖται ἀπό τῆς πλευρᾶς τοῦ ἀνθρώπου χωρίς τήν ἄσκηση. Ὁ Θεός σώζει αὐτούς, πού θέλουν νά σωθοῦν. Θέλω δέ νά σωθῶ σημαίνει ἀγωνίζομαι νά σωθῶ…».

Ἡ ἄσκηση εἶναι ἔργο ὅλων τῶν Χριστιανῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν, μοναχῶν καί κοσμικῶν.
«Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐπί παραδείγματι, δέν θεωροῦσε τήν μοναστική ζωή ὡς μία ἀνώτερη κατεύθυνση γιά τούς ἐκλεκτούς, ἀλλά μᾶλλον ὡς γενικό εὐαγγελικό κανόνα, προοριζόμενο γι' ὅλους τους Χριστιανούς. Στό σημεῖο αὐτό συμφωνεῖ πλήρως μέ τήν κύρια παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἀπό τοῦ Μ. Βασιλείου καί τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου μέχρι τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου στούς μετέπειτα χρόνους[3]…».
Ὁ μοναχισμός δέν εἶναι κάτι ξένο πρός τήν Ἐκκλησία. «Δέν εἶναι ὀρθό νά ἑρμηνεύσουμε τόν μοναχισμό ὡς ἀποτέλεσμα ἐπιδράσεως ἄλλων θρησκειῶν ἤ ὡς διαμαρτυρία μόνο κατά τῆς ἐκκοσμικεύσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ μοναχισμός ἀποτελεῖ τόν καρπό τοῦ ἀσκητικοῦ ἰδεώδους ὁλοκλήρου της Ἐκκλησίας. Ὅταν τό ἰδεῶδες αὐτό ἀτονεῖ, διέρχεται κρίση καί ὁ μοναχισμός. Ἐδῶ ἴσως πρέπει νά ἀναζητήσουμε τά αἴτια τῆς κρίσεως τοῦ μοναχισμοῦ σήμερα. Ὁ μοναχισμός εἶναι σάρξ ἐκ τῆς σαρκός τῆς Ἐκκλησίας καί εἶναι φυσικό καί νά ἐπιδρᾶ στήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί νά ἀντανακλᾶ σ’αὐτόν ἡ κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας…».
Ἀγάπη καί ἄσκηση συνυφαίνονται καί ἀλληλοσυμπληρώνονται.
«Τήν ἀγάπη μποροῦν νά ἀποκτήσουν οἱ Χριστιανοί μέ τήν ἄσκηση. «Ὅσοι ἀγαποῦν αὐτόν τόν κόσμο, δέν μποροῦν νά ἀποκτήσουν τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων», λέει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος[4]. Κάθε ἄσκηση κατά βάθος εἶναι προετοιμασία ἀγάπης. Πῶς θά μοιρασθεῖ κανείς τό φαγητό του μέ αὐτόν πού πεινάει, ἐάν δέν νικήσει τήν λαιμαργία μέ τήν νηστεία;… Ἡ κατά Θεόν ἀγάπη εἶναι κίνητρο καί ἀποτέλεσμα τῆς ἀληθινῆς ἀσκήσεως, ὅπως βλέπουμε στούς θαυμαστούς βίους τῶν Ἁγίων.
Αὐτή τήν τελεία ἀγάπη ἐκφράζουν καί οἱ κατωτέρω λόγοι τοῦ προαναφερθέντος Πατρός : «Καρδία ἐλεήμων εἶναι καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης της κτίσεως, ἤγουν ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ὀρνέων καί τῶν ζώων καί τῶν δαιμόνων καί ὑπέρ παντός κτίσματος»[5].
Ἡ ἄσκηση ἔχει ἐκκλησιαστικό καί ὄχι ἀτομικιστικό χαρακτήρα.
«Ὁ Χριστιανός ὑπακούοντας στήν Ἐκκλησία ἀσκεῖται στήν ταπείνωση καί ἐνεργεῖ ὡς καθολικός (πανανθρώπινος, ὁλόκληρος) ἄνθρωπος, δηλ. ὡς ἄνθρωπος τοῦ ὁποίου ἡ ἀτομική συνείδηση ἔχει ἐξαγιασθεῖ καί ἐναρμονισθεῖ μέσα στήν καθολική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ὁ Χριστιανός ἐνεργεῖ ἐκκλησιαστικῶς, συνοδικῶς, καθολικῶς, μέ τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς του, μέ τούς ὁποίους ἀποτελεῖ ἕνα σῶμα. Ἡ τήρηση μάλιστα τῶν κοινῶν νηστειῶν, προσευχῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ἐθίμων συντελεῖ στήν στενότερη σύσφιγξη τοῦ ἀσκουμένου μέ τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία, πού ἐκτείνεται σέ πλάτος καί μῆκος χρόνου…».

[1] Λκ. 6,37.
[2] Α΄ Κορ. 9,27.
[3] π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, «Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ προφήτης τῆς ἀγάπης», Ἀκτίνες 18 (1959) 9.
[4] ΟΣΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ, Τά σωζόμενα ἀσκητικά, Λόγος πα΄ (81), Ἀθήνα 1871, σ. 383.
[5] Ό.π., σ. 381.

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ:Ὅσο πλησίον γινόμαστε στὸ συνάνθρωπο, τόσο πλησιάζουμε καὶ τὸ Θεό.

Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ:Ὅσο πλησίον γινόμαστε στὸ συνάνθρωπο, τόσο πλησιάζουμε καὶ τὸ Θεό.


Ἡ λέξη «πλησίον» ἔχει διπλὴ ἐννοιολογικὴ σημασία. Πρωταρχικῶς ὡς ἐπίῤῥημα σημαίνει «κοντά». Κατὰ τὴ δεύτερη ἔννοια δηλώνει τὸ συνάνθρωπο. Ἔτσι τὴν καταλαβαίνει καὶ ὁ πολὺς κόσμος· ὁ πλησίον μας εἶναι ὁ συνάνθρωπός μας.


Ἐντούτοις ἡ προοπτικὴ τῆς ἔννοιας, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Κυρίου μας στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν ποὺ καταλαβαίνουμε. Συνηθίσαμε τὴν ἔννοια τοῦ πλησίον νὰ τὴν ἀποδίδουμε σὲ κάποιον ἄλλον ἐκτὸς τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν ῥωτᾶ τὸ νομοδιδάσκαλο ποιός ἦταν ὁ πλησίον γιὰ τὸν καλὸ Σαμαρείτη, ἀλλὰ ποιός ἀποδείχτηκε πλησίον ἐκείνου ποὺ ἔπεσε στοὺς ληστές. Ὑπάρχει μία ἀντίστροφη δυναμικὴ φορὰ στὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Κύριος προδιαθέτει τὸ νομοδιδάσκαλο νὰ συλλάβῃ τὴν ἔννοια, μία διαφορετική, ὅπως εἶπα, προοπτική, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸ νὰ ἀντιληφθῇ ὅτι πλησίον του δὲν εἶναι ἁπλῶς ὁ συνάνθρωπός του, ἀλλὰ ὁ ἴδιος πρέπει νὰ γίνεται πλησίον στὸν κάθε ἄνθρωπο. Αὐτὸ συνεπάγεται ἕνα δυναμισμό, μία κίνηση, μία πορεία, μία σχέση ποὺ ἀφορᾶ στὴν ἀγαπητικὴ ἔξοδο ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας πρὸς τοὺς ἄλλους. Πλησίον δὲν εἶναι μόνον ὁ ἄλλος γιὰ ἐμᾶς· πλησίον πρέπει νὰ γίνώμαστε ἐμεῖς γιὰ τὸν ἄλλον. Ὁ θεῖος νόμος λέγει: «ἀγαπήσεις...καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν», ὅμως ἀγαπῶ τὸν πλησίον σημαίνει ὅτι γίνομαι ἐγὼ πρῶτα πλησίον γιὰ ἐκεῖνον, δὲν περιμένω νὰ ἔρθῃ κοντά· πηγαίνω ἐγὼ πρῶτος κοντά του, γιὰ νὰ τοῦ ἀποδείξῳ στὴν πράξη τὴν ἀγάπη μου, διότι ἐνδεχομένως νὰ τὸν ἀγαπῷ ἀπὸ μακρυά, ἀλλὰ ἡ ἐξ ἀποστάσεως ἀγάπη κινεῖται συνήθως στὰ ὅρια τῆς τυπικότητος, χάνοντας τὴν ὁλότητά της. Ὅλους μποροῦμε νὰ τοὺς ἀγαποῦμε ἀπὸ μακρυά, ὅμως ἡ ἀγάπη κρίνεται ἀπὸ κοντά.

«Πλησίον τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς ληστὰς» ἔγινε ἕνας Σαμαρείτης· ἕνας καλὸς ἄνθρωπος μὲ πλούσια ἀγάπη καὶ μεγαλεῖο ψυχῆς. Τί κι ἂν θεωρεῖτο αἱρετικὸς ἀπὸ τὴ θρησκευτικὴ κοινότητα τῶν ἑβραίων! Ἀποδεικνύεται ἄνθρωπος ὑπεράνω πάσης διακρίσεως. Θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν χαρακτηρίσουμε ὡς μαθητὴ τοῦ Παύλου πρὸ τοῦ Παύλου, ὡς ἕνα πρὸ τῆς Ἐκκλησίας χριστιανό. Διότι καὶ οἱ χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων γίνονταν πλησίον σὲ ὅλους, εἰδωλολάτρες καὶ χριστιανούς, Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες, στοὺς ὁποίους γνώριζαν τὸν Ἐπουράνιο Πατέρα μὲ τὰ καλά ἔργα τους. Ὁ καλὸς Σαμαρείτης δὲν ἔκανε ἁπλῶς τὸ καθῆκον του. Θὰ μποροῦσε νὰ περιποιηθῇ τὸν ἀτυχῆ, νὰ τὸν πήγαινε ἔστω μέχρι τὸν πανδοχεῖο, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, ὡς μὴ ἔχων ἄλλη ὑποχρέωση, νὰ φύγῃ. Ὅμως ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη του τὸν ἔκανε νὰ μείνῃ στὸ πανδοχεῖο, νὰ οἰκονομήσῃ τὰ τῆς φροντίδας, νὰ πληρώσῃ γιὰ ἐκεῖνον τὴ διαμονή, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀναλάβῃ πιθανὰ ἐπιπλέον ἔξοδα, ἐὰν θὰ παρουσιαζόταν ἀνάγκη.

Καλοὶ Σαμαρεῖτες καλούμαστε νὰ γίνουμε ὅλοι. Καὶ δὲν εἶναι μόνον ἡ οἰκονομικὴ βοήθεια αὐτὴ ποὺ ἐμπεριέχει ὁλόκληρο τὸ νόημα τῆς φιλαδελφίας, τῆς φιλανθρωπίας. Ἡ φιλανθρωπία εἶναι θυσία καρδιᾶς κι ὄχι ἀπαραίτητα βαλαντίου. Μήπως ὁ Χριστός μας, ὁ κατεξοχὴν καὶ μόνος Φιλάνθρωπος, ἦρθε στὸν κόσμο μας, γιὰ νὰ μᾶς ἐνισχύσῃ οἰκονομικά; Τί εἶναι ἡ φιλανθρωπία Του, ἂν ὄχι θυσία; Ὁ Σταυρός Του δὲν εἶναι τὸ πιὸ πολύτιμο δῶρο; τὸ πιὸ ἀκριβὸ δηνάριο, μὲ τὸ ὁποῖο μᾶς περιποιεῖται στὸ πανδοχεῖο τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας; Ὁμοίως λοιπὸν καὶ ἡ δική μας σαμαρειτικὴ φιλανθρωπία ὀφείλει νὰ εἶναι θυσία, Σταυρὸς καὶ μαρτυρία τοῦ Φιλάνθρωπου Θεανθρώπου. Κι ἂν εἴμαστε πτωχοὶ οἰκονομικά, μποροῦμε καὶ πρέπει νὰ γίνουμε πλούσιοι ἀγαπητικά, προσευχητικά, ἐπιστηρικτικὰ γιὰ τὴν κάθε πονεμένη ψυχή. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ χρειάζονται τὴν ἀνάγκη μας, χωρὶς νὰ μᾶς τὸ λένε. Ὑπάρχουν θλιμμένοι, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ἔνα λόγο παρηγοριᾶς· ἀσθενεῖς, ποὺ χρειάζονται μία φροντίδα· ἄνθρωποι μονάχοι, ὅπως λέει καὶ ἕνα τραγούδι, ποὺ χρειάζονται ἕνα χαμόγελο, ἕνα χάδι· ἀπελπισμένοι, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ στήριξη ψυχολογική· δοκιμαζόμενοι, γιὰ τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ προσευχώμεθα· φυλακισμένοι, στοὺς ὁποίους δίνει χαρὰ καὶ ἐλπίδα ἡ ἐπίσκεψή μας· ἐνδεεῖς, ποὺ χρειάζονται τὴ βοήθειά μας· Σὲ ὅλους αὐτοὺς μποροῦμε νὰ εἴμαστε πλησίον ἀσχέτως τοῦ τί εἶναι ὁ καθένας.

Ὁ καλὸς Σαμαρείτης ἀγάπησε τὸν συνανθρωπό του ὅπως ἀγαποῦσε τὸν ἑαυτό του. Δὲν τὸν προσπέρασε, ὅπως ἔκαναν οἱ ἄλλοι δύο. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀναδείχθηκε σὲ γνησιότερο τηρητὴ τοῦ νόμου ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους ἑβραίους. «Κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἐστι νόμος», διαβεβαιώνει τοὺς Γαλάτες ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν μιλᾷ γιὰ τοὺς καρποὺς τοῦ Πνεύματος, μείζων τῶν ὁποίων ἡ ἀγάπη. Καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μᾶς διδάσκει πώς, ἂν λέμε πὼς ἀγαποῦμε τὸ Θεό, χωρὶς νὰ ἀγαποῦμε τὸ συνάνθρωπο, εἴμαστε ψεῦτες. Ὅσο πλησίον γινόμαστε στὸ συνάνθρωπο, τόσο πλησιάζουμε καὶ τὸ Θεό, μιὰ καὶ Ἐκεῖνος ἔγινε ἄνθρωπος, συνάνθρωπός μας, πρῶτος ἀπ’ ὅλους δικός μας πλησίον. Καὶ μᾶς ἀγάπησε ὁ Χριστὸς «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας Του καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς Του». Ἔγινε ὁ «οὐκ ἐκ Σαμαρείας, ἀλλ’ ἐκ τῆς Παρθένου Μαρίας» καλὸς Σαμαρείτης γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ἀναλαμβάνοντας νὰ περιποιηθῇ τὰ τραύματα τῆς ἁμαρτίας μας, ἐκχέοντας τὸ ἔλεός Του στὴν πληγωμένη μας φύση, μεταφέροντάς μας στὸ πανδοχεῖο τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἀξίζει ἕνα τέτοιον πλησίον νὰ ἀγαποῦμε μὲ ὅλη μας τὴν ὕπαρξη καὶ ὅλη μας τὴν ψυχὴ καὶ γιὰ χάρη Του νὰ εἴμαστε πλησίον στοὺς ἄλλους.


π. Στυλιανός Μακρής

Πηγή: Ορθόδοξα Ωφελήματα: Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ:Ὅσο πλησίον γινόμαστε στὸ συνάνθρωπο, τόσο πλησιάζουμε καὶ τὸ Θεό. http://orthodoxa-ofelimata.blogspot.com/2013/11/blog-post_225.html#ixzz2kG9WjeiF

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Η  ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ  ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ  ΤΟΥ  ΕΝ  ΑΓΙΟΙΣ  ΠΑΤΡΟΣ  ΗΜΩΝ  ΚΑΙ  ΘΕΟΦΟΡΟΥ  ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ  ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ  ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ  ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ 









Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Συμεών ο νέος θεολόγος, άγιος: Λόγος περί πίστεως και διδασκαλία

Συμεών ο νέος θεολόγος, άγιος: Λόγος περί πίστεως και διδασκαλία

Λόγος περί πίστεως Και διδασκαλία για εκείνους πού λένε, ότι δεν είναι δυνατόν εκείνοι πού βρίσκονται μέσα στις φροντίδες του κόσμου να φτάσουν στην τελειότητα των αρετών. Και διήγηση επωφελής στην αρχή.

Αδελφοί και πατέρες· είναι καλό να διακηρύττομε σε όλους το έλεος του Θεού και να φανερώνομε στους πλησίον μας την ευσπλαχνία και την ανείπωτη αγαθότητα του Θεού προς εμάς. « Εγώ λοιπόν, καθώς το βλέπετε, μήτε νηστείες έκανα, μήτε αγρυπνίες, μήτε χαμαικοιτίες, αλλά μόνο ταπεινώθηκα και ο Κύριος σύντομα με έσωσε», λέει ο θειος Δαβίδ. Και μπορεί κανείς να πει πολύ πιο σύντομα: «Μόνο πίστεψα, και με δέχτηκε ο Κύριος». 
Επειδή είναι πολλά αυτά πού μας εμποδίζουν ν΄ αποκτήσομε την ταπείνωση, να βρούμε όμως την πίστη δεν μας εμποδίζει τίποτε. Γιατί αν το θελήσομε ολόψυχα, ευθύς ενεργεί μέσα μας η πίστη, αφού είναι δώρο του Θεού και φυσικό προσόν, αν και υπόκειται στην αυτεξουσιότητα της προαιρέσεώς μας. Γι΄ αυτό ακόμη και οι Σκύθες και οι βάρβαροι πιστεύουν ο ένας τα λόγια του άλλου. Και για να σας δείξω στην πράξη την ενέργεια της ενδιάθετης πίστεως και να βεβαιώσω όσα είπα, ακούστε να σας διηγηθώ κάτι πού άκουσα από κάποιον πού δεν ψεύδεται.

Κάποιος, Γεώργιος ονομαζόμενος, νέος στην ηλικία, έως είκοσι χρόνων, κατοικούσε στην Κωνσταντινούπολη τώρα στους καιρούς μας· ο οποίος ήταν όμορφος και φανταχτερός στην εμφάνιση, τούς τρόπους και το βάδισμα, έτσι πού μερικοί από τούτα σχημάτισαν κακή γνώμη γι΄ αυτόν, όσοι δηλαδή βλέπουν μόνο τα εξωτερικά και κρίνουν κακώς τα των άλλων. Αυτός γνωρίστηκε με κάποιον άγιο μοναχό πού ζούσε σ΄ ένα μοναστήρι της πόλεως, και αναθέτοντάς του όλα τα της ψυχής του, έλαβε από αυτόν για υπενθύμιση μια μικρή εντολή (ένα σύντομο κανόνα). Ο νέος ζήτησε ακόμη από τον γέροντα να του δώσει κανένα βιβλίο πού να περιέχει διηγήσεις για τη ζωή των μοναχών και την πρακτική τους άσκηση. Εκείνος του έδωσε να διαβάσει το σύγγραμμα του μοναχού Μάρκου πού διδάσκει περί του πνευματικού νόμου· το οποίο ο νέος το πήρε σαν να ήταν σταλμένο από τον ίδιο το Θεό. Και ελπίζοντας πώς θα λάβει πολύ μεγάλη ωφέλεια από αυτό, το διάβασε όλο με πόθο και προσοχή. Και ωφελήθηκε βέβαια απ΄ όλα όσα διάβασε, όμως τρία κεφάλαια* μόνο ενσφήνωσε, να πω έτσι, στην καρδιά του.

Το ένα έλεγε επί λέξει: « Αν ζητάς τη θεραπεία της ψυχής σου, επιμελήσου τη συνείδησή σου, και να κάνεις όσα αυτή σου επιδεικνύει, και θα βρεις ωφέλεια». Το άλλο έλεγε: « Όποιος ζητά τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος προτού να εργαστεί τις εντολές του Θεού, είναι παρόμοιος με αγορασμένο δούλο, ο οποίος την ίδια ώρα πού αγοράστηκε ζητά να του δώσουν και το χαρτί της απελευθερώσεως». Και το τρίτο έλεγε: « Εκείνος πού προσεύχεται σωματικά και δεν απέκτησε ακόμη γνώση πνευματική, είναι παρόμοιος με τον τυφλό πού φώναζε ¨Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με΄΄. Όταν ο πρώην τυφλός έλαβε το φως του και είδε τον Κύριο, δεν τον ονόμασε πλέον υιό Δαβίδ, αλλά τον ομολόγησε Υιό Θεού και τον προσκύνησε».

Αυτά λοιπόν τα διάβασε ο νέος εκείνος και τα θαύμασε, και πίστεψε ότι με την επιμέλεια της συνειδήσεως θα βρει ωφέλεια και με την εργασία των εντολών θα δεχτεί συνειδητά την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και με τη χάρη Του θ΄ ανοίξουν τα νοερά του μάτια και θα δει τον Κύριο. Και πληγωμένος από την αγάπη και την επιθυμία του Κυρίου, ζητούσε πλέον το Πρώτο Κάλλος, το αόρατο.

Τίποτε άλλο όμως δεν έκανε, καθώς με βεβαίωσε ύστερα με όρκους, παρά μόνο εκτελούσε κάθε βράδυ το σύντομο κανόνα πού του όρισε ο άγιος εκείνος γέρων, και τότε πλάγιαζε και κοιμόταν. Και καθώς η συνείδηση του έλεγε: «Κάνε κι άλλες μετάνοιες, πρόσθεσε κι άλλους ψαλμούς, πες κι άλλο το Κύριε ελέησον, αφού μπορείς», αυτός υπάκουε σ΄ αυτήν πρόθυμα κι αδίστακτα κι έτσι έπραττε, σαν να τα έλεγε ο ίδιος ο Θεός. Και από τότε πλέον δεν κοιμήθηκε ποτέ με τη συνείδηση να τον ελέγχει και να λέει: «Αυτό γιατί δεν το έκανες;». Κι έτσι, υπακούοντας αυτός χωρίς παράλειψη στη συνείδησή του κι εκείνη προσθέτοντας μέρα με τη μέρα περισσότερο, σε λίγες μέρες αυξήθηκε πολύ η εσπερινή προσευχή του. Κατά τη διάρκεια της ημέρας είχε την επιστασία του σπιτιού ενός πατρικίου κι είχε πολλές βιοτικές φροντίδες και πήγαινε κάθε μέρα στο Παλάτι· έτσι κανείς δεν αντιλήφθηκε όσα αυτός έπραττε το βράδυ. Αλλά κάθε βράδυ έτρεχαν από τα μάτια του δάκρυα κι έκανε πολλές γονυκλισίες και μετάνοιες και όταν στεκόταν σε προσευχή είχε τα πόδια κολλημένα μεταξύ τους και ακίνητα και διάβαζε ευχές στη Θεοτόκο με πόνο και στεναγμούς και δάκρυα και, σαν να ήταν ο Κύριος παρών σωματικά, έτσι έπεφτε εμπρός στα άχραντα πόδια Του και ως τυφλός του ζητούσε να τον σπλαχνιστεί και να του χαρίσει το φως των ματιών της ψυχής του. Και καθώς πλήθαινε κάθε βράδυ η προσευχή, κρατούσε ως τα μεσάνυχτα, κι όση ώρα προσευχόταν, στεκόταν όρθιος σαν κολόνα η σαν ασώματος, χωρίς διόλου να χαλαρώνει η να ραθυμεί η έστω να κινεί κανένα μέλος του σώματός του, μήτε τα μάτια του να στρέψει η να τα σηκώσει.

Ένα βράδυ λοιπόν, πού ήταν όρθιος κι έλεγε το « Ο Θεός ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ» με το νου μάλλον παρά με το στόμα, έξαφνα φανερώθηκε πλούσια από ψηλά μια έλλαμψη θεϊκή και γέμισε από φως όλο τον τόπο και ο νέος αγνόησε και λησμόνησε αν βρισκόταν μέσα σε σπίτι η αν ήταν κάτω από στέγη, γιατί παντού έβλεπε μόνο φως και δεν ήξερε μήτε αν πατούσε στη γη. Ούτε φόβο είχε μήπως πέσει, ούτε καμία φροντίδα του κόσμου, ούτε τίποτε άλλο από όσα ταιριάζουν σε ανθρώπους πού έχουν σώμα περνούσε από το λογισμό του. Αλλά μένοντας τελείως μέσα στο άϋλο φως, του φαινόταν πώς έγινε και αυτός φως και λησμόνησε όλο τον κόσμο κι ήταν όλος γεμάτος από δάκρυα κι από ανέκφραστη χαρά και αγαλλίαση. Και ύστερα από τούτο ανέβηκε ο νους του στον ουρανό κι εκεί είδε άλλο φως λαμπρότερο από το γύρω του· και κοντά σ΄ εκείνο το φως του φάνηκε να στέκεται ο άγιος και ισάγγελος εκείνος γέροντας πού του έδωσε, όπως είπαμε, την εντολή και το βιβλίο.

Εγώ λοιπόν, καθώς τʼ άκουσα από το νέο, σκέφτηκα ότι και η πρεσβεία του αγίου εκείνου θα είχε συνεργήσει πολύ σε τούτο και ότι ο Θεός πάλι θα οικονόμησε να δείξει στο νέο σε ποιο ύψος αρετής βρισκόταν ο άγιος εκείνος. Όταν πέρασε αυτή η θεωρία και ήρθε πάλι στον εαυτό του ο νέος εκείνος, όπως έλεγε, ήταν γεμάτος από χαρά και θαυμασμό και έκπληξη και δάκρυζε από την καρδιά του· και μαζί με τα δάκρυα ακολουθούσε και μία γλυκύτητα. Τέλος, πλάγιασε να κοιμηθεί και την ίδια ώρα λάλησε ο πετεινός, δείχνοντας τη μέση της νύχτας· και σε λίγο σήμαναν οι εκκλησίες για το Όρθρο. Και σηκώθηκε ο νέος για να ψάλλει κατά τη συνήθειά του, χωρίς να σκεφτεί καθόλου τον ύπνο εκείνη τη νύχτα.

Αυτά έγιναν όπως ο Θεός γνωρίζει, ο οποίος και τα πραγματοποίησε για λόγους πού μόνο Εκείνος ξέρει, ενώ ο νέος δεν έκανε τίποτε περισσότερο από όσα ακούσατε, πλην είχε ορθή πίστη και αδίστακτη ελπίδα. Και μην πει κανείς, πώς εκείνος τα έκανε αυτά για να δοκιμάσει· γιατί αυτός μήτε με το λογισμό του είπε μήτε καν σκέφτηκε κάτι τέτοιο -επειδή όποιος δοκιμάζει η πειράζει το Θεό, δεν έχει πίστη. Αλλά απορρίπτοντας ο νέος εκείνος κάθε άλλον εμπαθή και φιλήδονο λογισμό, φρόντιζε τόσο πολύ -όπως έλεγε με όρκο- να πραγματοποιεί εκείνα πού του έλεγε η συνείδησή του, ώστε σε όλα τα άλλα αισθητά πράγματα του κόσμου να είναι σαν αναίσθητος και δεν ήθελε μήτε να φάει η να πιει ηδονικά η συχνότερα.

Ακούσατε, αδελφοί μου, τι κατορθώνει η πίστη στο Θεό, όταν βεβαιώνεται με τα έργα; Καταλάβατε πώς μήτε η νεότητα είναι απορριπτέα, μήτε το γήρας ωφέλιμο, αν λείπει η σύνεση και ο φόβος του Θεού; Μάθατε ότι μήτε η παραμονή στην πόλη μας εμποδίζει να εργαστούμε τις εντολές του Θεού, αν έχουμε προθυμία και εγρήγορση, μήτε η ησυχία και η αναχώρηση από τον κόσμο μας ωφελούν αν βρισκόμαστε σε ραθυμία και αμέλεια; Όλοι μας ακούμε για τον Δαβίδ και θαυμάζομε και λέμε ότι ένας Δαβίδ έγινε κι όχι άλλος· και να πού σε τούτο το νέο συνέβη κάτι περισσότερο από το Δαβίδ. Γιατί ο Δαβίδ έλαβε τη μαρτυρία από τον ίδιο το Θεό, χρίστηκε προφήτης και βασιλιάς, έγινε μέτοχος του Αγίου Πνεύματος κι είχε λάβει πολλές αποδείξεις περί Θεού. Όταν λοιπόν αμάρτησε κι έχασε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και το αξίωμα της προφητείας και αποξενώθηκε από τη συναναστροφή του Θεού, τι το παράδοξο πού τα ζήτησε πάλι, όταν έφερε στο νου του τη χάρη από την οποία ξέπεσε; Ο νέος όμως αυτός τίποτε τέτοιο δεν είχε σκεφτεί ποτέ, αλλά ήταν προσηλωμένος μόνο στα κοσμικά πράγματα κι έβλεπε μόνο τα πρόσκαιρα και η διάνοιά του δεν είχε φανταστεί τίποτε ανώτερο από τα γήινα· και -τι θαυμαστά τα κρίματά Σου,Κύριε!- μόνο άκουσε γι΄ αυτά κι ευθύς πίστεψε. Και τόσο πολύ πίστεψε, ώστε να παρουσιάσει και έργα πού αρμόζουν στην πίστη, με τα όποια η διάνοιά του πήρε φτερά και έφτασε στους ουρανούς κι έκανε τη Μητέρα του Χριστού να τον ευσπλαχνιστεί και με την πρεσβεία της εξιλέωσε το Θεό και κατέβασε ως αυτόν τη χάρη του Πνεύματος· και αυτή τον δυνάμωσε να φτάσει ως τον ουρανό και τον αξίωσε να δει φως, το οποίο όλοι το επιθυμούν μα πολύ λίγοι το πετυχαίνουν.

Ο νέος αυτός πού μήτε χρόνους πολλούς νήστεψε, μήτε ποτέ κοιμήθηκε στο έδαφος, μήτε φόρεσε τρίχινα ρούχα, μήτε τη μοναχική κουρά έλαβε, μήτε από τον κόσμο αναχώρησε σωματικά, αλλά μόνο πνευματικά· μόνο αγρύπνησε λίγο, και φάνηκε ανώτερος από τον Λώτ στα Σόδομα. Η μάλλον, έγινε άγγελος μέσα σε σώμα, πού ενώ οι άλλοι τον ψηλαφούσαν και τον έβλεπαν, ήταν εντούτοις ακράτητος και ασύλληπτος, άνθρωπος στο φαινόμενο και άσαρκος στο νοούμενο, βλεπόμενος από όλους και μόνος ευρισκόμενος με μόνο τον παντογνώστη Θεό. Γι΄ αυτό και με τη δύση του αισθητού ηλίου τον έλουσε το γλυκύ φως του νοητού Ηλίου, και πολύ εύλογα· γιατί η αγάπη του προς τον ζητούμενο Θεό τον έβγαλε τελείως από τον κόσμο και από την ίδια του τη φύση και από όλα τα πράγματα και τον έκανε όλον πνευματικό και όλον φως, και μάλιστα ενώ κατοικούσε μέσα στην πόλη κι είχε την επιστασία ενός αρχοντικού και φρόντιζε για δούλους και ελεύθερους και έκανε και έπραττε όλα όσα αρμόζουν στο βίο.

Αλλά είναι αρκετά αυτά πού είπαμε και για έπαινο του νέου και για παρακίνηση δική σας στον πόθο και τη μίμησή του, η θέλετε να σας πω και αλλά μεγαλύτερα, τα όποια ίσως δεν μπορέσει να δεχτεί η ακοή σας; Όμως τι άλλο θα βρεθεί μεγαλύτερο η τελειότερο από αυτό; Σίγουρα, δεν υπάρχει άλλο μεγαλύτερο, καθώς λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος: « Αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου. Όπου είναι ο φόβος, εκεί και η φύλαξη των εντολών· και όπου η φύλαξη των εντολών, εκεί και η κάθαρση της σάρκας, η οποία είναι ένα νέφος εμπρός στην ψυχή και δεν την αφήνει να δει καθαρά τη λάμψη τη θεϊκή· κι εκεί πού είναι η κάθαρση, εκεί και η έλλαμψη. Και η έλλαμψη είναι η ικανοποίηση του πόθου αυτών πού ποθούν τα μέγιστα η το μέγιστο η αυτό πού είναι πάνω από μέγα.» Λέγοντας αυτά φανέρωσε ότι ο φωτισμός του Πνεύματος είναι τέλος ατελές κάθε αρετής, και όποιος έρθει σ΄ αυτόν, έφτασε στο τέλος και το πέρας όλων των αισθητών και βρήκε την αρχή της γνώσεως των πνευματικών.

Αυτά είναι, αδελφοί μου, τα θαυμάσια του Θεού· για τούτο φανερώνει ο Θεός τούς κρυπτόμενους Αγίους Του, ώστε άλλοι να τούς μιμηθούν και άλλοι να μείνουν αναπολόγητοι. Γιατί κι εκείνοι πού βρίσκονται μέσα στους περισπασμούς και όσοι είναι στα κοινόβια, τα όρη και τα σπήλαια και πολιτεύονται όπως πρέπει, σώζονται και αξιώνονται να λάβουν από το Θεό μεγάλα καλά, για μόνη την πίστη τους προς Αυτόν, έτσι ώστε όσοι αποτυγχάνουν από ραθυμία, να μην έχουν να πουν τίποτε την ημέρα της Κρίσεως. Γιατί, αδελφοί μου, δεν ψεύδεται Αυτός πού υποσχέθηκε να σώζει για μόνη την πίστη προς Αυτόν. Λοιπόν λυπηθείτε τον εαυτό σας και εμάς πού σας αγαπούμε και συχνά θρηνούμε και κλαίμε για χάρη σας -γιατί τέτοιοι προστάζει να είμαστε ο σπλαχνικός και ελεήμων Θεός-· και πιστεύοντας ολόψυχα στον Κύριο, αφήστε τη γη κι όλα όσα παρέρχονται, και προσέλθετε και κολληθείτε σ΄ Αυτόν, γιατί λίγο ακόμη και ο ουρανός με τη γη θα παρέλθουν, και έξω από το Θεό δεν υπάρχει ούτε στάση ούτε πέρας ούτε κατάληξη της πτώσεως των αμαρτωλών. Αφού δηλαδή ο Θεός είναι αχώρητος και ακατάληπτος, πές μου, αν μπορείς, που θα βρεθεί τόπος για όσους εκπίπτουν από τη βασιλεία Του;

Μου έρχεται να θρηνώ και λυπούμαι υπερβολικά και λιώνω για σας, όταν συλλογιστώ πώς έχουμε τέτοιο Κύριο πλουσιόδωρο και φιλάνθρωπο, πού για μόνη την πίστη μας προς Αυτόν μας χαρίζει αυτά πού υπερβαίνουν κάθε νου και ακοή και διάνοια και πού ποτέ δεν τα συνέλαβε άνθρωπος, κι εμείς σαν άλογα ζώα προτιμούμε μόνο τη γη και όσα η γη βγάζει για μας από την πολλή ευσπλαχνία του Θεού για να επαρκούμε στις ανάγκες του σώματος· ώστε εμείς να τρεφόμαστε από αυτά με μέτρο και η ψυχή μας να κάνει ανεμπόδιστα την πορεία της προς τα άνω, τρεφόμενη και αυτή με τη νοερή τροφή του Πνεύματος, ανάλογα με την κάθαρση και την ανάβασή της.

Γιατί αυτό είναι ο άνθρωπος και για τούτο δημιουργηθήκαμε και ήρθαμε στην ύπαρξη· δεχόμενοι εδώ αυτές τις μικρές ευεργεσίες, με την ευχαριστία και την ευγνωμοσύνη προς το Θεό ν΄ απολαύσομε εκεί τα ανώτερα και αιώνια. Αλλά εμείς, αλίμονο, ενώ δε φροντίζομε καθόλου για τα μέλλοντα, είμαστε αχάριστοι για όσα απολαμβάνομε εδώ, κι έτσι γινόμαστε παρόμοιοι με τούς δαίμονες η και χειρότεροι, αν πρέπει να πω την αλήθεια. Και για τούτο πρέπει να τιμωρηθούμε περισσότερο, γιατί και περισσότερες ευεργεσίες λάβαμε και γνωρίζομε Θεό πού έγινε για μας άνθρωπος όπως εμείς, μόνο χωρίς την αμαρτία, για να μας απαλλάξει από την πλάνη και να μας ελευθερώσει από την αμαρτία. Τι άλλο να πω; Σε όλα αυτά πιστεύομε μονάχα με τα λόγια, και με τα έργα τα αρνούμαστε. Δεν ακούγεται παντού το όνομα του Χριστού, στις πόλεις και τα χωριά και τα κοινόβια και τα όρη; Αν θέλεις, κοίταξε και εξέτασε προσεκτικά, αν τηρούν τις εντολές Του· και μόλις θα βρεις -είναι αλήθεια- ένα σε χιλιάδες η ένα σε μυριάδες πού να είναι Χριστιανός και με τα λόγια και με τα έργα. Δεν είπε ο Κύριος και Θεός μας στο άγιο ευαγγέλιο: « Όποιος πιστέψει σ΄ εμένα θα κάνει κι αυτός τα έργα πού κάνω εγώ κι ακόμη μεγαλύτερα»; Ποιος λοιπόν από εμάς τολμά να πει: « Εγώ κάνω έργα Χριστού και πιστεύω ορθά στο Χριστό»; Δε βλέπετε, αδελφοί, ότι έχουμε να βρεθούμε άπιστοι κατά την ημέρα της κρίσεως και να κολαστούμε χειρότερα από εκείνους πού δε γνωρίζουν τον Κύριο; Γιατί είναι ανάγκη η εμείς να καταδικαστούμε ως άπιστοι, η ο Χριστός να αποδειχτεί ψεύτης, το οποίο είναι αδύνατο, αδελφοί μου, αδύνατο.

Αυτά τα έγραψα όχι για να εμποδίσω την αναχώρηση από τον κόσμο και να προβάλω τη ζωή μέσα σ΄ αυτόν, αλλά για να πληροφορήσω όλους όσοι διαβάσουν την παρούσα διήγηση, πώς εκείνος πού θέλει να κάνει το αγαθό, έλαβε και τη δύναμη από το Θεό να μπορεί να το κάνει σε κάθε τόπο. (Και να αξιωθεί να λάβει και χαρίσματα πνευματικά και θειες θεωρίες όπως και τούτος ο νέος, ο ευλογημένος Γεώργιος, τον οποίο επειδή είχα γνώριμο και στενό φίλο, τον παρακάλεσα και μου τα διηγήθηκε καθώς τα έγραψα).

Για τούτο, αδελφοί μου εν Χριστώ, σας παρακαλώ ας τρέξομε κι εμείς με κόπο το δρόμο των εντολών του Χριστού, και δεν πρόκειται να καλύψει η ντροπή τα πρόσωπά μας. Γιατί όπως ο Χριστός ανοίγει τις πύλες της βασιλείας Του σε καθένα πού χτυπά επίμονα, και δίνει το ευθές και πανάγιο Πνεύμα σε καθένα πού γυρεύει, και είναι αδύνατο, εκείνος πού ζητά ολοψύχως, να μη βρει τον πλούτο των χαρισμάτων Του, έτσι κι εσείς θα εντρυφήσετε στα απόρρητα αγαθά Του, τα όποια ετοίμασε γι΄ αυτούς πού τον αγαπούν, τώρα βέβαια εν μέρει και με πνευματική σοφία, κατά τον μέλλοντα όμως αιώνα ολοκληρωτικά, μαζί με όλους τούς Αγίους, με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας. Σ΄ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Το Σώμα του Χριστού! Αυτός που προσβλέπει στην Εκκλησία, προσβλέπει κατ’ ευθείαν στο Χριστό. Άγιος Γρηγόριος Νύσσης.

Το Σώμα του Χριστού!
Αυτός που προσβλέπει στην Εκκλησία, προσβλέπει κατ’ ευθείαν στο Χριστό.
 Άγιος Γρηγόριος Νύσσης.
«Ο Χριστός είναι και κτιστός και άκτιστος. Ονομάζουμε δε άκτιστη την αίδια και προαιώνια και δημιουργική όλων των όντων φύση του· ενώ λέμε κτιστό το σώμα, που κατά την ενανθρώπιση του για χάρη μας ενώθηκε με το δικό μας ανθρώπινο σώμα της ταπείνωσης. Αλλά είναι προτιμότερο να αναφέρω με τα ίδια τα λόγια της Γραφής το νόημα γι’ αυτό. Άκτιστον ονομάζουμε τον Λόγο, ο οποίος υπήρχε στην αρχή και που ήταν πάντοτε κοντά στο Θεό και τον Θεό που είναι ο Λόγος· εκείνον δια του οποίου έγιναν τα πάντα και χωρίς τον οποίο δεν έγινε κανένα από τα δημιουργήματα. Κτιστόν ονομάζουμε αυτόν που σαρκώθηκε και σκήνωσε ανάμεσά μας. Η δόξα που εμφανίζεται στο πρόσωπό του και μετά την σάρκωση, δηλώνει ότι ο Θεός φανερώθηκε εν σαρκί. Και Θεός είναι οπωσδήποτε ο Μονογενής Υιός, που βρίσκεται στους κόλπους του Πατρός, γιατί έτσι ομολογεί ο Ιωάννης, ότι ''εθεασάμεθα την δόξαν αυτού''. Και μολονότι ήταν άνθρωπος κατά το φαινόμενο, εκείνο το οποίο αναγνωριζόταν δια μέσου αυτού, το ονομάζει δόξα ''ως Μονογενούς παρά Πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας''. Επειδή, λοιπόν, η μεν άκτιστη και προαιώνια και αίδια και ανέκφραστη φύση Του είναι εντελώς ακατάληπτη για όλα τα κτιστά όντα, ενώ αυτό που φανερώθηκε σε μας δια της σαρκός, μπορεί να γίνει γνωστό, ως ένα βαθμό, γι’ αυτό αποβλέπει σ’ αυτά ο διδάσκαλος και ομιλεί γι’ αυτά, τα οποία μπορούν να κατανοηθούν από τους ακροατές.

Και εννοώ το μεγάλο μυστήριο της πίστης μας, με το οποίο ο Θεός φανερώθηκε εν σαρκί, αυτός που υπάρχει με τη θεϊκή μορφή, και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους, λαμβάνοντας δούλου μορφή. Αυτός επειδή πήρε πάνω του μια φορά τη φθαρτή φύση του σώματος, το οποίο ανέλαβε από την άφθαρτη Παρθένο, από τότε και πάντοτε αγιάζει, μαζί με το αρχικό, όλο το κράμα της κοινής φύσης στα πρόσωπα, όσων ενώνονται μαζί του με την κοινωνία του μυστηρίου. Και τρέφει το Σώμα του, την Εκκλησία, και προσαρμόζει ανάλογα τα μέλη αυτά, τα οποία ενσωματώνονται με την προς Αυτόν πίστη στο κοινό σώμα. Προσαρμόζει το κάθε μέλος όμορφα, τοποθετώντας τους πιστούς, όπως πρέπει και ταιριάζει, δηλαδή στην θέση των οφθαλμών και στόματος και χειρών και των άλλων μελών.
Γιατί έτσι λέγει ο απόστολος Παύλος, ότι ένα μεν είναι το σώμα, πολλά δε τα μέλη. Και όλα τα μέλη δεν έχουν τι ίδιο έργο να κάμουν. Αλλά μπορεί να είναι ο ένας οφθαλμός χωρίς να υποτιμά τα πόδια, αλλά είναι όλο το σώμα ένα κράμα δια των μελών με τον εαυτό του και με την ποικιλία των ενεργειών, για να μην επαναστατούν τα μέλη προς το σύνολο.
Αυτές τις έννοιες , αφού τις εκθέτει πρώτα συμβολικά, έπειτα προωθεί το λόγο και λέγει σαφέστερα ότι ο Θεός τοποθέτησε στην Εκκλησία τους αποστόλους και τους προφήτες και τους διδασκάλους και τους ποιμένες, για να καταρτίζουν τους αγίους, για να επιτελούν το έργο της διακονίας προς οικοδομή του Σώματος του Χριστού, μέχρι να φθάσουμε όλοι στην ενότητα της πίστης και της επίγνωσης του Υιού του Θεού και να γίνουμε τέλειοι άνθρωποι και να αποκτήσουμε το βαθμό της πνευματικής ωριμότητας , κατά την οποία έχουμε όλες τις δωρεές και την τελειότητα του Χριστού.
Και πάλι λέγει: ''αυξήσομεν εις Αυτόν τα πάντα, ος εστίν η κεφαλή, ο Χριστός, εξ ου παν το Σώμα συναρμολογούμενον και συμβιβαζόμενον δια πάσης αφής της επιχορηγίας κατ’ ενέργειαν εν μέτρω ενός εκάστου μέρους την αύξησιν του Σώματος ποιείται εις οικοδομήν Εαυτού εν αγάπη''.
Συνεπώς, αυτός που προσβλέπει στην Εκκλησία, προσβλέπει κατ’ ευθείαν στο Χριστό, ο οποίος οικοδομεί και αυξάνει τον Εαυτό Του, δηλαδή το Σώμα Του, καθώς προστίθενται σ’ Αυτόν οι πιστοί, οι οποίοι σώζονται».
(Από την ''Μυστική Θεολογία'' του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εις το Άσμα Ασμάτων, σελ. 615- 619).

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ ΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ ΑΚΑΝΘΙΝΗ ΘΥΣΙΑ

Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ ΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ ΑΚΑΝΘΙΝΗ ΘΥΣΙΑ

Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο,εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο,ακροβατούμε την θωριά μας,ανάμεσα στην πτώση και την έγερση,τελούμε πνευματικά ανάπηροι στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας,αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας,ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής,ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια,είναι η Οδός και η Αλήθεια,η Αγάπη κι η Ζωή,το προσδωκόμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας,έχουμε Εκκλησία,να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε,κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας,μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της,την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας,κι αγγέλλους τόσους,όσα είναι αυτά που χάσαμε,όσα είναι αυτά που ελπίζουμε,όσα είναι αυτά,που ίσως έρθουνε μια μέρα,μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας,έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη,που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία,επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας,το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη,η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην δηθενικότητα των άλλων,ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός,που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες,θηριώδεις αμαρτίες μας και η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας.

Γεώργιος Αγιοκυπριανίτης 

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Τ' ΑΑΓΝΑΝΤΕΜΑ [Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη]

Τ' ΑΑΓΝΑΝΤΕΜΑ [Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη]


Παιδιά μου, κορίτσια μου, αρχίζει να ομιλεί η γριά Συρραχίνα, παλαιά καπετάνισσα με το ραβδάκι της και με το καλαθάκι της στο χέρι, με τα ογδόντα χρόνια στην πλάτη της, μπόρεσε κι ανέβη τον ανήφορον διά να καμαρώσει, ίσως διά τελευταίαν φοράν, το καράβι του γιου της που έφευγε. Ξέρετε τι μεγάλη χάρη έχει και πόσο καλό έκαμε στους θαλασσινούς αυτό το εκκλησιδάκι της Μεγαλόχαρης;
—  Πώς δεν το ξέρουμε, είπαν αι άλλαι, ας έχει δόξα το όνομά της.
—  Το εξωκλήσι αυτό αγίωσε και μέρωσε όλο το άγριο κύμα· πρωτύτερα είχε κατάρα όλος αυτός ο γιαλός.
—  Γιατί;
—  Βλέπετε κείνον τον βράχο, κάτω στο κύμα, που ξεχωρίζει απ' το γιαλό;... που φαίνεται σαν άνθρωπος με κεφάλι και με στήθια;... που μοιάζει σαν γυναίκα; Εκείνη είναι το Φλανδρώ.
—  Ναι, το Φλανδρώ, είπεν η υπερεξηκοντούτης Χατζηχάναινα. Κάτι έχω ακουστά μου. Εσύ θα το ξέρεις καλύτερα, Θεια-Φλωρού.
—  Το βλέπετε κι είναι ξέρα, είπεν η Φλωρού, η Συρραχίνα· μια φορά κι έναν καιρό ήταν άνθρωπος.
—  Άνθρωπος;
—  Άνθρωπος, καθώς εμείς. Γυναίκα.
Αι άλλοι ήκουον με απορίαν. Η γριά Συρραχίνα ήρχισε να διηγείται.
«Στον καιρό των παλαιών Ελλήνων, ήτον μια κόρη αρχοντοπούλα, που την έλεγαν Φλάνδρα ή Φλανδρώ. Η Φλανδρώ είχε νοματιστεί έτσι —καθώς μου 'πε ο πνευματικός απάνω στον Αϊ-Χαράλαμπο· όσο τον θυμούμαι, μακαρία η ψυχή του. Ήμουν μικρό κορίτσι, δώδεκα χρονώ, και μ' επήγε η μάνα μου να ξαγορευτώ τη Μεγάλη Τετάρτη... τι να ξαγορευτώ, εγώ τίποτα δεν ήξερα, τα ξεράματά μου., το τι μώλεε ο πνεματικός δεν αγροικούσα, φωτιά που μ' ε!... Το νόημά του δεν το καταλάβαινα, τα λόγια τα θυμούμουν, κι ύστερ' από χρόνια... το κορίτσι πρέπει να 'ναι φρόνιμο και ντροπαλό, να 'ναι υπάκοο, να μην κοιτάζει τους νιους, ν' αγαπά τον κύρη του και την μαννούλα του και σαν μεγαλώσει και δώσει ο Θιος και παντρευτεί, με την ευκή των γονιών της, άλλον να μην αγαπά απ' τον άνδρα της.»Μώφερε   το παράδειγμα των παλαιών Ελλήνων... Οι παλιοί Έλληνες που προσκυνούσαν τα είδωλα... Κείνον τον καιρό ήτον μια που την έλεγαν Φλάνδρα ή Φλανδρώ. Φλανδρώ θα πει Φιλανδρώ. Φιλανδρώ θα πει μια που αγαπά τον άνδρα της. Φλανδρώ την είπαν, Φλανδρώ βγήκε. Αγάπησε ολόψυχα τον άνδρα της, όσο που έχασε τ' αγαθά του κόσμου και έγινε πέτρα γι' αυτό. Τον καιρό εκείνο ήτον ένας καραβοκύρης, όμορφο παλικάρι, κι αγάπησε το Φλανδρώ και την εγύρεψε και της έδωσε αρραβώνα. Σαν της έδωσε αρραβώνα, εσκάρωσε καινούριο καράβι· και σαν εσκάρωσε το καράβι, έγινε κι ο γάμος· και σαν έγινε ο γάμος, έριξε το καράβι στο γιαλό κι εμπαρκάρισε κι επήγε να ταξιδέψει.
»Τότε το Φλανδρώ ήλθε ν' αγναντέψει, σαν καλή ώρα, σ' αυτόν τον έρμο το γιαλό. Ξεκολλούσε η ψυχή της που έφευγε ο άνδρας της· δεν μπορούσε να το βαστάξει, να στυλώσει την καρδιά της. Αγνάντεψε το καράβι που έφευγε, κι έκλαψε πικρά κι έπεσαν τα δάκρυά της στα κύματα· και τα κύματα επικράθηκαν κι εφαρμακώθηκαν και θύμωσαν κι αγρίεψαν κι εθέριεψαν.. και στο δρόμο τους που ηύραν το καράβι, έπνιξαν τον άνδρα της Φλανδρώς, κι έγινε αγυρισιά του... Και το Φλανδρώ ήρθε και ξαναήρθε σ' αυτόν τον έρμο γιαλό κι εκοίταζε κι αγνάντευε... κι επερίμενε κι εκαρτερούσε κι  απάντεχε... Πέρασαν μήνες, πέρασε χρόνος, πέρασαν δυο χρόνια, πέρασαν τρία... και το καράβι πουθενά δεν εφάνηκε... και το Φλανδρώ έκλαψε και καταράστηκε τη θάλασσα και τα μάτια της εστέγνωσαν και δεν είχε πλεια δάκρυ να χύσει... και παρακάλεσε τους θεούς της που ήταν είδωλα, πέτρες, να της κάμουν τη χάρη να γίνει κι αυτή είδωλο, βράχος, πέτρα... και το ζήτημά της έγινε και την έκαμαν βράχο, ξέρα... με το σκήμα   τ' ανθρωπινό, που τρίβηκε και φθάρηκε απ' τα κύματα ύστερ' από χιλιάδες χρόνια· και το ανθρωπινό σκήμα φαίνεται ακόμα και να ο βράχος εκεί, η πέτρα που θαλασσοδέρνεται και χτυπά και βογκά απάνω της το κύμα... κι η φωνή της, το βογκητό της γίνεται ένα από το βογκητό της θάλασσας... Να, η ξέρα εκεί. Αυτή 'ναι η Φλανδρώ.
»Ύστερα με χρόνια πολλά, σαν ήρθε ο Χριστός ν' αγιάσει τα νερά, για να βαφτιστεί η πλάση, μια χριστιανή αρχόντισσα, η Χατζηγιάνναινα, που είχαν σκαρώσει τα παιδιά της δυο καράβια, έταξε στην Παναγία κι έχτισε αυτό το παρακκλήσι, για το καλό κατευόδιο των παιδιώνε της... Ας δώσ' η Παναγία και σήμερα να 'ναι καλό κατευόδιο στους άνδρες σας, στ' αδέρφια σας και στους γονιούς σας».

* Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
 

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

«Κρατώμεν της ομολογίας, ην παρελάβομεν άδολον παρά τηλικούτων ανδρών

«Κρατώμεν της ομολογίας, ην παρελάβομεν άδολον παρά τηλικούτων ανδρών

«Κρατώμεν της ομολογίας, ην παρελάβομεν άδολον παρά τηλικούτων ανδρών αποστρεφόμενοι πάντα νεωτερισμόν ως υπαγόρευμα του διαβόλου. Ο δεχόμενος νεωτερισμόν κατελέγχει ελλιπή την κεκηρυγμένην Ορθόδοξον Πιστιν. Αλλ’ αύτη πεπληρωμένη ήδη εσφράγισται, μη επιδεχομένη μήτε μείωσιν μήτε αύξησιν, μήτε αλλοίωσιν ην τινα ουν και ο τολμών η πράξαι η συμβουλεύσαι η διανοηθήναι τούτο ήδη ηρνήθη την πίστιν του Χριστού, ήδη εκουσίως καθυπεβλήθη εις το αιώνιον ανάθεμα, δια το βλασφημείν εις το Πνεύμα το Άγιον, ως τάχα μη αρτίως λαλήσαν εν ταις Γραφαίς και Οικουμενικαίς Συνόδοις». (10)

Εμείς ούτε προσθέτουμε, ούτε αφαιρούμε κάποια διδασκαλία, ούτε την μεταβάλλουμε. «Ουδέν αφαιρούμεν ουδέ προστίθεμεν, αλλά πάντα τα της καθολικής Εκκλησίας αμείωτα διαφυλάττομεν... απάσας τας εκκλησιαστικάς εγγράφως η αγράφως τεθεσπισμένας ημίν παραδόσεις ακαινοτομήτως φυλάττομεν... Τούς ουν τολμώντας ετέρως φρονείν η διδάσκειν η κατά τούς εναγείς αιρετικούς τας εκκλησιαστικάς παραδόσεις αθετείν και καινοτομίαν τινά επινοείν... της κοινωνίας αφορίζεσθαι» (11) αλλά και αναθεματίζομεν.
Μάλιστα ο θεοφόρος Άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας, σε Επιστολή του στον Άγιο Πολύκαρπο Σμύρνης γράφει: «Πας ο λέγων παρά τα διατεταγμένα, καν αξιόπιστος η, καν νηστεύη, καν παρθενεύη, καν σημεία ποιή, καν προφητεύη, λύκος σοι φαινέσθω εν προβάτου δορά προβάτων φθοράν κατεργαζόμενος». (12)
Ο δε Άγιος Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το του Αποστόλου Παύλου, «ει τις ευαγγελίζεται υμίν παρ’ ο παρελάβετε, ανάθεμα» παρατηρεί ότι ο Απόστολος «ουκ είπε εάν εναντία καταγγέλλωσιν η το παν ανατρέπωσιν, αλλά καν μικρόν τι ευαγγελίζωνται παρ’ ο παρελάβετε, καν το τυχόν παρακινήσωσιν, ανάθεμα έστωσαν». (13)
Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, ανακοινώνοντας τις αποφάσεις της εναντίον των εικονομάχων προς τους κληρικούς της Κωνσταντινουπόλεως γράφει:
«Τη παραδόσει της Καθολικής Εκκλησίας εξηκολουθήσαμεν και ούτε ύφεσιν ούτε πλεονασμόν εποιησάμεθα, αλλ’ αποστολικώς διδαχθέντες, κρατούμεν τας παραδόσεις ας παρελάβομεν, πάντα αποδεχόμενοι και ασπαζόμενοι όσα περ η Αγία Καθολική Εκκλησία αρχήθεν των χρόνων αγράφως και εγγράφως παρέλαβεν... Η γαρ αληθινή της Εκκλησίας και ευθυτάτη κρίσις καινουργείσθαι εν αυτή συγχωρεί ουδέν, ούτε αφαίρεσιν ποιείσθαι. Ημείς τοιγαρούν πατρώοις νόμοις επόμενοι, παρά του ενός Πνεύματος λαβόντες χάριν, ακαινοτομήτως και αμειώτως πάντα τα της Εκκλησίας εφυλάξαμεν». (14)
Ακόμη, μετά των Αγίων Πατέρων και των Συνόδων απορρίπτουμε και αναθεματίζουμε όλες τις αιρέσεις και τα σχίσματα που παρουσιάσθηκαν μέχρι και σήμερα, κατά την ιστορική διαδρομή της Εκκλησίας.
Από τις παλαιές αιρέσεις που επιβιώνουν μέχρι σήμερα καταδικάζουμε τον Μονοφυσιτισμό, τον ακραίο του Ευτυχούς και τον μετριοπαθή του Σεβήρου και Διοσκόρου, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Δ’ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου και την χριστολογική διδασκαλία μεγάλων Αγίων Πατέρων και Διδασκάλων, όπως του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, του Μεγάλου Φωτίου και των ύμνων της λατρείας.

2. Διακηρύσσουμε ότι ο Παπισμός είναι αίρεσις, καθώς και μήτρα αιρέσεων και πλανών· η διδασκαλία του Filioque, της εκπορεύσεως δηλαδή του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού, είναι αντίθετη προς όσα ο ίδιος ο Χριστός εδίδαξε περί του Αγίου Πνεύματος. Σύνολος ο χορός των Πατέρων και σε Συνόδους και ξεχωριστά θεωρούν τον Παπισμό αίρεση, διότι εκτός του Filioque παρήγαγε πλήθος άλλων πλανών, όπως το πρωτείο και το αλάθητο του πάπα, τα άζυμα, το καθαρτήριο πυρ, την άσπιλο σύλληψη της Θεοτόκου, την κτιστή Χάρη, την εξαγορά των αφέσεων (indulgentiae), την βλάσφημη θεωρία του Ανσέλμου περί «θείας ικανοποιήσεως»· άλλαξε όλη σχεδόν την διδασκαλία και πράξη για το Βάπτισμα, το Χρίσμα, την Θεία Ευχαριστία και τα άλλα μυστήρια και μετέτρεψε την Εκκλησία σε κοσμικό κράτος.
Ο σημερινός Παπισμός παρεξέκλινε πολύ περισσότερο του μεσαιωνικού Παπισμού από την διδασκαλία της Εκκλησίας, ώστε δεν αποτελεί πλέον συνέχεια της αρχαίας Δυτικής Εκκλησίας.
Εισήγαγε πλήθος νέων υπερβολών στην «Μαριολογία», όπως την διδασκαλία περί της Θεοτόκου ως «συλλυτρώτριας» (corredemptrix) του ανθρωπίνου γένους.
Ενίσχυσε την «Χαρισματική Κίνηση» πεντηκοστιανικών ομάδων, δήθεν πνευματοκεντρικών.
Υιοθέτησε ανατολικές πνευματικές μεθόδους προσευχής και διαλογισμού.
Εισήγαγε νέες καινοτομίες στη Θεία Λατρεία, όπως τους χορούς και τα μουσικά όργανα.
Εσυντόμευσε και ουσιαστικά κατέστρεψε την Θεία Λειτουργία. Στον χώρο του Οικουμενισμού έθεσε τις βάσεις για την Πανθρησκεία με την Β’ Βατικάνειο Σύνοδο, αναγνωρίζοντας την «πνευματική ζωή» των αλλοθρήσκων.
Εξακολουθεί να στηρίζει την «Ουνία», αυτήν την καρικατούρα της Ορθοδοξίας, με την οποία ως δούρειο ίππο εξαπατά και προσηλυτίζει πιστούς, διαψεύδοντας έτσι πανηγυρικά τις δήθεν ειλικρινείς προθέσεις της για ένωση.
Γενικώς υπάρχει ριζική αλλαγή του Παπισμού και στροφή προς τον Προτεσταντισμό μετά την Β’ Βατικάνειο Σύνοδο, ως και υιοθέτηση διαφόρων "πνευματικών" κινημάτων της «Νέας Εποχής».
Κατά τον Άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, τον Μυσταγωγό, ο Παπισμός προκάλεσε στην Εκκλησία μεγαλύτερη ζημία από όση προκάλεσαν όλες μαζί οι αιρέσεις και τα σχίσματα.
Οι Ορθόδοξοι είχαμε κοινωνία με τους προ του σχίσματος πάπες και πολλούς πάπες τους εορτάζουμε ως αγίους. Όμως οι μετά το σχίσμα πάπες είναι αιρετικοί και αντίχριστοι, σύμφωνα και με τα λόγια του μεγάλου και σύγχρονου Αγίου μας Κοσμά του Αιτωλού. (15)
Έπαυσαν να είναι διάδοχοι στον θρόνο της Ρώμης, δεν έχουν αποστολική διαδοχή, επειδή δεν έχουν την πίστη των Αποστόλων και των Πατέρων. Δια τον λόγο αυτόν τον εκάστοτε πάπα «ου μόνον ου κοινωνικόν έχομεν, αλλά και αιρετικόν αποκαλούμεν».
Και όπως λέγει ο Άτλας της Ορθοδοξίας Μάρκος ο Ευγενικός, «Ημείς δι’ ουδέν άλλο απεσχίσθημεν των Λατίνων, αλλ’ η ότι εισίν ου μόνον σχισματικοί, αλλά και αιρετικοί». (16)
Λόγω όλων αυτών των αιρέσεων και βλασφημιών ιδιαιτέρως εναντίον του Αγίου Πνεύματος με την διδασκαλία περί του Filioque, έχασαν το Άγιο Πνεύμα, και όλα σ’ αυτούς είναι αχαρίτωτα. Κανένα μυστήριό τους δεν είναι έγκυρο σύμφωνα με την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων και κατά τον Άγιο Συμεών. «Βλασφημούσιν άρα οι καινοτόμοι και πόρρω του Πνεύματος εισι, βλασφημούντες κατά του Αγίου Πνεύματος, και ουκ εν αυτοίς όλως το Πνεύμα το Άγιον· διο και τα αυτών αχαρίτωτα, ως την χάριν του Πνεύματος αθετούντων και υποβιβαζόντων αυτό... διο και το Πνεύμα ουκ εν αυτοίς το Άγιον, και ουδέν πνευματικόν εν αυτοίς και καινά πάντα και εξηλλαγμένα τα εν αυτοίς και παρά την θείαν παράδοσιν». (17)

3. Τα ίδια ισχύουν, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, για τον Προτεσταντισμό, ο οποίος ως τέκνο του Παπισμού κληρονόμησε πολλές αιρέσεις, προσέθεσε δε πολύ περισσότερες· απορρίπτει την Παράδοση δεχόμενος μόνον την Αγία Γραφή (Sola Scriptura), την οποία παρερμηνεύει, καταργεί την Ιερωσύνη ως ειδική μυστηριακή Χάρη, την τιμή των Αγίων και των ιερών εικόνων, υποτιμά το πρόσωπο της Θεοτόκου, απορρίπτει τον Μοναχισμό· από τα Άγια Μυστήρια δέχεται μόνον το Βάπτισμα και την Θεία Ευχαριστία, αλλοιώνοντας και σ’ αυτά την διδασκαλία και την πράξη της Εκκλησίας, διδάσκει τον απόλυτο προορισμό (Καλβινισμός) και την εκ της πίστεως μόνον δικαίωση, εσχάτως δε η «προοδευτική» του μερίς εισήγαγε την «ιερωσύνη» των γυναικών και τον γάμο των ομοφυλοφίλων, τους οποίους δέχονται και στην «ιερωσύνη». Κυρίως όμως στερείται εκκλησιολογίας, διότι δεν υπάρχει η έννοια της Εκκλησίας, όπως την κατανοεί η Ορθόδοξη Παράδοση.

4. Ο μόνος τρόπος για να αποκατασταθεί η κοινωνία μας με τους πάσης φύσεως αιρετικούς είναι μόνον η εκ μέρους τους αποκήρυξη της πλάνης και η μετάνοια, ώστε να μπορέσει να υπάρξει αληθινή ένωση και ειρήνη· ένωση με την αλήθεια και όχι με την πλάνη και την αίρεση.
Για την ενσωμάτωση των αιρετικών στην Εκκλησία η κανονική ακρίβεια απαιτεί την δια του Βαπτίσματος αποδοχή τους. Το προηγούμενο «βάπτισμά» τους, τελούμενο εκτός της Εκκλησίας, χωρίς την τρισσή κατάδυση και ανάδυση του βαπτιζομένου εντός του δι’ ειδικής ευχής ηγιασμένου ύδατος και από μη Ορθόδοξο ιερέα, δεν θεωρείται καν βάπτισμα· στερείται της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, η οποία δεν υπάρχει στα σχίσματα και στις αιρέσεις, και επομένως δεν έχομε τίποτε κοινό που να μας ενώνει, όπως λέγει ο Μέγας Βασίλειος:
«Οι δε της Εκκλησίας αποστάντες ουκέτι έσχον την χάριν του Αγίου Πνεύματος εφ’ εαυτοίς· επέλιπε γαρ η μετάδοσις τω διακοπήναι την ακολουθίαν... οι δε απορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν είχον την εξουσίαν, ουκέτι δυνάμενοι χάριν Πνεύματος Αγίου παρέχειν, ης αυτοί εκπεπτώκασιν». (18)
Είναι γι’ αυτό αθεμελίωτη και μετέωρη η νέα προσπάθεια των Οικουμενιστών να προβάλουν την θέση ότι έχουμε κοινό βάπτισμα με τους αιρετικούς, και επάνω στην ανύπαρκτη βαπτισματική ενότητα να στηρίξουν την ενότητα της Εκκλησίας, η οποία δήθεν υπάρχει όπου υπάρχει βάπτισμα. (19)
Στην Εκκλησία όμως εισέρχεται κανείς και γίνεται μέλος της όχι με το οιοδήποτε βάπτισμα αλλά με το ένα και ενιαίως τελούμενο βάπτισμα από ορθοδόξους ιερείς έχοντας ακώλυτον την Ιερωσύνη της Εκκλησίας. Παραμένει δε στην συνέχεια ως μέλος Της εφ’ όσον τηρεί απαρασάλευτα όλες τις διδασκαλίες και αποφάσεις της, μη προσθέτοντας μηδέ αφαιρώντας, το παραμικρόν.

5. Εφ’ όσον οι αιρετικοί εξακολουθούν να παραμένουν στην πλάνη, αποφεύγουμε την μετ’ αυτών κοινωνία, ιδιαίτερα τις συμπροσευχές. Οι ιεροί κανόνες στο σύνολό τους απαγορεύουν όχι μόνο τα συλλείτουργα και τις εντός των ναών συμπροσευχές, αλλά και τις απλές συμπροσευχές σε ιδιωτικούς χώρους.
Η αυστηρή δε αυτή στάση της Εκκλησίας απέναντι στους αιρετικούς προέρχεται από αληθινή αγάπη και ειλικρινές ενδιαφέρον για την σωτηρία τους και από ποιμαντική μέριμνα να μην παρασυρθούν οι πιστοί στην αίρεση. Δια τούτο μισανθρωπίαν ονομάζει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής την αδιαφορία μας προς τους αιρετικούς:
«Ου θέλων δε τούς αιρετικούς θλίβεσθαι, ουδέ χαίρων τη κακώσει αυτών, γράφω ταύτα, μη γένοιτο, αλλά τη επιστροφή μάλλον χαίρων και συναγαλλόμενος. Τι γαρ τοις πιστοίς τερπνότερον του θεάσθαι τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα, συναγόμενα εις εν... μετά προσεχείας και δοκιμασίας ποιείν τε και ενεργείν τα καλά εις πάντας ανθρώπους, και πάσι πάντα γινομένους, καθώς έκαστος επιδείται υμών, παρακαλών· προς μόνον το καθοτιούν αιρετικοίς συνάρασθαι εις σύστασιν της φρενοβλαβούς αυτών δόξης, σκληρούς παντελώς είναι υμάς και αμειλίκτους βούλομαί τε και εύχομαι. Μισανθρωπίαν γαρ ορίζομαι έγωγε, και αγάπης θείας χωρισμόν, το τη πλάνη πειράσθαι διδόναι ισχύν εις περισσοτέραν των αυτή προκατειλημμένων φθοράν». (20)
Όποιος αγαπά πραγματικά, φανερώνει την αλήθεια, δεν αφήνει τον άλλο στο ψεύδος· διαφορετικά η αγάπη και η μετ’ αυτού ομόνοια και ειρήνη είναι επίπλαστες και ψεύτικες.
Υπάρχει καλός πόλεμος και κακή ειρήνη. «Κρείττων γαρ επαινετός πόλεμος ειρήνης χωριζούσης Θεού» λέγει ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος.(21)
Και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνιστά:
«Ει που την ευσέβειαν παραβλαπτομένην ίδοις, μη προτίμα την ομόνοιαν της αληθείας, αλλ’ ίστασο γενναίως έως θανάτου... την αλήθειαν μηδαμού προδιδούς».(22) Και αλλού προτρέπει με έμφαση:
«Μηδέν νόθον δόγμα τω της αγάπης προσχήματι παραδέχησθε». (23)
Αυτήν την στάση των Πατέρων υιοθέτησε και ο μέγας αγωνιστής και ομολογητής της Ορθοδόξου πίστεως απέναντι στους Λατίνους Άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός, ο οποίος την δική του Ομολογία Πίστεως στην Φλωρεντία κατακλείει δια των εξής:
«Άπαντες οι της Εκκλησίας διδάσκαλοι, πάσαι αι σύνοδοι και πάσαι αι θείαι Γραφαί φεύγειν τους ετερόφρονας παραινούσι και της αυτών κοινωνίας διΐστασθαι. Τούτων ουν εγώ πάντων καταφρονήσας, ακολουθήσω τοις εν προσχήματι πεπλασμένης ειρήνης ενωθήναι κελεύουσι; Τοις το ιερόν και θείον σύμβολον κιβδηλεύσασι και τον Υιόν επεισάγουσι δεύτερον αίτιον του Αγίου Πνεύματος; Τα γαρ λοιπά των ατοπημάτων εώ, το γε νυν έχον, ων και εν μόνον ικανόν ην ημάς εξ αυτών διαστήσαι. Μη πάθοιμεν τούτο πότε, Παράκλητε αγαθέ, μηδ’ ούτως εμαυτού των καθηκόντων λογισμών αποπέσοιμι· της δε σης διδασκαλίας και των υπό σου εμπνευσθέντων μακαρίων ανδρών εχόμενος, προστεθείην προς τους εμούς πατέρας, τούτο, ει μη τι άλλο, εντεύθεν αποφερόμενος, την ευσέβειαν». (24)

6. Μέχρι των αρχών του 20ου αιώνος η Εκκλησία σταθερά και αμετάβλητα είχε απορριπτική και καταδικαστική στάση έναντι όλων των αιρέσεων, αλλά και των αιρετικών, όπως ακριβώς αυτό διατυπώνεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας που διαβάζεται, από όσους διαβάζεται ακόμα σήμερα, την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Αναθεματίζονται όλες οι αιρέσεις, η κάθε μία ξεχωριστά και όλοι οι αιρετικοί, ο καθένας τους ξεχωριστά. Και δια να μη μείνει δε κανείς εκτός του αναθέματος, υπάρχει στο τέλος γενικός αναθεματισμός που ρητά λέγει: «Όλοις τοις αιρετικοίς ανάθεμα».
Δυστυχώς αυτή η ενιαία, σταθερή και αταλάντευτη στάση της Εκκλησίας μέχρι των αρχών του 20ου αιώνος άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται, μετά την αιρετική εγκύκλιο που εξαπέλυσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1920 «προς τας απανταχού εκκλησίας του Χριστού», η οποία για πρώτη φορά χαρακτηρίζει επισήμως τις αιρέσεις, άκουσον-άκουσον, ως εκκλησίες, που δεν είναι αποξενωμένες από την Εκκλησία, αλλά είναι οικείες και συγγενείς.(!!!) Συνιστούσε να «αναζωπυρωθή και ενισχυθή προ παντός η αγάπη μεταξύ των εκκλησιών, μη λογιζομένας αλλήλας ως ξένας και αλλοτρίας, αλλ’ ως συγγενείς και οικείας εν Χριστώ και συγκληρονόμους και συσσώμους της επαγγελίας του Θεού εν Χριστώ». (25) Έτσι μετά την αιρετική αυτή Εγκύγκλιον του ’20 άνοιξε πλέον ο δρόμος για να υιοθετηθεί, να διαμορφωθεί και να αναπτυχθεί στο χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας η προτεσταντικής κατ’ αρχήν επινοήσεως, τώρα δε και παπικής αποδοχής, αίρεση του Οικουμενισμού, αυτή η παναίρεση, που υιοθετεί και νομιμοποιεί όλες τις αιρέσεις ως «εκκλησίες» και προσβάλλει το δόγμα της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Αναπτύχθηκε πλέον, διδάσκεται και επιβάλλεται από Πατριάρχες, Αρχιεπισκόπους και Επισκόπους νέο δόγμα περί Εκκλησίας, νέα εκκλησιολογία. Σύμφωνα με αυτό καμμία Εκκλησία δεν δικαιούται να διεκδικήσει αποκλειστικά για τον εαυτό της τον χαρακτήρα της καθολικής και αληθινής Εκκλησίας. Κάθε μία είναι ένα κομμάτι, ένα μέρος, όχι ολόκληρη η Εκκλησία. Όλες μαζί αποτελούν την Εκκλησία.
Τοιουτοτρόπως έπεσαν όλα τα όρια που έθεσαν οι Πατέρες· δεν υπάρχει οριοθετική γραμμή μεταξύ αιρέσεως και Εκκλησίας, μεταξύ αληθείας και πλάνης. Και οι αιρέσεις πλέον είναι «εκκλησίες», πολλές μάλιστα, όπως η παπική, θεωρούνται τώρα ως αδελφές εκκλησίες, στις οποίες από κοινού με εμάς ανέθεσε ο Θεός την φροντίδα για την σωτηρία των ανθρώπων. (26) Υποστηρίζεται ακόμη δυστυχώς ότι υπάρχει και στις αιρέσεις η Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και το βάπτισμά τους, όπως και όλα τα άλλα μυστήρια είναι έγκυρα. Όσοι έχουν βαπτισθή, σε οποιαδήποτε αίρεση και αν ανήκουν, είναι μέλη του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας. Οι αρές και τα αναθέματα των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων δεν ισχύουν πια και πρέπει να διαγραφούν από τα λειτουργικά βιβλία. Στεγασθήκαμε μέσα στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» και ουσιαστικά προδώσαμε -και μόνο με την ένταξη μας- την αλήθεια και την εκκλησιολογική μας αυτοσυνειδησία.
Αφαιρέσαμε το δόγμα περί της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, το δόγμα «εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα». (27)

7. Ο διαχριστιανικός αυτός συγκρητισμός, διευρύνθηκε τώρα και σε διαθρησκειακό συγκρητισμό, ο οποίος εξισώνει όλες τις θρησκείες, με την μοναδική, θεόθεν αποκαλυφθείσα από τον Χριστό θεοσέβεια, θεογνωσία και κατά Χριστόν ζωή. Προσβάλλεται επομένως όχι μόνο το δόγμα της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας σε σχέση με τις αιρέσεις, αλλά και το θεμελιώδες δόγμα της μοναδικής εν τω κόσμω Αποκαλύψεως και σωτηρίας των ανθρώπων δια Ιησού Χριστού σε σχέση με όλες τις θρησκείες του κόσμου. Είναι η χειρότερη πλάνη, η μεγαλύτερη αίρεση-παναίρεση όλων των αιώνων.

8. Εμείς πιστεύουμε και ομολογούμε ότι μόνον εν τω Ιησού Χριστώ υπάρχει η δυνατότης σωτηρίας.
Οι θρησκείες του κόσμου και οι αιρέσεις οδηγούν στην απώλεια. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι απλώς η αληθής Εκκλησία· είναι η μόνη Εκκλησία. Μόνον αυτή έμεινε πιστή στο Ευαγγέλιο, στις Συνόδους και στους Πατέρες, και συνεπώς μόνον αυτή αντιπροσωπεύει την αληθινή καθολική Εκκλησία του Χριστού. Κατά τον σύγχρονο Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς, ο Οικουμενισμός είναι κοινό όνομα για τις ψευδοεκκλησίες της Δυτικής Ευρώπης. Το κοινό όνομά τους είναι η παναίρεση. (28)
Αυτήν την παναίρεση δυστυχώς, έχουν αποδεχθή συνειδητά, εκ των «ορθοδόξων», άλλοι εμφανώς και άλλοι αφανώς, πολλοί πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί. Την διδάσκουν «γυμνή τη κεφαλή», την εφαρμόζουν και την επιβάλλουν στην πράξη κοινωνούντες παντοιοτρόπως με τους αιρετικούς, με συμπροσευχές, ανταλλαγές επισκέψεων, ποιμαντικές συνεργασίες, θέτοντας έτσι εαυτούς, ουσιαστικώς, εκτός Εκκλησίας του Χριστού.

9. Εκτός Εκκλησίας όμως θέτουν τους εαυτούς τους και όσοι, πρεσβεύουν μεν ορθοδόξως, απορρίπτοντας ίσως και καταδικάζοντας μάλιστα και όλα τα ανωτέρω, συνεχίζουν όμως να ακολουθούν όλους αυτούς τους αιρετικούς, έχοντας κοινωνία και επικοινωνία μαζί τους, μνημονεύοντάς τους επ’ Εκκλησίας, και αναγνωρίζοντάς τους ως κανονικούς επισκόπους και διαδόχους του Χριστού, επειδή δήθεν δεν έγινε ακόμη πλήρως η ένωσις και το κοινόν ποτήριον, η επειδή δεν κατεδικάσθησαν ακόμη από Οικουμενική η Τοπική Σύνοδο, η άλλες παρόμοιες καινοφανείς απόψεις και θεωρίες, οι οποίες ουδέποτε ίσχυσαν και εφηρμόσθησαν στην πραγματική Εκκλησία του Χριστού.
Λέγει σχετικά ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης για όλους εκείνους που είχον ορθόδοξο φρόνημα, αλλά κοινωνούσαν με αιρετικούς. Ας σημειωθεί ότι αυτοί οι αιρετικοί δεν είχαν καν ακόμη καταδικασθεί από Σύνοδο:
«Μοιχεία γαρ εστιν ω πανσύνετοι και το της κοινωνίας μετέχειν των αιρετικών... Οι μεν τέλεον περί την πίστιν εναυάγησαν, οι δε ει και τοις λογισμοίς ου κατεποντίσθησαν όμως τη κοινωνία της αιρέσεως συνόλλυνται» (29) Και ακόμη:
«Φεύγη την αίρεσιν, ήγουν τούς αιρετικούς· του μήτε κοινωνείν αυτοίς μήτε αναφέρειν επί της Θείας Λειτουργίας· ότι μέγισται απειλαί κείνται παρά των αγίων εκφωνηθείσαι τοις συγκαταβαίνουσιν αυτή μέχρι και εστιάσεως... Εχθρούς γαρ Θεού ο Χρυσόστομος ου μόνον τούς αιρετικούς, αλλά και τούς τοις τοιούτοις κοινωνούντας μεγάλη και πολλή τη φωνή απεφήνατο». (30)
Και ο Άγιος Γερμανός ο Νεος:
«Επισκήπτομαι πάσι τοις εν Κυπρω λαϊκοίς όσοι της Καθολικής Εκκλησίας εστέ τέκνα γνήσια, φεύγειν όλω ποδί από των υποπεσόντων ιερέων τη λατινική υποταγή και μηδέ εις Εκκλησίαν τούτοις συνέρχεσθαι, μηδέ ευλογίαν εκ των χειρών αυτών λαμβάνειν την τυχούσαν... ει δε μη την αυτήν υφέξετε μετ’ αυτών κόλασιν». (31)

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Η Χαναναία και οι τρεις ανατροπές

Η Χαναναία και οι τρεις ανατροπές

Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Τρεις ανατροπές στις αντιλήψεις των ανθρώπων για το Θεό διαπιστώνουμε στην θαυματουργική θεραπεία από το Χριστό της κόρης μιας Χαναναίας. Η πρώτη ανατροπή έχει να κάνει με την ίδια την επίσκεψη του Χριστού στην περιοχή της Τύρου και της Σιδώνας. Η Χαναναία ήταν ειδωλολάτρης και κατοικούσε σε έναν τόπο όπου οι κάτοικοι, εκτός από την λατρεία των ειδώλων, επιδίδονταν στην μαγεία. Χωρίς να το γνωρίζουν, είχαν παραδώσει τους εαυτούς τους στο πνεύμα του πονηρού. Ο Χριστός όμως, επισκεπτόμενος την περιοχή, δείχνει ότι ήρθε στον κόσμο για να φέρει το μήνυμα της Βασιλείας των Ουρανών κηρύσσοντας μετάνοια ανάμεσα στους αμαρτωλούς.
Η δεύτερη ανατρεπτική στάση έχει να κάνει με την αντίδραση του Χριστού στη στάση της Χαναναίας. Εκείνη είχε αγωνία για την κόρη της, η οποία βασανιζόταν από δαιμόνιο, κάτι που φαίνεται να υπονοεί ότι η μητέρα της δεν ελεύθερη από τις επιδράσεις του διαβόλου και της ειδωλολατρίας και γι’ αυτό την πείραζε ο διάβολος. Μέσα στην αγωνία για το παιδί της στρέφεται προς το Χριστό και ζητά το έλεός Του. Τον αποκαλεί «Υιό Δαβίδ». Μπορεί να γνώριζε τι σήμαινε η φράση αυτή. Ότι ο Ιησούς ανήκε στη γενιά από την οποία θα σώζονταν ο λαός του Ισραήλ. Μπορεί και να ρώτησε και να της είπαν ότι έτσι τον προσφωνούσαν. Όμως η θέα του προσώπου του Κυρίου κάνει την ψυχή της να γεμίσει με πίστη και την οδηγεί στο να απευθύνει το αίτημά της προς Αυτόν χωρίς να υπολογίσει τίποτε, ούτε την ειδωλολατρική της ταυτότητα ούτε την απόρριψη που πιθανότατα θα υφίστατο από όσους συνόδευαν το Χριστό. Κραυγάζει. Και οι μαθητές του Χριστού αντιδρούν αμέσως, προτρέποντάς τον να την διώξει, για να απαλλαγούν από την επιμονή και την ένταση της φωνής της. «Απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών» (Ματθ. 15, 23). Ο Χριστός όμως, δεν κάνει αυτό που αναμένουν οι άνθρωποι, αλλά ανοίγει διάλογο μαζί της.

Η τρίτη ανατρεπτική στάση έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο ο Χριστός απευθύνεται στη Χαναναία. Αντί να την ρωτήσει για τη δοκιμασία της ή να την νουθετήσει ή να δείξει ευσπλαχνία, της απαντά με τέτοιο τρόπο που φαίνεται ότι την απορρίπτει. Της δείχνει ότι δεν θέλει να έχει σχέση με τους ειδωλολάτρες, αλλά μόνο με τους Ισραηλίτες. Φαίνεται να ικανοποιεί έτσι τους φανατικούς Ισραηλίτες που πιθανόν να ήταν στη συνοδεία του. Όμως εκείνη επιμένει. Και στην δεύτερη παράκληση, στην οποία το προσωνύμιο πλέον γίνεται «Κύριε», δεν μένει δηλαδή στο γενικό χαρακτηρισμό που περιέγραφε τι προσδοκούσαν οι Ισραηλίτες από το Χριστό, αλλά του δείχνει τι είναι για την ίδια ο Χριστός, «ο Κύριος και Θεός», και πάλι ο Χριστός αρνείται να την βοηθήσει και της μιλά περιφρονητικά, αποκαλώντας την «κυνάριον». Και βλέποντας την επιμονή, την εξυπνάδα και την ταπείνωσή της να αποδέχεται ακόμη και τον χαρακτηρισμό, αρκεί να χορτάσει κοντά Του την ευσπλαχνία και την αγάπη, ο Χριστός θαυμάζει την πίστη της και κάνει το θαύμα. Σκληρότητα, δοκιμασία της πίστης και αποδοχή του αιτήματος είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Χριστός αντιδρά, μη κάνοντας αυτό που θα περιμέναμε.

Δεν μπαίνει ο Θεός στα ανθρώπινα καλούπια. Δεν κάνει όπως περιμένουν οι άνθρωποι. Δεν λειτουργεί με τα δικά μας κριτήρια. Δεν είναι ένας Θεός που αρκείται σ’ αυτούς που Τον ακολουθούν. Τολμά και βγαίνει από τα όρια του περιούσιου λαού. Τολμά και βγαίνει από τα συνηθισμένα, προκειμένου να κηρύξει μετάνοια και να δώσει ελπίδα και νόημα σε όλο τον κόσμο. Παράλληλα, δεν κάνει ό,τι ευχαριστεί τους δικούς Του. Δεν απολύει κανέναν που Τον αναζητά μόνο και μόνο γιατί δεν είναι όπως θέλουν όσοι νομίζουν ότι Τον γνωρίζουν και προσαρμόζουν το Ευαγγέλιο Του στον δικό τους τρόπο σκέψης. Αλλά και δεν βιάζεται πάντα να κάνει αυτό που οι άνθρωποι επιθυμούν. Να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους, αλλά τους αφήνει να ανοίξουν αληθινά την καρδιά τους. Να επιμείνουν και να φανερώσουν πόσο πιστεύουν. Έχει τη δύναμη να εκπληρώσει τα πάντα. Αλλά θέλει και την συνέργεια του ανθρώπου. Ζητά την πίστη. Την δοκιμάζει. Ζητά την εξυπνάδα και το χάρισμα του ανθρώπου. Ζητά την μετάνοια και την ταπείνωσή του. Όχι γιατί ο Ίδιος ως Θεός έχει ανάγκη αυτά. Αλλά γιατί έτσι ο άνθρωπος μαθαίνει να εμπιστεύεται αληθινά, να μετανοεί για τον τρόπο της ζωής του και να συνειδητοποιεί την επίδραση του κακού και πώς μπορεί μέσα από την πίστη να την αποτινάξει.

Η στάση του Χριστού είναι για εμάς τους χριστιανούς ένα μήνυμα υπέρβασης των πάγιων αντιλήψεων που έχουμε για Εκείνον και την πίστη. Είναι μία πρόκληση εξόδου μας από τα συνηθισμένα. Από την αίσθηση της αυτάρκειάς μας και την επανάπαυση ότι είμαστε υπεύθυνοι μόνο για την δική μας σωτηρία. Είναι μία πρόκληση να μην απορρίπτουμε, να μην απολύουμε κανέναν γιατί δεν φέρεται όπως εμείς πιστεύουμε ότι θα πρέπει να φέρεται. Είναι μία πρόκληση να μη βιαζόμαστε να κρίνουμε την σκέψη και τα έργα του Θεού, αλλά να επιμένουμε με την προσευχή, την αξιοποίηση των χαρισμάτων μας και την ταπεινότητα στο να βρισκόμαστε κοντά Του και να Τον αναγνωρίζουμε ως τον Κύριό μας.
Ζούμε σε έναν κόσμο που όλα τα θέλει σύμφωνα με τα δικά του μέτρα, «εδώ και τώρα». Που δεν δίνει ευκαιρία σε όσους μπορεί να φαίνεται ότι είναι μακριά από το Θεό, όμως η ψυχή τους στη θέα του Προσώπου Του, όπως κι αν Αυτό εμφανίζεται, είτε δια της δοκιμασίας και της λύπης, είτε δια της αισθήσεως του κακού και της απογοητεύσεως από την κυριαρχία του επάνω μας, μετανοεί και αλλάζει, κρίνοντάς μας με την δύναμη της πίστης που επιδεικνύουν. Που παραμένει στην δική του αυτάρκεια, στην αίσθηση ότι είναι αρκετή η δική μας πρόοδος και δεν υπάρχει λόγος να βγαίνουμε από τα δικά μας μέτρα και όρια. Ζώντας λοιπόν σ’ έναν τέτοιο κόσμο, το παράδειγμα της Χαναναίας και η ανατρεπτική στάση του Χριστού μας καλούν να ξαναδούμε την χριστιανική μας αυτοσυνειδησία και αποστολή και να ελέγξουμε τον εαυτό μας για το πόσο και πώς πιστεύουμε. Και ο Κύριός μας θα μας δώσει τη δύναμη σε κάθε σταυρό και δοκιμασία της ζωής μας να Τον αναζητήσουμε και να γίνει και σε μας το θέλημά Του.